Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και δάσκαλος υποκριτικής είναι ένας από τους καλλιτέχνες για τον οποίο θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον παρακινδυνευμένο χαρακτηρισμό «ταγμένος». Ταγμένος σε μια τέχνη που πιστεύει και υπηρετεί ακολουθώντας πολύ συνειδητά μια απόλυτα γοητευτική και συνεπή πορεία. Αναμετράται με τα μεγάλα κείμενα της ανθρωπότητας σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει και να υπενθυμίσει το ουσιαστικό και το σπουδαίο της ανθρώπινης περιπέτειας. Σε αυτό το πλαίσιο φέτος, όλο τον χειμώνα ερμηνεύει από σκηνής την Απολογία του Σωκράτη του Πλάτωνα. Ο ίδιος δραματοποιεί σκηνικά το έργο σ’ ένα χειμαρρώδη μονόλογο, σε δική του σκηνοθεσία. Μια θεατρική μεταφορά του έργου που έγραψε ο Πλάτωνας για να αποδείξει την αθωότητα του Σωκράτη, που μας παρασέρνει με τον ρυθμό, τη γλώσσα και το αναπόφευκτο άνοιγμά του σε σύγχρονες ισοδυναμίες.
Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τη δεδομένη στιγμή να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;
Τα τελευταία χρόνια έχω συνεχώς την αίσθηση πως τα γεγονότα μας έχουν… ξεπεράσει! Το θέατρο βρίσκεται – αν δεν υπηρετεί ήδη συνειδητά και απολύτως την αστική τάξη, κάνοντας τον γελωτοποιό (τον τζουτζέ, δηλαδή!…) του βασιλιά – σε μια τεράστια αμηχανία! Η ζωή προηγείται, οι καταστάσεις και οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές είναι τρομακτικές… Το θέατρο φαίνεται να ασχολείται ακόμα αριστοκρατικώς με θέματα «ειρήνης», ενώ η περιρρέουσα παγκόσμια συνθήκη μας πείθει πως, αντιθέτως, ζούμε έναν παγκόσμιο ιδιότυπο και πρωτόγνωρο «πόλεμο»! Ζούμε τα έσχατα… Επειδή, λοιπόν, έχω την αίσθηση πως τα πράγματα είναι έτσι, σκέφτηκα πως θα ήταν καλό να «ακούσουμε» ξανά, βλέποντας από κοινού, με το κοινό δηλαδή, κάποια κείμενα μεγάλων συγγραφέων, μεγάλων διανοητών, οι οποίοι έχουν μια πιο σφαιρική αντίληψη, μιαν άλλην ευρύτερη εποπτεία της ανθρώπινης περιπέτειας… Έτσι, μετά το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» του Μπέρνχαρντ, και κυρίως μετά τον «Μέγα Ιεροεξεταστή» του Ντοστογιέβσκι, η «Απολογία του Σωκράτη» του Πλάτωνα μού φάνηκε πως ήταν το φυσικό επόμενο βήμα.
Πώς «διαβάζετε εσείς την Απολογία του Σωκράτη;
Είμαι πάντα υπέρ του συγγραφέα! Άρα, το κύριο μέλημά μου είναι να μην προδώσω την πρόθεση και το πνεύμα του (κάθε) συγγραφέα, έχοντας πάντα κατά νου ότι αυτός είναι ο δημιουργός, και εμείς -όλοι, δηλαδή, όσοι συμμετέχουμε στη διαδικασία του θεάτρου- είμαστε απλώς μεσάζοντες σε αυτήν την συνομιλία του συγγραφέα με τους θεατές. Αυτός θέλει κάτι να πει στο κοινό, αυτός! Και το λέει με το έργο του! Και εγώ το ανεβάζω γιατί μάλλον, εντέλλει, θέλω και εγώ να πω το ίδιο που λέει και αυτός στους θεατές – διαφορετικά ας γράψω καλύτερα ένα δικό μου έργο! Άρα, αν έχουν έτσι τα πράγματα, προσπαθώ να μην «διαβάζω» διαφορετικά το κείμενο απ’ ότι προτείνει ο συγγραφέας… Και αυτό γίνεται με… πολύ διάβασμα! Διαβάζω καλά το κείμενο και προσπαθώ να το κατανοήσω όσο το δυνατόν περισσότερο, και εις βάθος! Έτσι μόνον έχω την δυνατότητα να μένω πιστός στο πνεύμα του έργου… -πάντα, βεβαίως, με κάποιο περιθώριο λάθους και αστοχίας, τα οποία όμως δεν γίνονται από πρόθεση. Άρα, θέλω να πιστεύω πως δεν «διάβασα» διαφορετικά το έργο από αυτό που προτείνει και θέλει ο συγγραφέας… Ο Πλάτωνας, λοιπόν -μαθητής του Σωκράτη και παρών στη δίκη- με το κείμενό του, την Απολογία Σωκράτους, πιστεύω ότι θέλει να αποδείξει όχι μόνον την αθωότητα του Σωκράτη, αλλά και την ηθική του μεγαλοσύνη. Θέλει να εξασφαλίσει την αθώωση του Δασκάλου του από το δικαστήριο της ιστορίας. Σε αυτό προσπάθησα να μείνω πιστός… και ελπίζω η παράστασή μας να το «φανερώνει».
Ποιο για εσάς το κύριο εδώ;
Με δεδομένο ότι εμείς ένα μέρος μόνον της Απολογίας μπορούμε να φέρουμε στη σκηνή, (μιας και ολόκληρη διαρκεί περίπου τέσσερεις ώρες!) η παράστασή μας, βεβαίως, το μόνο που μπορεί να κάνει, ως εκ τούτου, είναι να σταθεί ως έναυσμα στον θεατή, ώστε να προσφύγει αυτός ο ίδιος στο πρωτότυπο κείμενο. Παρουσιάζουμε, λοιπόν, την Απολογία με την πεποίθηση πως ο Σωκράτης ήταν ο πιο δημοκρατικός και από τους πλέον δημοκρατικούς. Αφιερωμένος -θρησκευτικά σχεδόν- στην πόλη του, στους συμπολίτες του. Αφοσιωμένος πάντα στο κοινό καλό! Υπερασπιζόμενος πάντα τον νόμον και το δίκαιο έδωσε όλη του την ζωή για το καλό των συμπολιτών του και, ιδιαιτέρως, για το καλό της νεολαίας της Αθήνας. Ένας άνθρωπος, ένας δημοκράτης, που διεκδίκησε μιαν ηθική και πολιτική ελευθερία, και στάθηκε -με το μεγαλείο της ψυχής του- πρότυπο για τον άνθρωπο του μέλλοντος! Βρήκε το δικό του νόημα ζωής και ελευθερίας γινόμενος «ευεργέτης» της πόλης, έχοντας «τάξει» τον εαυτόν στο κοινό καλό της πόλης! Η στάση του μου θυμίζει τα λόγια του Σολωμού: «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή άλλο πράγμα), και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου».
Παρά τον σεβασμό στον συγγραφέα υπάρχει ωστόσο και η δική σας ματιά, μια προσέγγιση στην οποία συμβάλλει και η χρονική απόσταση.
Ο Σωκράτης εμφορούμενος από την ιδέα ότι ο «θεός τον έταξε», ανυψώνει τον εαυτόν του στο μέγεθος ενός θρησκευτικού προφήτη, και την ίδια στιγμή στη θέση του πιο θερμού, ρομαντικού θα λέγαμε (και σίγουρα, με τον τρόπο του, πολιτικού!) επαναστάτη! Και έχοντας δε κατά νου πως το ρήμα «θέω» στα αρχαία σημαίνει: κινούμαι αενάως, το «αεί κινούν»,… αυτό με κάνει να πιστεύω πως στα χείλη του η λέξη «θεός» κάτι άλλο μάλλον σηματοδοτούσε, κάπως αλλιώς… «ταξίδευε»! Επίσης, με την όψη της παράστασης θέλουμε να επισημάνουμε την διακριτική σχέση και συγγένεια που έχει ο Σωκράτης με τον Ιησού! Σωκράτης – Ιησούς! Δύο μεγάλες μορφές, δύο μεγάλοι Δάσκαλοι! Οι οποίοι, και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του και με την δική του «ματιά», μας παρακινούν να κάνουμε την μεγάλη υπέρβαση: να νικήσουμε τον φόβο του θανάτου! Και δίδαξαν με την στάση τους πως αυτό, η στάση, δηλαδή, που έχουμε ο καθένας μας απέναντι σε αυτόν τον αρχέγονο τρόμο, σε αυτόν τον πρώτο και τον τελευταίο μας μεγάλο φόβο -τον φόβο του θανάτου- , είναι εκείνο που καθορίζει, ίσως, όλες μας τις επιλογές, όλες μας τις πράξεις, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι! Κι όμως ζούμε… ερήμην! (Πόσοι πολιτικοί, πχ. μη έχοντες ακόμα αναμετρηθεί με αυτό τον φόβο, κατεβαίνουν «ανέτοιμοι» στον πολιτικό στίβο, και από τον φόβο και μόνον -τον πανικό- του θανάτου (τους), κάνουν έναν κόσμο ολόκληρο να μοιάζει με αρένα, σέρνοντας τις ζωές μας θυσία στο στόμα των θηρίων – του θηρίου; Πόσοι;… Ορατοί δια γυμνού οφθαλμού!)
Τι είναι αυτό που μας ωθεί και ασχολούμαστε ακόμη με κλασικά έργα ή με την αρχαιοελληνική γραμματεία; Γιατί ανεβάζουμε ακόμη τους κλασικούς; Είναι η αίσθηση της συνέχειας; Από προγονοπληξία; Είναι η απόσταση και συνεπακόλουθη διαύγεια που προσφέρουν;
Τα μεγάλα κλασσικά έργα αποτελούν μια κιβωτό όπου διαφυλάσσονται και μας αναμένουν τα μεγάλα οντολογικά ερωτήματα του ανθρώπου. Κάθε φορά που ο άνθρωπος βρίσκεται σε … «τρίστρατο», είναι σωτήριο να ανατρέξει σε αυτά! Αυτά είναι η μεγάλη περιουσία της ανθρωπότητας! Υποθέτω, όμως, πως για διαφορετικούς λόγους ο κάθε καλλιτέχνης προσεγγίζει τα κλασσικά έργα. Και τους λόγους τους αποκαλύπτουν συνήθως οι ίδιες οι παραστάσεις των έργων. Δεν μου φαίνεται, πάντως, ότι οι περισσότερες παραστάσεις νοιάζονται για το περιεχόμενο και την ουσία των κειμένων… Ελάχιστες έχουν μια τέτοια πρόθεση… Ελάχιστες είναι, δυστυχώς, οι παραστάσεις που ειλικρινώς απευθύνονται στους θεατές, με πρόθεση να τους μυήσουν στις ιδέες των κειμένων… Και αυτό νομίζω ότι δεν γίνεται τυχαίως… Εξυπηρετούνται -σκοτεινές…-σκοπιμότητες… Πολλές φορές και ασυνείδητα. Συνήθως συμβάλλουν στη σύγχυση. Κι οτιδήποτε συμβάλλει στη σύγχυση, βλέπουμε να γίνεται πάραυτα μόδα! Κι αυτό διότι η σύγχυση εξυπηρετεί τις εξουσίες! Και η εξουσία δεν χάνει την ευκαιρία: κάνει αμέσως τη σύγχυση μόδα!… Οι εξουσίες δεν θέλουν οι πολίτες να είναι «ξυπνοί»… Γιατί τότε θα είναι απρόβλεπτοι και ανυπότακτοι… Και τα μεγάλα κείμενα μάς δίνουν μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία, να γίνουμε «ξυπνοί» πολίτες… Κάνουν τους θεατές να σκεφτούν, να προβληματιστούν, να δραστηριοποιηθούν, να ανοίξει το μυαλό μας και να κυκλοφορήσει λίγο καθαρό οξυγόνο… Άρα, θα έλεγα, ότι οι παραστάσεις που δεν εκμεταλλεύονται το περιεχόμενο των κλασσικών έργων προκειμένου να μυήσουν τους πολίτες, μάλλον εκμεταλλεύονται το κύρος των συγγραφέων για να προσθέσουν κύρος στη ματαιόδοξη, πρόσκαιρη και εφήμερη, καριερίστικη διαδρομή τους! Σίγουρα όμως εξακολουθεί -και ευτυχώς!- να υπάρχει ακόμα ένα υγιές κύτταρο, ένα υγιές ένστικτο, το οποίο μας ειδοποιεί πως στα μεγάλα κλασσικά κείμενα υπάρχει αυτό το φως που αναζητούμε…
Μια θεατρική παράσταση βασισμένη στον λόγο, η γλώσσα υψηλή, πώς βλέπετε τη σημερινή ομιλούμενη γλώσσα, τη γλώσσα με την οποία επικοινωνούμε, και τη γλώσσα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου; Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη μετάφραση, σε καθαρεύουσα; Είναι αισθητική επιλογή ή εμπεριέχει και θέση;
Λέμε πως … «στο θέατρο εν αρχή είναι ο λόγος»! Το πιστεύω αυτό. Όσο για τη γλώσσα… Πίσω από τις βλάβες που έχει μέχρι σήμερα υποστεί η ελληνική γλώσσα, βλέπει κανείς με καθαρότητα όλο το πολιτικό σκηνικό, όλο το πολιτικό παιχνίδι! Μεγάλη αποκάλυψη! Η πιο έγκυρη αξονική τομογραφία του κοινωνικού και πολιτικού μας τοπίου είναι η γλώσσα μας – είναι ο ήχος μας! Στα δικά μου τα μάτια, τουλάχιστον, είναι ολοφάνερο. Η επιλογή της μετάφρασης του Α. Μωραϊτίδη ήταν συνειδητή. Πιστεύω πως, αφ’ ενός, αυτή η απλή αλλά περίτεχνη καθαρεύουσα του Μωραϊτίδη είναι πολύ κοντά σε αυτό που αποπνέει κατ’ εμέ, το πρωτότυπο του Πλάτωνα στα αρχαία ελληνικά, και, αφ’ ετέρου, νομίζω ότι μας δίνει την ευκαιρία να ανοίξουμε τα αυτιά μας και να μπει και εκεί «λίγο καθαρό οξυγόνο», ακούγοντας και ανανεώνοντας κάποιους ήχους, τρόπους, λέξεις… που -γοητευμένοι, ίσως, απ’ τον «εχθρό» τον γελαδάρη- τόσο βιαστικά και επιπόλαια απαξιώσαμε και απαρνηθήκαμε! Προς Θεού… δεν επαναφέρω το γλωσσικό ζήτημα – εννοείται πως όχι!
Ο λόγος στο θέατρο. Όπως και οι άλλες τέχνες, και το θέατρο κυριεύεται όλο και περισσότερο από τον λόγο της εικόνας. Η παράσταση που στήνετε είναι απέναντι σε όλο αυτό. Ήταν στους σκοπούς σας να εναντιωθείτε ή είναι απλώς ο δικός σας τρόπος να κάνετε θέατρο;
Το θέατρο είναι ο θρίαμβος του πολιτισμού του λόγου! Στην πραγματικότητα δεν έχει ανάγκη την εικόνα! Δεν έχει ανάγκη να συναγωνισθεί ούτε την τηλεόραση ούτε και τον κινηματογράφο! Όποτε η εικόνα μπαίνει στη σκηνή (εκτός και εάν υποκαθιστά το σκηνικό) το θέατρο διακινδυνεύει να διολισθήσει στο θέαμα. Όλα, βεβαίως, είναι θέμα και δόσεων και ισορροπίας… Αλλά, όπως είπαμε… «στο θέατρο εν αρχή είναι ο λόγος»! Δεν το κρύβω: εμένα μου αρέσει να υπηρετώ το «θέατρο του Λόγου»! Υπάρχει ένα μανιφέστο του Π. Π. Παζολίνι πάνω σε αυτό το θέμα: το «Θέατρο του Λόγου» (αποσπάσματα από το οποίο έχουμε συμπεριλάβει στο πρόγραμμά μας, της παράστασης) που ιδεολογικά με βρίσκει σύμφωνο, και ως εκ τούτου και … σύμμαχο! Το θέατρο της αστικής τάξης, το θέατρο της «φλυαρίας», όπως πολύ εύστοχα το διατύπωσε ο Α. Μοράβια, δεν έχει πια νόημα, δεν έχει πια μέλλον. Καλό θα ήταν να οραματιστούμε ένα νέο θέατρο, το θέατρο του λόγου, το θέατρο των ιδεών! Το οποίο σκοπό θα έχει, με τα πιο λιτά μέσα, να επικοινωνεί τις ιδέες των μεγάλων συγγραφέων, των μεγάλων κειμένων!
Σημαντικό ρόλο στην παράσταση παίζει ο ήχος.
Μοιάζει να είναι υποτιμημένος στο θέατρο, αλλά και στην κοινωνία ίσως. Μιλάμε κυρίως για εικόνες, επικοινωνούμε διαμέσου οθονών.
Ποιο είναι αυτό το στοιχείο του ήχου που σας ιντριγκάρει και που τον καθιστά σημαντικό στοιχείο της εν λόγω παράστασης;
Ο ήχος… ναι, είναι μεγάλη πληγή! Σπάνια έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε έναν καθαρό «ήχο»! Βομβαρδιζόμαστε, θα έλεγε κανείς, αποκλειστικά και μόνο από θόρυβο! Σκέτος εφιάλτης! Για τα δικά μου τα αυτιά τουλάχιστον. Ομολογώ πως εγώ υποφέρω! Και από τους θορύβους γύρω μας, αλλά και από την ασκήμια! Την οποία ανενδοίαστα ονομάσαμε street art και ξιπαστήκαμε πως γίναμε άρδην και καλλιτέχνες και ακτιβιστές – οποία γελοιότης! Αλλά είπαμε… δόξα να έχει η σύγχυση! Ο ήχος, λοιπόν, της παράστασης μάς εξυπηρετεί… πολλαπλώς. Πρωτίστως, όμως, νομίζουμε πως μάς παρέχει την ιδανική συνθήκη ώστε να «ταξιδέψει» το κείμενο σε μιαν άλλη… διάσταση! Με τον ίδιο ήχο, άλλωστε, είχαμε αντιμετωπίσει και τον Μέγα Ιεροεξεταστή που παρουσιάσαμε τα τρία τελευταία χρόνια. Τα δύο αυτά κείμενα έχουν μια «εκλεκτική συγγένεια»… Συνομιλούν υπογείως… Είναι άμεσα συνδεδεμένα, για αυτό και τα επιλέξαμε! Και ο Ιεροεξεταστής αλλά και η Απολογία είναι κείμενα με έντονη μεν δραματική αξία αλλά είναι κυρίως φιλοσοφικά κείμενα… Το καθ’ ένα από αυτά είναι ένα σπουδαίο διανοητικό ταξίδι… Και, μιας και ο «ήχος» του έργου, ο τόνος του, μου φαίνεται ότι είναι πιο κοντά στην «επί του όρους ομιλία» παρά στον εξωστρεφή τόνο ενός λαϊκού δικαστηρίου, η χρήση του μικροφώνου θέλω να πιστεύω πως λειτουργεί ευεργετικά ως προς αυτήν την κατεύθυνση, βοηθάει αυτό το «ταξίδι»…
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το επόμενο διάστημα;
Ετοιμάζετε κάτι;
Θα ήθελα να συνεχίσω (να συνεχίσουμε, δηλαδή, με τον Κωστή Σαββιδάκη που έχουμε το θεατρικό σχήμα «θέατρο ΣΥΝ ΚΑΤΙ») τις παραστάσεις της Απολογίας και εκτός Αθήνας… Και, ίσως, και την επόμενη σεζόν πάλι στην Αθήνα. Οψόμεθα! Συνεχίζω, επίσης, τα μαθήματα υποκριτικής, και ετοιμάζω την έκδοση του τρίτου μου θεατρικού έργου Τα του πνεύματος τω πνεύματι, που είναι το τελευταίο έργο μιας τριλογίας (Τα δύο άλλα είναι τα Εις το όνομα της Μητρός και του Υιού και το Του Υιού και του Αγίου).
Αλλά το μόνιμο «σχέδιο», η μόνιμη καθημερινή και πρωταρχική μου επιδίωξη είναι να φροντίζω για το «έσω κράτος» (μου)! Όπως, ωραιότατα, μας υπενθυμίζει και το ίδιο το όνομα του μεγάλου μας Δασκάλου: (ε)Σω-κράτης!
Μετάφραση: Αλέξανδρος Mωραϊτίδης
Δραματουργική επεξεργασία: Ματίνα Μόσχοβη
Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Βοηθοί σκηνοθέτη – Εκτέλεση και οργάνωση παραγωγής: Κωστής Σαββιδάκης, Άννυ Ζερβού, Χιόνια Χιωτέλλη
Φωτισμοί: Μανώλης Πράτσης
Φωτογραφίες: Θεανώ Μανουδάκη
Παραγωγή: Θέατρο ΣΥΝ ΚΑΤΙ – Συμπαραγωγή: Θέατρο ΑΛΚΜΗΝΗ
Συνεντεύξεις