Ένα από τα πιο φωτεινά πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου. Όμορφη, μυστηριώδης, πολύ εργατική. Η Άλκηστις Πουλοπούλου είναι ηθοποιός και το διάστημα αυτό έχει κανείς την ευκαιρία να την απολαύσει στους Τρειςευτυχισμένους του Λαμπίς στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Τι πιστεύετε για τις εντάσεις που μπορεί να δημιουργηθούν σε μια δουλειά, μεταξύ συναδέλφων ή και με τον σκηνοθέτη; Τις βρίσκετε δημιουργικές ή συνήθως νιώθετε άβολα;
Οι εντάσεις… αυτή η λέξη πάει λίγο προς το αρνητικό… Υπάρχει, όμως, πάντα. Μπορεί να είναι και θετική. Εγώ αντιλαμβάνομαι την ένταση, σχεδόν, ερωτική. Με τη φιλοσοφική έννοια βέβαια. Η σχέση ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό, κατά τη γνώμη μου, είναι ερωτική. Θέλεις να υπηρετείς το όραμά του. Και, επίσης, το άλλο ζήτημα είναι, να μπορέσεις να επικοινωνήσεις δημιουργικά με τον συνάδελφό σου. Αυτό είναι μεγάλη επιθυμία πάντα, και στόχος. Και το θέατρο έχει πάρα πολύ να κάνει με τις σχέσεις. Είναι βασικό στοιχείο εξίσου δημιουργικό με το ίδιο το έργο. Δημιουργούμε έναν κόσμο, έναν κώδικα, μια σχέση, η οποία πρέπει να μεταφερθεί στην ιστορία. Πιστεύω, ότι είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, και πάντα, υπάρχουν στιγμές σύγκρουσης. Γιατί ο ηθοποιός, πρέπει να κάνει και μια βουτιά βαθειά και να συγκρουστεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι συγκρούσεις, πιστεύω, γίνονται πρώτα με τον ίδιο μας τον εαυτό και μετά καθρεφτίζονται στον άλλον. Είτε είναι σκηνοθέτης, είτε είναι συνάδελφος… και αυτό είναι πάντα κάτι δημιουργικό, γιατί όταν λύνεται πας παρακάτω. Όχι, όμως, ο ανταγωνισμός. Δηλαδή, ανταγωνίζομαι τον σκηνοθέτη μου κλπ. Μπορεί να βγει εγωισμός. Άνθρωποι είμαστε. Αλλά αυτό, νομίζω, ότι καλό είναι να δουλευτεί και να προχωρήσουμε μαζί και όχι να μείνουμε σε μια διαφωνία ή σε μια ένταση. Ναι, είναι μια δουλειά. Όπως κάνουμε δουλειές στην ζωή, είναι και αυτό ένας μικρόκοσμος σχέσεων.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς, εκτός από σκηνοθέτης σας, είναι και σύζυγός σας. Η σχέση έξω από τη δουλειά διευκολύνει την επικοινωνία στη δουλειά;
Δεν νομίζω ότι έχει σημασία αν έχεις σχέση εκτός δουλειάς. Γιατί μπορεί να έχεις μια τέλεια σχέση έξω από τη δουλειά και μέσα, να μην μπορείς να επικοινωνήσεις. Δηλαδή, εγώ δεν θεωρώ ότι επειδή είμαι με τον Γιάννη (Χουβαρδά) μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα μαζί του, από έναν άλλο ηθοποιό. Μπορεί κάποιες στιγμές, σε κάποιες φάσεις, να επικοινώνησε πολύ καλύτερα με κάποιον άλλον. Δεν ξέρω, δεν το μετράω κιόλας, αλλά είναι άλλο. Βέβαια, μερικές φορές, όταν γνωρίζεις έναν κόσμο, μια αισθητική, πάλι με τη φιλοσοφική έννοια μιλώντας, μοιράζεσαι έναν κόσμο. Συνήθως, όμως, ο σκηνοθέτης διαλέγει γιατί κάτι έχει δει, κάπου έχει επικοινωνήσει. Όλοι οι σκηνοθέτες έχουν αυτό το ταλέντο, να βλέπουνε πέρα από τη facade του ηθοποιού και ξέρουν ότι κάπου μπορούν να επικοινωνήσουν. Δεν σε διαλέγουν τυχαία.
Ακολουθείτε κάποιου είδους τελετουργία πριν την παράσταση;
Καταρχάς, επειδή χρησιμοποιούμε και το σώμα και τη φωνή μας, νομίζω ότι πρέπει πρώτα το σώμα να ζεσταίνεται. Όπως ένας αθλητής κάνει ζέσταμα. Πιστεύω πολύ στο να προετοιμαζόμαστε σωματικά και φωνητικά αλλά και πνευματικά. Ναι, κάνω πάντα μια δική μου προσευχή. Στο σύμπαν, φαντάζομαι τον εαυτό μου στο φως ή σκέφτομαι τη ζωή αυτού του χαρακτήρα. Σκέφτομαι άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, τώρα που θα έπινε τσάι, τι σκέφτεται; Προσπαθώ να μπω σε έναν κόσμο, να δημιουργήσω χώρο, για να φύγει ο φόβος της πράξης. Που φοβάσαι πάντα αν θα το εκτελέσεις σωστά. Να φύγω από αυτό. Να δημιουργήσω χώρο, βασικά, και στο σώμα και στη φωνή και στο μυαλό. Αυτό προσπαθώ να κάνω.
Τι αίσθηση σας δημιουργεί η σκηνή γενικότερα; Ποια ήταν η πρώτη σας αίσθηση; Και πιστεύετε ότι υπάρχει διαφορά στη μικρή από τη μεγάλη σκηνή;
Η σκηνή προκαλεί δέος. Όταν είσαι ένα μέσον για να περάσει μια ιστορία και να αγγίξει τον κόσμο, να μπορέσει να φτάσει στον κόσμο. Είναι μια ευθύνη και η ευθύνη προκαλεί και ανησυχία. Όμως, όταν βλέπω σαν θεατής, μου προκαλεί τεράστια μαγεία. Ως ηθοποιό μου προκαλεί δέος, και ως θεατή μαγεία και φαντασία. Με μαγεύει από πάντα και πάντα. Πριν ξεκινήσει μια παράσταση είμαι σαν παιδί. Έχω πολύ μεγάλη περιέργεια του τί θα συμβεί. Η σκηνή, μεγάλη και μικρή, νομίζω πως είναι περίπου το ίδιο. Βέβαια, η Επίδαυρος πρέπει να πω, ότι, ναι, εκεί πολλαπλασιάζεται αυτό το αίσθημα, αυτό το δέος. Γιατί πραγματικά είναι ένα θείο μέρος, το οποίο έχει τεράστια ενέργεια και μπορεί να γίνει και αρένα για να πετάξεις ή να σε ρουφήξει. Θέλει πολύ χειρισμό, να είσαι πολύ έντιμος και να έχεις κάνει την δουλειά σου. Και μετά ό,τι γίνει. Πρέπει να αφεθείς σε αυτό. Γενικότερα, αλλά στην Επίδαυρο πιο πολύ. Εκεί πρέπει να είσαι αθλητής, να έχεις τη φωνή σου, να εκπέμπεις. Αυτό το ανθρωπάκι, πρέπει να πει αυτή την ιστορία μπροστά σε δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Η αναλογία είναι ένας προς δέκα χιλιάδες! Είναι τεράστια. Αλλά μόλις τα καταφέρνεις, παίρνεις μεγάλη χαρά και μεγάλη κούραση. Σαν να έχεις τρέξει μαραθώνιο. Σου δίνει πίσω πολύ πράμα.
Τι συναίσθημα έχετε κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση; Είτε πήγε καλά, είτε άσχημα. Τι σκέφτεστε στο καμαρίνι; Την ώρα που είστε μόνη σας;
Είναι το τέλος μιας σχέσης. Η σχέση σου με τον χαρακτήρα, η σχέση σου με κάποια πράγματα που μπορούσες να εκφράσεις και πια δεν θα μπορείς. Είναι, όμως, και μια ανακούφιση γιατί κάτι κλείνει και μπορείς να πας παρακάτω. Είναι σαν να έρχεται η θεά Κάλι που είναι της καταστροφής και της δημιουργίας. Δηλαδή, κάτι καταστρέφεται, και αυτό έχει πόνο και κόστος αλλά και ανακούφιση, γιατί μπορεί να ξεκινήσεις κάτι άλλο. Αλλά είναι το τέλος μιας σχέσης. Και με τους συναδέλφους και με τον σκηνοθέτη και με τον ρόλο σου. Και με μια φάση της ζωής. Γιατί νομίζω δεν είναι ποτέ τυχαίοι οι ρόλοι που μας δίνονται. Σαν να κλείνουνε κύκλοι.
Καθώς μεγαλώνετε και καθώς περνάει ο καιρός, αλλάζετε εσείς και μετά η υποκριτική σας ή το αντίστροφο; Εξελισσόμενη στο ένα, εξελίσσεται και το άλλο ή ταυτόχρονα;
Εδώ θα ήθελα να απαντήσω και πολύπλοκα και να μην πω και τίποτα. Γιατί μπορεί ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που θα παίξει την Ιουλιέτα να είναι τόσο φρέσκια και υπέροχη, που μια τριαντάρα, που έχει κάνει τόσα πράγματα και έχει δουλέψει τόσα χρόνια, να έχει την τεχνική αλλά να μην έχει αυτό το κάτι. Και πιστεύω πολύ στην τέχνη της υποκριτικής. Είμαι φαν πολλών ανθρώπων. Της Μέριλ Στριπ για παράδειγμα. Είναι ένα θείο πλάσμα για εμένα, γιατί υπάρχει και κάτι το μαγικό σε έναν άνθρωπο, που δεν έχει να κάνει με πείρα ή ηλικία. Σίγουρα, όμως, η ηλικία και η εμπειρία επηρεάζει. Και η αθωότητα επίσης στον τρόπο που βλέπεις κάποια πράγματα. Δηλαδή, κάποια πράγματα που έκανα παλιά δεν μπορώ να τα κάνω πια, και κάποια που κάνω τώρα δεν μπορούσα πριν. Γι’ αυτό δεν μπορώ να μιλήσω τόσο ποιοτικά. Σαν διαδικασία, όμως, ναι, ωριμάζουμε, όπως και στη ζωή. Ένα πεντάχρονο παιδί μπορεί να πει κάτι, μια φράση συγκλονιστική, και να πεις «εκεί είναι όλη η αλήθεια!» και μετά, ένας σοφός άνθρωπος να πει κάτι που είναι εξίσου μέσα από την εμπειρία του. Γι’ αυτό δεν τα μετράω ποιοτικά. Αλλά σαφώς αλληλοεπηρεάζονται.
Ακολουθείτε κάποια μέθοδο, κάποιο δρόμο για να φτάσετε στον κάθε ρόλο;
Τελικά έχω μία μέθοδο. Καταρχάς, προσπαθώ πάντα να έρχομαι πολύ ανοιχτή και να ακούω πάντα αυτό που έχει να μου πει ο σκηνοθέτης και το όραμά του. Δεύτερον, είμαι ανοιχτή, πριν ξεκινήσω οποιαδήποτε μέθοδο, να δω τι είναι αυτό το κείμενο, τι λέει και που με ακουμπάει. Σαν πρόταση, σε πολύ πρωταρχικό στάδιο. Θέλω να δω που με ακουμπάει αθώα και μετά, εκεί, είναι σαν να βρίσκω το κάτι. Σαν να είναι ο σπόρος. Γιατί μόνο αν βρω εγώ που με ακουμπάει, θα μπορέσω να το αγαπήσω και μετά να το πω αυτό στους άλλους. Τουλάχιστον, να ακουμπήσω άλλους δύο που μπορούν να ακουμπηθούν από το ίδιο πράγμα που ακουμπήθηκα εγώ. Βέβαια, με τον Γιάννη (Χουβαρδά), το ένα πράγμα που γίνεται, είναι ότι μαθαίνουμε τα λόγια. Πρέπει να ξέρουμε τα λόγια πριν «σηκώσουμε» το κείμενο. Αυτό, ενώ στην αρχή με δυσκόλευε πάρα πολύ και νόμιζα ότι θα με περιορίσει, τελικά, διευκολύνει πολλά πράγματα γιατί δεν έχεις να το σκεφτείς τόσο πολύ. Μπορείς να πας αλλού. Και σιγά σιγά, νομίζω, πως το κείμενο θέλει πάρα πολλά διαβάσματα. Να το διαβάζεις πάρα πολλές φορές, γιατί κάθε φορά, βρίσκεις κάτι άλλο, και μπορείς να εμπλουτίσεις τον ρόλο και τις σχέσεις και να γίνει κόσμος ολόκληρος. Όχι μονοδιάστατο. Διαβάζω πάρα πολλές φορές. Και μετά, εγώ κάνω αυτά τα steps του Michael Chekhov. Ενώ είμαι πολύ της ενέργειας, δεν είμαι του ψυχολογικού, παρ’ όλα αυτά, μελετάω τον χαρακτήρα μου και προσπαθώ να σκεφτώ από πού προέρχεται. Όλα αυτά τα παλιομοδίτικα τα κάνω, για να χτίσω έναν χαρακτήρα. Για εμένα, για να διευρυνθεί η δική μου φαντασία. Αλλά παρ’ όλα αυτά είμαι του πρακτικού. Δηλαδή, να πηγαίνω να αντιδράω στον συμπαίκτη μου. Να είμαι έντονα παρούσα πάνω στην σκηνή.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς χρησιμοποιεί αρκετά σωματικές φόρμες αλλά και σκηνικές. Αυτό πόσο μετακινεί τον ρόλο για εσάς και πόσο σημαντική η αλλαγή από το σημείο αυτό και έπειτα; Η φόρμα δεσμεύει;
Καταρχάς με τον Γιάννη είναι πρώτα η φόρμα και μετά ο ρόλος. Δηλαδή διαμορφώνεται. Έτσι ξεκινάει και αυτό πάντα με δυσκόλευε. Επειδή εγώ είμαι πολύ αυθόρμητη και μ’ αυτό πάντα ένιωθα εγκλωβισμένη. Με τα χρόνια αρχίζω και το εκτιμώ, γιατί όταν έχεις όρια, μέσα σε αυτά μπορείς να κάνεις ό,τι θες, και αυτό είναι πραγματική ελευθερία τελικά. Γιατί αν είναι ένα χάος, μάλλον δεν υπάρχει ελευθερία. Είναι μια φυλακή το χάος, νομίζω. Ενώ, αυτό το πράγμα, η φόρμα, δημιουργεί τόσο-όσο και μέσα σε αυτό μπορείς να κάνεις τα πάντα. Σου αφήνει να κάνεις πράγματα, γιατί μέσα από αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, μπορούμε να δημιουργήσουμε ό,τι θέλουμε. Ο Γιάννης, φέρνει στην πρόβα, και το κοστούμι και το σκηνικό και τη φόρμα, σχετικά γρήγορα. Και αυτό, είναι σαν να έχει επιλέξει εξωτερικά το στήσιμο της παράστασης και σταδιακά πάει προς τα μέσα. Είναι μια επιλογή και μέσα σε αυτό εμείς πρέπει να γεμίσουμε. Δεν είναι πάντα εύκολο, γιατί στην αρχή πρέπει να γεμίσεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Λες, τώρα από πού να το πιάσω; Και αυτό είναι ένα χάσμα που πρέπει να χτιστεί, όπως και το να αποδεχτείς αυτή την απόφαση που έχει γίνει από έναν τρίτο. Βέβαια, στην πορεία, υπάρχει μεγάλο άνοιγμα, αν προτείνεις πράγματα, να διαμορφωθεί σε σχέση με εσένα. Είναι ένας διάλογος. Και παίρνει από τον ηθοποιό. Είναι μια πηγή (ο ηθοποιός) από την οποία ο σκηνοθέτης καθοδηγεί.
Εσείς, τι διαλέγετε; Τι προτιμάτε;
Εμένα μου αρέσουν και τα δύο. Σα φύση είμαι πιο πολύ του αυθόρμητου, όμως αυτό με βοηθάει να πάω σε πιο δύσκολες περιοχές και να δουλεύω πιο δύσκολα έτσι. Και κόντρα-φύση. Αλλά αυτή η δυσκολία με κάνει πάντα να κινητοποιηθώ, να παίρνω τον δύσκολο δρόμο και αυτό είναι πρόκληση. Και η πρόκληση πάντα έχει ενδιαφέρον. Αλλά από φύση είμαι πιο πολύ αυθόρμητη. Όταν είχα δουλέψει με τον Ακύλλα Καραζήση και ήταν πιο αυτοσχεδιαστική η δουλειά, και μέσα από αυτό που είμαστε δημιουργείται ένας ρόλος και όχι το αντίθετο, εκεί ένιωθα πιο κοντά στη φύση μου. Και τα δύο, όμως, με ενδιαφέρουν εξίσου. Δεν επιλέγω ένα. Θα ήθελα να κάνω και τα δύο.
-Δουλεύοντας για έναν ρόλο χρησιμοποιείτε εικόνες και ανθρώπους από το περιβάλλον σας; Ή από την κοινωνία; Η τέχνη έχει σχέση με την κοινωνία;
Εννοείται! Νομίζω ότι αυτό είναι αυτονόητο. Βέβαια, ο ψυχισμός του κάθε ανθρώπου είναι μοναδικός, και ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει κάτι που τον έχει συγκινήσει για να το μεταφέρει. Π.χ. για την Οφηλία, στην σκηνή της τρέλας, εμένα με είχε συγκινήσει πάρα πολύ η Amy Winehouse και η τελευταία της συναυλία πριν πεθάνει. Πρέπει κάπως να βρεις πως θα ταυτιστείς με έναν ρόλο. Η Οφηλία θα μπορούσε να είναι πολύ passé, και, κάπως, η σχέση μου με αυτή την τελευταία συναυλία, με βοήθησε πολύ. Και αυτό το άτομο, η Amy Winehouse, που καταστράφηκε από τον πατέρα της, γιατί και η Οφηλία έχει μεγάλη σχέση με τον πατέρα, o παραγωγός της, ο πατέρας, όλη αυτή η ανδροκρατούμενη καταστροφική επιρροή που είχε πάνω της, με συγκίνησε τόσο πολύ, που την μετέφερα εκεί. Μέσα από αυτό επικοινώνησα με αυτή την σκηνή του τέλους της Οφηλίας. Και κάθε χρόνος, κάθε ιστορία, έχει να κάνει με κάτι που με αφορά. Στην προκειμένη περίπτωση, στο τωρινό έργο, οι «Τρειςευτυχισμένοι» του Eugène Labiche, στο θέατρο Πορεία, έχει να κάνει με την απιστία. Την απιστία μέσα σε ένα παντρεμένο ζευγάρι και, φυσικά, υπάρχει ένα τρίο (στα γαλλικά ο τίτλος είναι «Le plus heureux de trois»). Για εμένα το πιο σημαντικό αυτής της ιστορίας είναι το υπαρξιακό κενό που έχουμε. Είτε συνδεθούμε, είτε όχι. Ο γάμος είναι μία σύνδεση. Μιλάει για το υπαρξιακό κενό που υπάρχει και μετά την σύνδεση. Θες κάπου αλλού να ακουμπήσεις για να γεμίσεις αυτό το υπαρξιακό κενό και μετά κάπου αλλού και κάπου αλλού… είναι σαν να μην μπορεί ο άνθρωπος να ησυχάσει ποτέ και να σταθεί κάπου και να ηρεμήσει. Και αυτό είναι υπαρξιακό. Πέρα από την κοινωνία. Και είναι κάτι που με συγκινεί πολύ σε αυτό το έργο. Ενώ είναι μια φάρσα, έχει αυτό το πολύ σκοτεινό κομμάτι που το συνοδεύει σε όλο το έργο. Ενώ είναι αστείοι οι χαρακτήρες, είναι, ταυτόχρονα, πολύ μελαγχολικοί και εκφράζουν ένα μεγάλο σκοτεινό κομμάτι τους.
Τι σημαίνει για εσάς αυτό, σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης;
Νομίζω πως οι άνθρωποι έχουμε πολύ ανάγκη μέσα μας αυτό το κενό και προσπαθούμε από κάπου να αγκιστρωθούμε. Όμως, παρόλα αυτά, ποτέ δεν παύει αυτή η αναζήτηση, αυτό το κενό, και ας είμαστε σε πιο χαρούμενες εποχές. Νομίζω ότι αυτό το πράγμα δεν απαντιέται ποτέ. Μόνο ένας έρωτας ίσως. Γι’ αυτό κυνηγάμε τον έρωτα, και στη ζωή, αλλά και σε αυτό το έργο. Οι ήρωες κυνηγάν τον έρωτα για να ξεχαστούν, γιατί είναι ο μόνος τρόπος, το μόνο φυσικό «ναρκωτικό», για να ξεφύγεις από μία πλήξη ή μέσα από δυσκολίες. Δηλαδή, τι μπορεί να μας σώσει; Η αγάπη, ο έρωτας, η σύνδεση. Και αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να συνδεθούν. Νομίζω ότι αυτή είναι μια γενικότερη ανάγκη και ομορφιά στην ανθρώπινη ύπαρξη, η σύνδεση. Όπως και να γίνει. Άτσαλα, μπορεί να προδώσεις κάποιον, κλπ. Αλλά είναι μια τεράστια ανάγκη.
Τι απολαμβάνετε περισσότερο από την διαδικασία των προβών;
Μου αρέσει πολύ η διαδικασία των προβών. Όλη αυτή η φάση του να ανακαλύψουμε τι είναι αυτή η ιστορία, πως θα την πούμε και πως θα δημιουργηθεί. Μου αρέσουν πολύ οι πρόβες. Μετά, όταν αρχίζουν οι παράστασεις, έχω πολύ αγωνία πάντα. Η πρόβα είναι πολύ δημιουργική για εμένα και ευχάριστη.
Τι εύχεστε;
Να συνδεθούμε μεταξύ μας όλοι! Ο κόσμος να πορεύεται μαζί και όχι απέναντι ο ένας από τον άλλον. Γενικότερα, και πολιτικά, αυτό δεν γίνεται. Αλλά όλο αυτό που γίνεται με τους πολέμους, Δύση, Ανατολή, όλο αυτό που έγινε με τη χώρα και το δημοψήφισμα, κλπ. Νομίζω ότι οι πιο στενάχωρες στιγμές της ιστορίας, όπως έγινε και στην Ελλάδα, είναι ο εμφύλιος. Οι άνθρωποι να χωρίζονται μέσα σε μια ίδια οικογένεια, είτε είναι θέατρο, είτε οτιδήποτε. Αυτό δημιουργεί χάσιμο. Πραγματικό χάσιμο. Και όταν συνδεόμαστε, γινόμαστε πιο πλούσιοι, πιο δυνατοί και μπορούμε να πάμε μπροστά. Εγώ αυτό εύχομαι για την Ελλάδα. Να είμαστε μαζί. Και σε μικρόκοσμο και σε πιο μεγάλη κλίμακα. Και στο θέατρο και ανάμεσα στους ανθρώπους.
Δημιουργία Video: Filmcat Productions
Συνεντεύξεις