BACKSTAGE: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Τατού Δέδε

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι ηθοποιός. Αυτό το διάστημα πρωταγωνιστεί στην παράσταση Δωδέκατη Νύχτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. 

Λένε ότι πολλές φορές η πρόβα μπορεί να είναι δυνατότερη και από την παράσταση. Ισχύει αυτό για εσένα;

Δυνατότερη όχι, διαφορετική ναι. Και λέω δυνατότερη γιατί μπορεί μία πρόβα να συμβεί με τρόπο που να μη συμβεί σε καμία παράσταση. Υπάρχουν κάτι τέτοιες πρόβες. Που λες: «θυμάσαι εκείνη την πρόβα που είχε γίνει αυτό;». Είναι κάτι μαγικές πρόβες αυτές. Παρόλα αυτά, δεν είναι δυνατότερη η πρόβα από την παράσταση, γιατί η παράσταση έχει ένα βασικό συστατικό που δεν έχει η πρόβα. Τον κόσμο. Οπότε, είναι τελείως άλλα τα μεγέθη, τα feedback και η ενέργεια που ανταλλάσσεται, που  όσο τέλεια κι αν ήταν μία πρόβα, το «μπαλάκι» που παίζεται σε μία παράσταση είναι ενεργειακά τεράστιο.

 

Ποια είναι, γενικά, η αίσθησή σου για την σκηνή; Πιστεύεις ότι μια μεγάλη σκηνή έχει διαφορά από μια μικρή;

Η  σκηνή γενικά μου προκαλεί μια ασφάλεια. Όχι στο ότι παίζω και με βλέπουν και μ’ αρέσει , όχι εκεί, αλλά στο ότι συγκεντρώνεται το μυαλό μου για αυτές τις ώρες, – είτε είναι πέντε της πρόβας είτε είναι δύο-τρεις ώρες της παράστασης -, που αισθάνομαι ασφαλής. Ότι δεν θα συμβεί τίποτα κακό. Επίσης, η αίσθηση, που είναι και πολύ ενδιαφέρουσα, ότι είσαι in charge  της φάσης, μιας και είσαι εκεί πάνω, αλλά είσαι και υπόλογος ταυτόχρονα. Και αυτή είναι μια πολλή ωραία αίσθηση. Είναι σαν τον έρωτα, που δεν ξέρεις πότε έχεις το πάνω ή πότε έχεις το κάτω χέρι. Αν είναι και οι δύο ερωτευμένοι εννοώ. Είναι, ας πούμε,  δύο πόλοι, που ο ένας είναι οι ηθοποιοί και ο άλλος οι θεατές, και  υπάρχει ένα παιχνίδι εξουσίας που εναλλάσσεται ταυτόχρονα.  Κάτι που είναι πολύ ενδιαφέρον και βγάζει και το ζουμί. Τώρα, η διαφορά μεταξύ μιας μικρής σκηνής και μιας μεγάλης δεν είναι μεγάλη. Αλλάζει, μόνο, η τεχνική, που είναι μια πολύ γερή βάση. Γιατί όλες οι σκηνές, και η μικρή και η μεσαία και η μεγάλη και η αρχαία, έχουν ένα κοινό. Τους ίδιους ανθρώπους που θα πρέπει να τους απευθυνθείς και να τους αφηγηθείς την ιστορία το ίδιο. Δεν είναι τίποτα πιο δύσκολο και τίποτα πιο εύκολο. Είναι τρομακτική η Επίδαυρος με 12.000 άτομα αλλά και τόσο ζεστή, όπως επίσης είναι το ίδιο ζεστό και ωραίο ένα μικρό θεατράκι που έχεις τον άλλον στα ογδόντα εκατοστά που είναι ακόμη πιο τρομακτικό. Ειδικά άμα παίζεις  και γυμνός, όπως το έπαθα εγώ. Οπότε, εκείνη την ώρα, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, είτε είναι μικρή η σκηνή είτε όχι. Είναι το ίδιο γοητευτικό και το ίδιο φοβιστικό.

 

Όταν δομείς έναν ρόλο, έχεις κάποια μέθοδο που ακολουθείς;

Εξαρτάται πάντα από τον σκηνοθέτη με τον οποίο δουλεύω. Δηλαδή, μόνος μου, δεν με καθοδηγώ. Δεν ξέρω πως θα ήταν. Εγώ αφομοιώνω, πάντοτε, και ευτυχώς σε εμένα εναλλάσσεται αυτό, αυτό που έχει μέσα στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος (ο σκηνοθέτης). Και δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Η διαδικασία είναι όπως είναι ένα μίξερ που βάζεις και λίγο απ’ όλα αλλά υπάρχει μια βάση. Με τη σωστή δοσολογία όλων αυτών των υλικών που βάζεις,  βγαίνει ένα πολύ ωραίο γλυκό. Αυτή, λοιπόν, είναι η διαδικασία για αυτή  την περίοδο που μιλάμε, γιατί πριν λίγα χρόνια δεν ήταν έτσι. Αλλάζει κάθε φορά, όσο αλλάζω σαν άνθρωπος. Αυτή η διαδικασία, φέτος, στην «Δωδέκατη νύχτα» συγκεκριμένα, είναι μία καθόλου συναισθηματική ή ψυχολογική διαδρομή. Είναι πιο μαθηματική εξίσωση. Αυτό θέλει πολλή τεχνική και πολλή άσκηση σε προσωπικό επίπεδο, ώστε να μην σε παρασύρουν συναισθήματα και ναρκισσισμοί στο «κοιτάξτε με τι  ωραίος που είμαι». Που είναι, πάντοτε, στην περίπτωσή μου, εύκολο και επικίνδυνο να συμβεί. Ο Δημήτρης  Καραντζάς με έφερε σ’ αυτή την παράσταση, και με έφερε και με ένα τεράστιο «χαστούκι» στο «Σκέψου». Αυτή είναι η διαδικασία μου αυτό τον καιρό.

 

Στην δουλειά σου για τον ρόλο επηρεάζεσαι από γύρω σου; Από την καθημερινότητα, τη ζωή σου, κλπ;

Οι πληροφορίες τσιμπώνται από παντού. Και θα ανακαλέσω κάτι που μου συνέβη, και θα παρατηρήσω κάποιον που περπατά, και θα με θυμώσει η κατάσταση, και θα εκμεταλλευτώ μια ατάκα του έργου για να περάσω αυτό που εννοώ επειδή κολλάει το ένα με το άλλο. Σε αυτή την περίπτωση η δοσολογία είναι πολύ σημαντική γιατί μπορεί να ταυτιστείς και να παίξεις τη ζωή κάποιου αντί να την «αφηγηθείς» και αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και καθόλου τίμιο. Πάντα επηρεάζομαι από τα «έξω» με αρνητικά πράγματα και για αυτό και τα αφήνω. Δηλαδή, αν έρθω θυμωμένος στην πρόβα, δεν φταίει η πρόβα που έξω γίνεται χαμός σήμερα ή κάποιος είχε συλλαλητήριο κι εγώ άργησα. Θέλω να πω, έχω ένα φίλτρο πάντα, για να μπορώ να μην το εκμεταλλεύομαι όλο και να μπορώ επίσης να παίρνω ένα κομμάτι του και να μου κάνει καλό στην δουλειά. Μέχρι εκεί επηρεάζομαι. Παλιά που ήμουν πιο μικρός, ήταν πιο έντονο. Το είδα αυτό, το έζησα, και πάω να το κάνω πάνω στην σκηνή και δείτε με πόσο το έζησα! Και ο άλλος σου λέει: «ρε φίλε να σε πληρώσω τώρα για να δω κάτι που είσαι στο σπίτι σου; Δεν με νοιάζει. Να σε πληρώσω για να δω κάτι το οποίο μου έφτιαξες.». Γιατί θέλει και λίγο κατασκευή. Παίρνεις υλικά από τον εαυτό σου αλλά χτίζεις έναν άνθρωπο. Άλλον άνθρωπο. Ο οποίος κινείται κάπως, μιλάει κάπως, σκέφτεται έτσι. Φτιάχνεις έναν χαρακτήρα, ένα πλαίσιο, έναν φανταστικό άνθρωπο, έναν που υπάρχει. Δανείζεσαι λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Το βγάζεις πίσω «αυτό» αν δεν ήταν ωραίο και  έτσι λίγο το «σενιάρεις». Και μαζί με την όψη, η οποία είναι, επίσης, σημαντική. Εγώ, για παράδειγμα, φοράω φούστα στον Δούκα. Μια πολύ ωραία φούστα που μου έραψε η Ιωάννα Τσάμη. Όταν την έβαλα, μετατοπίστηκε αρκετά ο ρόλος, χωρίς να έχει αλλάξει σεξουαλικό προσανατολισμό, ούτε έκανε τραβεστισμό ή οτιδήποτε, απλά έγινε ένα πράγμα που με κινούσε αλλιώς! Και μου έδωσε μια αίσθηση, αυτή η τεράστια φούστα, άλλη απ΄ όταν ήμουν με την φόρμα. Ή για παράδειγμα, καμιά φορά λέμε θα κάνω πρόβα με το τακούνι σήμερα και είναι άλλος ο ρόλος από το να κάνεις ξυπόλητος. Κάτι τέτοια στοιχεία εξωτερικού τύπου, έρχονται και διορθώνουν τις τελευταίες λεπτομέρειες αυτού που, υποτίθεται, έχει συμβεί στο κεφάλι μου.

 

 

Ακολουθείς κάποιο τελετουργικό πριν την πρόβα;

Α ναι! Ναι! Καταρχήν έρχομαι μία με μιάμιση ώρα πριν, όπως είδες. Σε άλλα θέατρα σκούπιζα και λίγο τη σκηνή, αλλά όχι τύπου «Θέατρο Τέχνης»… Παναγία μου! Μου άρεσε, επειδή το κάνω και στο σπίτι μου, είναι πάντα καθαρό, βέβαια, αλλά πάντα φτιάχνω λίγο τον χώρο, συμμαζεύω, μουσική στα αυτιά, τα τσιγάρα μου, τον καφέ μου, λίγο τον χρόνο μου, και μου αρέσει  να καλωσορίζω αυτούς που έρχονται. Επειδή έχει συμβεί από ξενύχτι και διάφορες μαλακίες  να έχω πάει σερί, ξύπνησα τώρα και τέτοια, συνέβη βίαια δυο- τρεις φορές, και δεν το αντέχω. Το τελετουργικό λοιπόν, είναι: πάω από πιο νωρίς, κάθομαι, ησυχάζω, χωρίς αυτό να έχει μεταφυσική μέσα, απλά είναι μια ιεροτελεστία. Και ειλικρινά, θέλω και την ησυχία μου να σου πω την αλήθεια.  Δηλαδή, όταν έρχομαι πιο αργά, και έχει ήδη φασαρία, είμαι  λίγο ταραγμένος. Τώρα θα έρθουνε λίγοι λίγοι. Τώρα το τελετουργικό για την πρόβα είναι πολύ συγκεκριμένο, πια. Περνάω κρίση πανικού και νεύρα την ώρα που μαθαίνω τα λόγια, και όταν φύγει αυτό το πράγμα και κάτσουνε – είναι που μία μέρα πριν δεν τα ξέρεις και μία μέρα μετά γίνεται κάτι και τα ξέρεις- εκεί αρχίζει η όλη απελευθέρωση. Συμβαίνει, ακόμα, και  ένα τελετουργικό τη νύχτα. Δηλαδή, ξαπλώνω ψόφιος και δουλεύω κάτι για πέντε λεπτά και λέω: «ωραίο θα είναι», και μετά κοιμάμαι. Βέβαια, καμιά φορά, το κάνω αυτό στην πρόβα και δεν ήταν τόσο ωραίο απ’ ότι όταν ήμουν μόνος μου…(γέλια)

 

Τι σου αρέσει πιο πολύ στην διαδικασία της πρόβας;

Μου αρέσει πάρα πολύ το ζέσταμα. Παρόλο που πολλοί το σιχαίνονται, εμένα μου αρέσει το ζέσταμα που κάνουμε όλοι, το σωματικό και κάποιες φορές είναι και παιχνίδια. Μου αρέσουν αυτά τα παλιμπαιδίστικα. Σκέψου ότι έξω από εσένα, στα εικοσιπέντε μέτρα, κάποιος είναι με γραβάτα και σημειώνει διάφορα στη δουλειά του  κι εγώ είμαι με μια φούστα και χοροπηδάω πρωί πρωί. Δηλαδή, είναι κάπως ευλογημένο αυτό το πράγμα. Μου αρέσει στην πρόβα, όταν έχουμε φύγει πια από το τραπέζι και έχει σηκωθεί το «πράγμα» και κουνιέται. Μου αρέσει πολύ αυτό. Η μέρα που έρχονται τα κουστούμια, επίσης, είναι πάντα απόλαυση, γιατί όλοι κοροϊδεύουμε όλους! Και έρχεσαι σε πρώτη φάση, σε επαφή μαζί του. Τα φώτα δεν μου αρέσουν, με κουράζουν. Και η φωτογράφιση είναι κάτι πολύ δύσκολο. Το πιο ωραίο σημείο της πρόβας είναι η πρώτη μέρα. Και άσχετα με το πότε θα γίνει η πρεμιέρα, η πρώτη φορά που θα παιχτεί ολόκληρη η παράσταση. Άσχετα αν πήγε καλά ή όχι.

 

Πόσο σε επηρεάζει η μέθοδος της δουλειάς σου στην καθημερινή σου ζωή; Είσαι κι εκεί οργανωτικός;

Ναι. Κάπως, ναι. Υπάρχει ένα χάος στο κεφάλι μου. Ναι, είναι χάος! Χάος! Είναι εξήντα πράγματα ταυτόχρονα. Πώς κάνει το κυκλάκι στον υπολογιστή, όταν είναι πολλά προγράμματα ανοιχτά, και περιμένεις να κάνει κάποιο κλείσιμο ή άνοιγμα; Είμαι σε αυτή την φάση! Αυτό το κυκλάκι. Νομίζω, ότι έγινε ανάποδα σ’ εμένα. Η μέθοδος της ζωής μου, ήρθε στο θέατρο. Γιατί εγώ, από πολύ μικρός, ταχτοποιούσα πολύ το δωμάτιο μου, ψυχαναγκαστικά όμως… Στη σχέση μεταξύ τους, λοιπόν, έχει επηρεάσει το ένα το άλλο αρνητικά στην πρώτη φάση, γιατί νόμιζα ότι είναι το ίδιο. Και στο θετικό κομμάτι, πλέον, με βοηθάει το θέατρο να αποδομώ λίγο πιο πολύ τη ζωή και να την αντιμετωπίζω με λίγο πιο πολύ χιούμορ.. Έχει βοηθήσει το ένα το άλλο και είναι πολύ λεπτή γραμμή. Γιατί το ένα μπορεί να καταστρέψει το άλλο. Το πολύ θέατρο, χωρίς να έχεις ζωή, το «όλη μου η ζωή είναι ένας ρόλος» και πάντα είμαι σε θλίψη ή είμαι κλεισμένος στον ρόλο μου όλη μέρα, αυτό πρέπει να κόβεται απότομα και βίαια. Υπάρχει μια επικινδυνότητα, αν μπει το ένα μέσα στο άλλο, να το επηρεάσει βίαια. Δεν μπορείς να είσαι στην ζωή σου, όπως στο θέατρο. Δηλαδή σε πολύ απλά πράγματα, αν θέλεις στην ζωή σου να είσαι άπλυτος, παρακαλώ στο θέατρο να μην είσαι! Δεν φταίνε οι υπόλοιποι. Αν στην ζωή σου είσαι υπερβολικός στη σκέψη, αυτό ξέχασέ το στην πρόβα, γιατί αν εκρήγνυσαι στην πρόβα κάθε τόσο και όλα είναι τόσο τεράστια, δεν μπορεί να δουλέψει κανένας μαζί σου. Θέλει μια τομή γερή και καθαρή. Πολλές φορές σε παίρνει και λίγο η μπάλα. Θα δεις πολλούς ηθοποιούς να δοκιμάζουν κάτι στον δρόμο. Να λες τι έπαθε αυτός; Συμβαίνει πολλές φορές. Εγώ το έχω κάνει. Δηλαδή πήρα έναν ρόλο και  τον κυκλοφόρησα στα μπαρ. Ξέροντας ότι γοητεύει κιόλας. Και τα αποτελέσματα ήταν αμφιβόλου ποιότητος…

 

Πόσο σε επηρεάζει η ελληνική πραγματικότητα και τι αντίκτυπο έχει αυτό στην δουλειά σου;

Όχι, δεν έχω τέτοια. Η ελληνική πραγματικότητα μέχρι τώρα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε φόβο και άρα επιθετικότητα. Από ένα σημείο και μετά, – επειδή η ελληνική πραγματικότητα είναι σαν να έχεις έναν γκόμενο που θέλεις να είναι κάποιος άλλος στο μυαλό σου, αλλά αυτός τελικά δεν είναι -, την αποδέχομαι ως έχει. Δεν σχολιάζω κανένα αρνητικό της γιατί φτάνει. Είναι πλέον και πάρα πολύ εύκολο να πεις «μας έχουνε διαλύσει!». Οκ. Όντως. Αλλά φτάνει. Εγώ αυτή την περίοδο διανύω την προσπάθεια αλλαγής εκ των έσω. Όπως σε μια ανθρώπινη σχέση, ας πούμε, περιμένεις ο άλλος να έρθει και να τα κάνει όλα, έτσι συμβαίνει και στην χώρα. Ο λαός, περιμένει κάτι από την κυβέρνηση και κανείς δεν θέλει να αλλάξει τον εαυτό του. Θέλουνε όλοι να είναι καλά τα πράγματα και καινούρια και φρέσκα, χωρίς κανείς όμως να πειράξει τίποτα από τα δικά του τα «αβγά». Δηλαδή, βεβαίως και δεν φτάνουν τα λεφτά αν τρώω απ’ έξω κάθε μέρα. Έχει κόσμο που δεν μπορεί να συνηθίσει να μην τρώει απ’ έξω. Αυτό είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολη αλλαγή ζωής. Δεν το κρίνω. Το καταλαβαίνω. Γιατί όταν είχα λεφτά άρχισα και εγώ και έτρωγα έξω. Απλά, επειδή ήμουν ένας που δεν μαγείρευε ποτέ και ξαφνικά αυτό είδα ότι δεν βόλευε οικονομικά καθόλου. Δεν μαγείρευα, κερνούσα, και αυτή η πραγματικότητα έμεινε σαν σταθερή που δεν μπορούσε να αλλάξει όταν δυσκόλεψε το πράγμα. Και η γκρίνια ήταν τεράστια. Μετά κατάλαβα ότι το δεδομένο είναι αυτό και σκέφτηκα τι καλό μπορεί να μου κάνει αυτή η δύσκολη φάση. Και μου έκανε, ότι άρχισα να πηγαίνω στο σουπερμάρκετ, άρχισα να χάνω κιλά, κλπ. Δηλαδή, άρχισαν άλλα πράγματα, που δεν τα υπολόγιζα ποτέ, ενώ νόμιζα ότι ήμουν ευτυχής σε αυτό το πλαίσιο. Πέρασα πάρα πολύ καιρό να γκρινιάζω για την ελληνική πραγματικότητα και να θέλω να φύγω από την χώρα και ότι είναι όλα άθλια και έξω είναι καλύτερα, και μια εξιδανίκευση του εξωτερικού και εκεί έχουν ποιότητα, κλπ.  Και οχτώ η ώρα κλείνονται όλοι στα σπίτια τους. Γιατί κανείς δεν βλέπει, ότι αυτό το πράγμα που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, είναι πάρα πολύ δύσκολο, αλλά έχει και κάποια θετικά. Το να μαζευτεί κόσμος στο σπίτι, ας πούμε, και να φάνε ζαμπόν και τυρί και να πιούνε ένα μπουκάλι κρασί είναι πιο φτηνό απ’ το να βγουν έξω τρεις φορές την εβδομάδα. Κάτι τέτοιες πραγματικότητες. Σταμάτησα να θυμώνω με τους πολιτικούς γιατί δεν τους ξέρω κιόλας τους ανθρώπους. Αλλά το πέρασα λίγο στο χιούμορ και στην αποδοχή για να σταματήσω να έχω θυμό. Αυτό και πρακτικά, και το συνιστώ σε όλους, έχω ανοιχτή την τηλεόραση χωρίς φωνή, με άλλη μουσική, και δεν επηρεάζομαι τόσο από αυτό. Δεν μπορώ να λειτουργήσω στο κλίμα φόβου που υπάρχει ή που θέλει κάποιος να υπάρχει από άνωθεν, έξωθεν κλπ. Ότι καταστρέφεται η χώρα κλπ. Και δεν με τρομάζει, γιατί εμένα αυτή η κατάσταση ισχύει από πολύ μικρός. Είμαστε μια μεγάλη οικογένεια, ήταν δύσκολα, μετά στην σχολή ήταν δύσκολα, πάντα δούλευα τρεις δουλειές. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Και καμιά φορά μου λένε: «η κρίση σας επηρεάζει;» Όχι! Γιατί; Μα γιατί ήμουν ανέκαθεν έτσι. Σε ένα ενδιάμεσο, που έβγαλα αρκετά λεφτά και δεν τα διαχειρίστηκα σωστά, πιστεύοντας ότι θα έρθουν κι άλλα, πήρα μια γερή χαστούκα και συνήλθα! Και ξέρω ότι τα επόμενα που θα βγάλω δεν θα είναι τόσο εύκολα, γιατί δεν παίζουν πια τέτοια κασέ, και θα πρέπει να πάω στο άλλο άκρο. Θα πρέπει να σφίξω τον εαυτό μου, για, αν μη τι άλλο, να μη χρωστάω σε κανένα. Αλλά αυτό το χαστούκι γίνεται λίγο βίαια στον άνθρωπο. Είναι η χώρα σαν ένας έφηβος, που του λες δεν θα βγεις σήμερα το βράδυ. Και δεν ξέρει ότι του το λες για καλό. Δεν λέω ότι κάνουνε σωστά οι πολιτικοί. Δεν ξέρουν πια τι να κάνουν. Κάνουν ότι κατεβάζει η γκλάβα τους. Δεν είναι με μένος. Θα σας διαλύσουμε! Αυτό εγώ το έβγαλα από πάνω μου.

 

Ποια αίσθηση έχεις από το «καμαρίνι»;

Καταρχήν, δεν υπάρχει καμαρίνι. Υπάρχει ένα καμαρίνι στο οποίο δεν κάθεται κανείς. Μπαίνουμε  δεκαπέντε μαντράχαλοι και αλλάζουμε τα ρούχα μας. Σε αυτό το καμαρίνι υπάρχει πολλή αγάπη. Γενικότερα, εγώ δεν δίνω πολύ σημασία στο καμαρίνι. Δεν κάθομαι πολύ. Έχω υπάρξει και σε καμαρίνια που είναι μεγάλα και αστεία, και μαζεύεται κόσμος και τσιγάρα και βαψίματα και τέτοια, αλλά δεν το αντέχω πολύ ώρα. Πάντοτε, έρχομαι, παίρνω μία τζούρα, λέω δυο ατάκες, και φεύγω. Με αποσυγκεντρώνει πολλές φορές. Επίσης, συχνά, το καμαρίνι έχει πολύ γέλιο, ακριβώς, επειδή έχει πάρα πολύ ένταση. Έχει τραγούδια, έχει αστεία, και αυτό για να διώξουνε την ένταση κάποιοι άλλοι, πράγμα που εγώ δεν μπορώ να κάνω, γιατί δεν λειτουργώ έτσι. Εγώ πάω και την ηρεμώ αυτή την ένταση. Γιατί με αποδιοργανώνει η φασαρία εκείνη την ώρα. Απ’ έξω αν με δεις, λες αυτός θα αυτοκτονήσει, αλλά από μέσα μου είμαι πολύ ήρεμος. Έχω κάνει πολύ γλυκό καμαρίνι με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη στην Επίδαυρο. Ήταν πάρα πολύ γλυκό καμαρίνι, γιατί μου έφερε αγιασμό, ψέκασε, με σταύρωσε, λέγαμε ιστορίες, κάναμε ησυχία ο ένας στον άλλον,  αυτά είναι ωραία καμαρίνια. Τώρα εδώ (στην «Δωδέκατη νύχτα»), δεν ξέρω, γιατί δεν έχουμε αρχίσει ακόμα. Δεν ξέρω και με ποιους θα είμαι. Λογικά, θα είμαι με τους άνδρες, οπότε θα έχει και αρκετή ποδαρίλα. Όπως κάθε καμαρίνι που σέβεται τον εαυτό του… για να επιστρέψουμε και στην πραγματικότητα.

 

Τι λένε οι συνάδελφοί σου στα καμαρίνια; Υπάρχει ένταση, γκρίνια για αυτά που ζούμε στην χώρα αυτό τον καιρό;

Πάντα υπάρχει. Πάντα το θέατρο ήταν στην ίδια φάση. Μιλώντας πιο γενικά, το τι συμβαίνει στο θέατρο, είναι πάντα το αποτέλεσμα του καθρεφτίσματος, του τι συμβαίνει στην κοινωνία. Ποτέ δεν πάει πρώτα το θέατρο και μετά η κοινωνία διδάσκεται από το θέατρο και πάει παρακάτω. Η κοινωνία και η ζωή τρέχουν, και το θέατρο βλέπει και δείχνει στην κοινωνία πως είναι. Τώρα, εγώ διαπιστώνω τον τελευταίο καιρό, με όλα αυτά τα απανωτά σοκ που παθαίνουμε οι Έλληνες, ότι παρόλα αυτά προσαρμόζονται. Θυμάμαι όταν από την κάρτα τραβούσες εξήντα ευρώ. Οι ουρές ήταν συγκλονίστηκες. Ο πανικός ήταν επειδή δεν ήξερε κάποιος  να το διαχειριστεί ή είχε συνηθίσει σε άλλο τρόπο. Τώρα δεν έχει ουρές γιατί προσαρμόστηκαν όλοι σε αυτό. Τα ψώνια τους, τα έξοδά τους, το χαρτζιλίκι της ημέρας. Πόσο προσαρμόσιμο ον είναι ο άνθρωπος και, δη, ο Έλληνας, που είναι και στην ψυχή του κωλοτούμπας. Έτσι είναι και στο θέατρο. Έτσι συμβαίνει και στους ηθοποιούς, που είναι κάτι σε έναν μέσο πολίτη. Πώς συνδέει ο παπάς τον Θεό με την γη; Κάπως έτσι και ο ηθοποιός. Επειδή είναι άνθρωπος, κουβαλάει όλο αυτό το άγχος  και την γκρίνια, που έχει ένας μέσος άνθρωπος. Γιατί πρέπει να πούμε, ότι υπάρχει μια ψευδαίσθηση από τα 90s και μετά, ότι, εσένα, εφόσον σε ξέρουν, έχεις λεφτά. Το οποίο δεν ισχύει. Εγώ, έχω κάνει ένα σίριαλ στην ζωή μου, και μπορεί να το παίζει συνέχεια, και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι εγώ πληρώνομαι κάθε φορά. Έχουν, λοιπόν, οι άνθρωποι την ψευδαίσθηση, ότι οι ηθοποιοί έχουν πάρα πολλά λεφτά. Δεν είναι έτσι. Εκτός από κάποιους, που έχουν, και κάνουν κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Από εκεί και πέρα οι ηθοποιοί είμαστε όλοι άφραγκοι. Οπότε δεν είναι μια κατάσταση, η σημερινή, που μας έχει επηρεάσει πολύ. Πάντοτε υπάρχει ένα φίλτρο του τι συνέβη στο κοινωνικό – ανθρωπολογικό κομμάτι έξω. Το φέρνεις πάνω στη σκηνή, το λες με λόγια, ξορκίζεται με έναν τρόπο, και πας σπίτι σου και ξαναγεμίζεις. Τώρα αν ένας ηθοποιός, έπαιρνε 50000 ευρώ, ειδικά αν έχει κάνει μια πορεία  που λέει είμαι κάποιος, και τώρα παίρνει 1000 ευρώ, αυτό είναι κατανοητό. Εγώ, επειδή, δεν έχω ανοίγματα, ούτε ακίνητα, κλπ, είμαι σε μία μέτρια φάση που άντε να μπω λίγο μέσα. Και μ’ αρέσει.Οι γύρω μου, πάντως, κι αν έχουνε μια γκρίνια, κρατάει μια μέρα, και μετά είναι η παράσταση πιο σημαντική. Και απελευθερωτική στο τέλος.

 

Τι εύχεσαι;

Όλε! Εγώ αυτή την περίοδο, γιατί αυτό που θα πω μπορεί να μην ισχύει σε δύο βδομάδες, εύχομαι την συγχώρεση να έρθει. Σαν λέξη. Ας έρθει και να ακουμπήσει. Και όπως λέει και ο φίλος μου ο Φώτης ο εστιάτορας: «Υγεία και κωλοφαρδία!» . Είναι δύο πάρα πολύ σημαντικά πράγματα! Τα πιο σημαντικά! Έτσι γράψ’ το κιόλας. Μετά από τόση κουλτούρα συζήτηση, γράψε: ο Χρυσοστόμου ευχήθηκε, υγεία και κωλοφαρδία! Όχι τύχη, γιατί έχει μεγάλη διαφορά. Η τύχη είναι πιο μεγάλη και πιο αργή. Η κωλοφαρδία είναι τώρα! Κατάλαβες; Θέλει μια κωλοφαρδία! Να πεις: «επ, τι έκατσε τώρα;» και να πουν οι άλλοι: «Α ρε κωλόφαρδε!». Αυτό θέλει! Αυτό εύχομαι!

 

Δείτε το βίντεο εδώ:

 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο