Ωκεανός. Μια συνάντηση με την Εύη Προύσαλη και τον Γιώργο Σαχίνη

Ωκεανός. Λίγα μέτρα και όμως μπορεί να είναι ένας ωκεανός για τους ανθρώπους. Απελπισίας, Ντροπής, Αγωνίας, Ελπίδας. Ο λόγος για τη σπονδυλωτή, περιπατητική παράσταση και performance εν πλω, με εικαστική εγκατάσταση, πρωτότυπη μουσική και τραγούδια που παρουσιάζεται από την ομάδα Όχι Παίζουμε / UrbanDig Project στις 14 & 15 Σεπτεμβρίου στον μόλο της Πλάκας και στη Σπιναλόγκα στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα Ένας Πολιτισμός» που φέτος είναι αφιερωμένο στα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή.

Η ιδέα για την παράσταση, τα κείμενα και η δραματουργία ανήκουν στην Εύη Προύσαλη και η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Σαχίνη. Το Greek Play Project είχε τη χαρά να συνομιλήσει μαζί τους.

 

 

Πώς προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας της παράστασης Ωκεανός;

Εύη Προύσαλη: Η παράσταση εντάσσεται στο πλαίσιο εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η οικογένεια της μητέρας μου κατάγεται από το Αϊδίνη της Μικράς Ασίας, συνεπώς η καταγωγή μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη  με την ιστορία της Μικρασίας, αν και οι δικοί μου ήρθαν στην Αθήνα το 1932. Ωστόσο, 20 χρόνια πριν είχα ασχοληθεί με το θέμα, δημιουργώντας ένα Λεύκωμα για τα 80 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τίτλο «Τα Προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας» (Εκδόσεις Λιβάνη, 2002), με σκοπό να αποτυπωθεί η ζωή και η εξέλιξη των προσφύγων της Νίκαιας, μιας από τις μεγαλύτερες προσφυγουπόλεις της Ελλάδας.

Η ανάγκη να ασχοληθώ ξανά με το μείζον αυτό θέμα ήταν για μένα επιτακτική. Αυτή τη φορά, η ιδέα μου ήταν να διερευνήσω το φαινόμενο των Λοιμοκαθαρτηρίων που στήθηκαν πρόχειρα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να εγκατασταθούν εκεί οι πρόσφυγες που είτε ασθενούσαν ήδη είτε είχαν ασθενήσει με διάφορες μεταδοτικές ασθένειες κατά τη μεταφορά τους και το συνωστισμό που επικρατούσε στα πλοία  για την Ελλάδα. Πρόκειται για μια πρακτική που ισχύει μέχρι σήμερα, καθώς και οι σύγχρονοι πρόσφυγες περνούν τις ίδιες διαδικασίες «κάθαρσης». Συνεπώς, το θέμα αυτό απηχεί και σύγχρονες διαχειριστικές και πολιτικές πρακτικές, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αναδειχθούν.

 

Τι υλικό χρησιμοποιήσατε για τη σύνθεση και τη συγγραφή του κειμένου της παράστασης; 

Εύη Προύσαλη: Το κείμενο της παράστασης αποτελείται από πρωτότυπα κείμενα δικά μου, τα οποία διαρθώνονται σε 14 σκηνές. Πρόκειται δηλαδή για ένα σπονδυλωτό έργο, στο οποίο γίνεται προσπάθεια να υπάρξουν πολλαπλές οπτικές –κοινωνικές, πολιτικές, ατομική ευθύνη του κάθε πολίτη- πάνω στο ζήτημα του βίαιου εκπατρισμού των προσφύγων της Μ. Ασίας, αλλά και των σύγχρονων προσφύγων, και της τοποθέτησής τους σε έναν τόπο αποκομμένο από την υπειρωτική γη, έναν τόπο λοιμοκαθαρτηρίου.

Επίσης, αντλήθηκε υλικό από πραγματικές μαρτυρίες για τις συνθήκες διαβίωσης στα λοιμοκαθαρτήρια, για τους χιλιάδες θανάτους εκεί, που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, υλικό από άρθρα των σημαντικότερων εφημερίδων της εποχής του 1922, από το οποίο προκύπτουν αφενός η πολιτική διαχείριση του ζητήματος και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνταν, αφετέρου η κοινωνική πρόσληψη του φαινομένου «πρόσφυγας», από όπου και αναδεικνύονται παρόμοιες συμπεριφορές με το σήμερα, τις οποίες ο «πολιτισμός» των 100 χρόνων που μεσολάβησαν δεν κατόρθωσε, δυστυχώς, να εξαλείψει!

Σε μία σκηνή, μάλιστα, επεδίωξα να αφήσω τα πολιτικά άρθρα των εφημερίδων να «συνομιλήσουν» μόνα τους, δημιουργώντας έναν διάλογο μεταξύ τους. Η σκηνή αυτή ονομάζεται «Τις Πταίει;» – τίτλος άρθρου της εφημερίδας Καθημερινή της εποχής- η οποία αναφέρεται στα πολιτικά αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εκεί, αναδεικνύονται, νομίζω, τα παγκόσμια παιχνίδια στην πολιτική σκακιέρα, τα οποία συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δημιουργώντας στρατιές προσφύγων ανά τον κόσμο από πολέμους «τεχνητούς», μέχρι και τη σημερινή ελληνο-τουρκική «κρίση», που 100 χρόνια μετά αξιοποιείται ακόμα ως μέσο κοινωνικής και πολιτικής πίεσης.

Κάποιες άλλες σκηνές, είναι πιο ποιητικές και διαδραματίζονται, εν πλω, προς τη Σπιναλόγκα, αλλά και σε διαδρομές πάνω στο νησί, οι οποίες και αναφέρονται σε πιο προσωπικές ιστορίες, πάλι όμως μέσα από ένα πρίσμα γενικό, συμπεριληπτικό και των σύγχρονων προσφύγων και καθόλου συναισθηματικό. Προσπάθησα επιμελώς να αποφύγω κάθε συναισθηματισμό!

Γενικώς, το κείμενο δεν έχει συγκεκριμένους χαρακτήρες/πρόσωπα, αλλά κυρίως δημιουργεί καταστάσεις και συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούν να δράσουν και να μιλήσουν τα πρόσωπα.

Ο λόγος  μοιράστηκε από κει και πέρα στους ηθοποιούς/performers από τον σκηνοθέτη μας Γιώργο Σαχίνη, ο οποίος με πολύ έμπνευση προσέγγισε το κείμενο.

 

 

Ποια «συστατικά» χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί αυτή η παράσταση;

Γιώργος Σαχίνης: Το βασικότερο συστατικό είναι ο ίδιος ο χώρος:  Το λιμανάκι της Πλάκας, τα 800 μέτρα θάλασσας μέχρι το νησί, και η Σπιναλόγκα.  3 χώροι, 3 ψυχικά τοπία. Παίζουμε με την εξωστρέφεια του λιμανιού, το ανεβοκατέβασμα του κύματος της θάλασσας, το «πατάω γερά στο έδαφος» της στεριάς.  Τη γεμάτη σιωπή του νησιού του πόνου, όταν «κλείνει» για τους επισκέπτες στις 18:00.  Το ενετικό οχυρό, όπως φιγουράρει από απέναντι, φωτισμένο τα Σαββατοκύριακο, γεμάτο από ίχνη σκληρής ιστορίας του ως λοιμοκαθαρτήριο για όσους επιθυμούν να τα ανακαλύψουν. 

 

Με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται η σύμπραξη καλλιτεχνών και θεατών κατά τη διάρκεια της παράστασης;

Γιώργος Σαχίνης: Η παράσταση παίζεται ανάμεσα στους θεατές, στο ίδιο καΐκι με αυτούς, στα ίδια στενά καλντερίμια της Σπιναλόγκας.  Εντάσσουμε τους θεατές στον χώρο που επιχειρούμε να συνδέσουμε με ψυχικά τοπία. Ένα κοριτσάκι στην παράσταση ζητάει από τους θεατές κάτι το οποίο δεν θα παραλάβει από κανέναν.  Στόχος είναι να παραλάβουμε όλοι, θεατές και καλλιτέχνες την δύναμη της συντροφιάς.  150 άτομα βαδίζουν μαζί με τον performer σε απόσταση σχεδόν αναπνοής το μοναχικό του δρόμο ως πρόσφυγας, για παράδειγμα. Στο τέλος θα πιούμε όλοι μαζί μια ρακή και θα μιλήσουμε.

 

 

Τι είναι αυτό που πιστεύετε πως χαρακτηρίζει την παράσταση σας; 

Εύη Προύσαλη: Σε ό,τι με αφορά, σχετικά με την ιδέα και το κείμενο, θεωρώ ότι τα χαρακτηριστικά τους στοιχεία είναι το μπρεχτικό ύφος και μία προσπάθεια να δημιουργήσω ρωγμές και ρήξεις αναφορικά με τα γεγονότα και τα κοινωνικά φαινόμενα όπως μας παρουσιάζονται, σε συνδυασμό με την επιλογή να αναφερθώ και να απευθυνθώ κειμενικά, και στους θεατές, αλλά και σε καθέναν από μας, ως «θεατές» όχι μόνο της παράστασης αλλά ως παρατηρητές/πολίτες και των σύγχρονων παρόμοιων ιστορικο-κοινωνικών γεγονότων,  δημιουργώντας συνθήκες και καταστάσεις ανοικείωσης και αναστοχασμού, που ενδεχομένως να αποτελέσουν έναυσμα για αναθεώρηση και κοινωνική δράση.

 

Πόσο δύσκολο και ερεθιστικό είναι παράλληλα να ετοιμάζετε μία παράσταση σε έναν τόσο φορτισμένο ιστορικά και ενεργειακά χώρο;

Γιώργος Σαχίνης: Το λιμανάκι της Πλάκας, ως τόπος αφετηρίας της παράστασης, μας βοήθησε γιατί μας έβαλε ομαλά στη διαδικασία.  Εκεί ο χώρος είναι λιγότερο φορτισμένος, η σύγχρονη λειτουργία του κυρίως ως λιμάνι τουριστικών σκαφών, μας έδωσε την δυνατότητα να παίξουμε με τη συνθήκη του τί σημαίνει «ατραξιόν τουριστική» και πώς συνδέεται με το να φτιάχνεις μια παράσταση. Παίξαμε με εξωστρεφείς θεατρικές φόρμες, τραγούδια, χορευτικά που πραγματικά διασκεδάσαμε.  Όταν ανοιγόμαστε στη θάλασσα και ακόμα περισσότερο όταν πατάμε τη Σπιναλόγκα, αγκιστρωνόμαστε στη δύναμη του τοπίου, η παράσταση παίρνει με σεμνότητα τους ρυθμούς που επιτρέπουν να παραλάβεις από το τοπίο την φόρτιση για την οποία μιλάτε. Μέσα από μια ανάγνωση που στόχος της είναι να δημιουργήσει ερωτήματα, τροφή για σκέψη και για συζήτηση όταν επιστρέψουμε στη Πλάκα.  Και κάπως έτσι, το εγχείρημα γίνεται όπως γράψατε πολύ ερεθιστικό.  

 

 

Γιατί ονομάσατε την παράσταση Ωκεανό;

Γιώργος Σαχίνης: Η Χίσλοπ αναφέρει στο βιβλίο της «Το Νησί» ότι αυτά τα 800 μέτρα μεταξύ Σπιναλόγκας και Πλάκας ήταν για τους χανσενικούς που τους μετέφεραν στη Σπιναλόγκα για πάντα, σαν ένας ωκεανός που διαχώριζε την παλιά τους ζωή και ύπαρξη με την καινούρια, του λοιμογόνου εξόριστου.  Το γιατί τα 800 μέτρα έφτιαχναν τέτοιους ωκεανούς και πώς θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς τα πράγματα έχει γραφτεί. Το ότι υπάρχουν σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι που βιώνουν αντίστοιχους «ωκεανούς» είναι επίσης σαφές.  Στην παράσταση βουτάμε σε αυτούς τους «ωκεανούς», με τα μάτια ανοιχτά για τους μηχανισμούς που τους διαιωνίζουν.   

 

 

Πως είναι να περνάς από τον ρόλο του δραματουργού στη «σκηνή»;

Εύη Προύσαλη: Το πέρασμα αυτό είναι μία πολύ όμορφη εμπειρία, φυσικά και δεν φιλοδοξώ να αλλάξω πεδίο καλλιτεχνικής δραστηριότητας … αλλά με ενδιαφέρουν πολύ οι ομαδικές δουλειές σε όλα τα επίπεδα στον χώρο μας και σε αυτό το επίπεδο, θα το ξαναέκανα. Βεβαίως έχω συμμετάσχει παλαιότερα, σε μικρή ηλικία, ως βοηθητικό μέλος χορού, σε παράσταση περιοδείας του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και σε άλλες παραστάσεις. Δεν είμαι όμως ηθοποιός, απλώς ένα βοηθητικό μέλος της παράστασης.

 

Τι θα ξεχώριζες από την παράσταση; Μια φράση, μια σκηνή. 

Γιώργος Σαχίνης: Ξεχωρίζω μια σκηνή που μας έχει ταλαιπωρήσει, από πλευράς παραγωγής, όπου μια γυναίκα χορεύει ευτυχισμένα στο απέναντι από την Σπιναλόγκα, «Βρυονήσι».  200 μέτρα θάλασσας μας χωρίζουν από το «Βρυονήσι» ή Κολοκύθα, αλλά η πρόσβαση είναι δύσκολη.  Στην παράστασή μας, την ευτυχία που ονειρευόμαστε και δεν την φτάνουμε την λέμε «Κολοκύθα».

 

Εύη Προύσαλη:  Θα ξεχώριζα ένα μικρό κείμενο από την τρίτη σκηνή:

«Κοιτώ, περνώ και προσπερνώ, τα ρημαγμένα σπίτια,

τα τραυματισμένα σώματα

Τα ακούω όλα, τα βλέπω όλα, μένω ήσυχος.

Κοιτώ τα ξεβρασμένα στα βότσαλα παπούτσια,

τις φαγωμένες από την αλμύρα φωτογραφίες,

Προσπερνώ την ιστορία, προσπερνώ τον ενεστώτα χρόνο.

Κανείς δεν με ξεχωρίζει, είμαι ένα με το πλήθος. Όμοιος. Απαράλλαχτος!

Κοιτώ τη μηχανή παραγωγής της Ιστορίας,

… είμαι μέσα της, είμαι μέρος της.

Είμαι …κανονικός, είμαι …αθώος!»

 

 


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Ιδέα – Κείμενα – Δραματουργία: Εύη Προύσαλη

Σκηνοθεσία: Γιώργος Σαχίνης

Εικαστική Εγκατάσταση: Αλέξανδρος Κακλαμάνος

Μουσική: Θάνος Κοσμίδης

Χορογραφία: Ειρήνη Αλεξίου

Ενδυματολόγος: Άννα Μαγουλιώτη

Έρευνα: Θεόφιλος Διαμάντης

Βίντεο & φωτογραφίες: Μυρτώ Κοκκίνου

Οργάνωση Παραγωγής: Ρέα Ζέκκου, Καλλιόπη Αναστασιάδου

Επικοινωνία: Αγγελική Ζερβού

Ερμηνεύουν: Συμεών Τσακίρης, Δήμητρα Μητροπούλου, Ζωή Δημητρίου, Θάνος Κοσμίδης, Ειρήνη Αλεξίου, Εύη Προύσαλη, Κατερίνα Πρωτονοταρίου, Έλλη Σαχίνη

 

Χρήσιμες Πληροφορίες

Ώρα Έναρξης: 18.15

Διάρκεια: 90 λεπτά

Μέγιστος αριθμός ατόμων/ παράσταση: 100 άτομα

* Για τους θεατές απαιτείται άνετη αμφίεση και παπούτσια, καθώς θα χρειαστεί επιβίβαση σε καραβάκι αλλά και περίπατος στο νησί της Σπιναλόγκα.

Αναλυτικές πληροφορίες και προκρατήσεις θέσεων στο digitalculture.gov.gr

 

Η παραγωγή πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος 2022, του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

 

Η παράσταση προσφέρεται δωρεάν από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Καταβάλλεται αντίτιμο εισιτηρίου αρχαιολογικού χώρου – 8 ευρώ.

 

 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο