Κάτι σαν λαϊκό παραμύθι. Αισθήματα, αναμνήσεις, απορρίψεις, άκυρες ζωές. Όλα αυτά εκτυλίσσονται στην παράσταση Η Μητέρα του Σκύλου, που επιστρέφει για δεύτερη σεζόν, στο Σύγχρονο Θέατρο, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σταύρου Τσακίρη. Ο ιδιαίτερος κόσμος της πρωταγωνίστριας Ραραού, ζωντανεύει στη σκηνή μέσα από το φλας μπακ εικόνων μιας κοινωνίας που προσπαθεί να τα «βολέψει» σε συνθήκες ανέχειας. Από την Κατοχή έως σήμερα, η πορεία της Ραραού, όπως αντίστοιχα και η πορεία της Ελλάδας, την οποία διατρέχει με τις αναμνήσεις της, είναι μια μάχη επιβίωσης. Ο αγώνας της είναι αδιάκοπος, κι εκείνη θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να βγει αλώβητη από αυτόν. Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Σταύρος Τσακίρης, μιλάει στο The Greek Play Project, για το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι, καθώς και για το σύγχρονο αφηγηματικό θέατρο.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το κείμενο του Μάτεσι;
Έτυχε, να γνωριστούμε με τον Μάτεσι, και αμέσως να γίνουμε καθημερινοί συνομιλητές, την Πρωτοχρονιά του 1988. Λίγο πριν αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα και μόλις είχε τελειώσει τον Περιποιητή φυτών. Καταλάβαινα συχνά στη διάρκεια των συνομιλιών μας τον πυρετό που τον είχε κυριεύσει με τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Έγραφε ασταμάτητα. Μου έλεγε «οι πρώτες εξήντα σελίδες πήγαν μονορούφι». Υπήρξα δύσπιστος όπως πάντα συμβαίνει όταν είσαι δίπλα στο αριστούργημα όταν γεννιέται. Έτσι και όταν το πρωτοδιάβασα το βρήκα σπουδαίο αλλά παρωχημένο. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω ότι δίπλα μας υπήρχε ίσως το πιο αιρετικό μυθιστόρημα μετά από τα κείμενα του Σκαρίμπα. Ένα αριστούργημα μιας γενιάς.
Για ποιο λόγο επιλέξατε τη συγκεκριμένη συγκυρία για να ανεβάσετε αυτό το έργο;
Γιατί αυτό το κείμενο απεκδύεται τις φαντασιώσεις ενός λαού με τόση τρυφερότητα και πόνο. Αυτά που μας συμβαίνουν σήμερα είναι τα ιδεολογικά χρέη που συνάψαμε μετά τα ψέμματα που αραδιάσαμε για να αντιμετωπίσουμε τον Γερμανό Φαλμεράγιεφ. Αν είχαμε την συνείδηση του Μάτεσι σαν λαός ίσως να μην ήταν τόσο θορυβώδης η πτώση.
Πως θα χαρακτηρίζατε το κείμενο της παράστασης;
Αν ο προηγούμενος αιώνας γέννησε την επιταγή της ύπαρξης του Σκηνοθέτη σαν διαμεσολαβητή ανάμεσα στο κείμενο, άρα τον συγγραφέα και τους ηθοποιούς, οι σημερινές συνθήκες οδηγούν στην ανάγκη η σκηνοθεσία να είναι και η δραματουργία. Συνεπώς τα κείμενα να υπόκεινται μια δραματουργική επεξεργασία από τον σκηνοθέτη. Αυτή η επεξεργασία πολλές φορές είναι και η σκηνοθεσία. Πολύ συχνότερα, αυτονόητο, όταν το κείμενο είναι μια μεταφορά στην σκηνή ενός μυθιστορήματος. Έτσι, αυτή η μεταφορά είναι το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι σήμερα το αφηγηματικό θέατρο εβδομήντα χρόνια μετά τον Μπρεχτ και όσες αποσαφηνίσεις έδωσαν τα πειράματα της μεταδραματικότητας που δεν εξορίζουν πια την συγκίνηση.
Η μητέρα του σκύλου είναι ένα έργο που φέρει πολλές αναγωγές στο τώρα; Αν ναι, ποιες είναι οι κυρίαρχες;
Δεν θα τις έλεγα αναγωγές αλλά κλειδιά μιας ρεαλιστικής αντιμετώπισης του ιστορικού γίγνεσθαι κάθε εποχής. Το βίωμα της επιβίωσης δεν περιέχει εξωραϊσμούς που συνήθως η Ιστορία μέσα στο διακύβευμά της εμπεριέχει. Η μεριά του βίου είναι γεμάτη ταπεινά κίνητρα, παρασπονδίες και αλλοτριώσεις κι εκεί η ανάγνωσή του παραδόξως «αγιοποιεί την ανθρώπινη ύπαρξη». Είναι το θέσφατο ενός ταπεινού Θεού που ο άνθρωπος αναγνωρίζει. Κάτι τέτοιο αν γινόταν αποδεκτό θα μας έκανε πιο δυνατούς και θα μας έδινε προοπτική για ένα διαφορετικό μέλλον.
Τι έλεγχο έχει η Ραραού στο περιβάλλον της μέσω της καθημερινής της πάλης; Μπορεί να επιφέρει την οποιαδήποτε αλλαγή ή παραμένει έρμαιο μιας ετεροκαθοριζόμενης πραγματικότητας, παρά την όποια προσπάθεια της;
Το Ελληνικό παρελθόν και παρόν κατέγραψε ο Μάτεσις μέσα από τον χαρακτήρα της Ραραού και το ίδιο επιδιώκει και η παράσταση. Γοητευτική, ατελέσφορη, ψεύτρα, φαντασιωτική, εξοραϊστική, υπερφίαλη μέσα στο υπαρξιακό τέλμα χωρίς κανένα «εγώ». ‘κείνο που με τρώει, ‘κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη.
Ποια φράση ή σκηνή είναι η ψυχή του έργου;
Έπρεπε να κολακεύω για να επιζήσω και επέζησα…. Το σημαντικό δεν είναι ο θάνατος. Ο Θάνατος περνάει, οι νεκροί παραμένουν.
Τι θα θέλατε να πάρει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;
Απόλαυση. Η τέχνη είναι η μόνη μας πολυτέλεια που μας απομακρύνει από τον φυσικό μας προορισμό. Ποτέ δεν ξεχνάς την γεύση του καλού χαβιαριού.
Συνεντεύξεις