Από τις Χίμαιρες του παρελθόντος στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα
Μετά από μια επιτυχημένη έναρξη στο Φεστιβάλ Αθηνών 2014 και μια επιτυχημένη σεζόν στο θέατρο Πορεία, η Μεγάλη Χίμαιρα συνεχίζει να παρασύρει τους θεατές για δεύτερη χρονιά. Εμείς συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Δημήτρη Τάρλοου και εγγονό του συγγραφέα του μυθιστορήματος Μ. Καραγάτση.
Μιλήσαμε για την παράσταση, τη γενιά του ‘30, τις χίμαιρες του σήμερα, αλλά και κατά πόσο έχει αλλάξει η Ελλάδα και η καλλιτεχνική της δραστηριότητα με την πάροδο των ετών.
Για ποιόν λόγο επιλέξατε να παρουσιάσετε το συγκεκριμένο κείμενο τώρα;
Έχω την αίσθηση πως η χρονική στιγμή, βρίσκεται πάντα εντός μου, δεν είναι θέμα προγραμματισμού. Πιο πολύ μοιάζει, με θέμα μιας υποτιθέμενης τυχαιότητας, που ορίζει πως αυτό το πράγμα, έμελλε να γίνει τώρα. Υπήρχε η αναμονή από μέρους μου να γίνει κάτι, χωρίς να ξέρω óμως καθόλου τι, καθώς στο παρελθόν είχε υπάρξει μια αντίσταση τόσο από μέρους μου, όσο και από πλευράς της μητέρας μου να γίνει τηλεοπτικό ή θεατρικό. Έτσι, όταν προέκυψε η ιδέα, να γίνει το συγκεκριμένο έργο πρόταση στον Γιώργο Λούκο για το Φεστιβάλ Αθηνών, έμοιαζε για εμένα η κατάλληλη στιγμή.
Κατάλληλη ως προς τι;
Προφανώς, είχε έρθει η στιγμή για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με έναν νεκρό – μιλάω για τον Καραγάτση – και αυτό είναι πάντα δύσκολο πράγμα. Πέραν αυτού όμως, διάλεξα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και για προσωπικούς λόγους. Δηλαδή το θέμα του ξένου και της προσαρμογής του στην ελληνική πραγματικότητα. Παρεμπιπτόντως, η ελληνική πραγματικότητα, έχει καταντήσει να είναι είτε δικαιολογία, είτε βρισιά στη σύγχρονη Ελλάδα. Για παράδειγμα, ακούμε πολύ συχνά τους Έλληνες κυβερνώντες, να λένε στους ξένους «ναι, αλλά πρέπει να λάβετε υπόψιν σας, την ελληνική πραγματικότητα», όταν αυτοί μένουν άναυδοι με διάφορα «τρομακτικά» που συμβαίνουν εδώ. Αυτή λοιπόν, η ελληνική πραγματικότητα, ήταν κάτι το οποίο με απασχολούσε εδώ και πολύ καιρό. Είμαι ένα παιδί μικτής οικογένειας. Ο πατέρας μου Αμερικανός, εβραϊκής όμως καταγωγής, κατέφθασε στην Ελλάδα πριν από τη χούντα, το 1963, ερωτεύτηκε την Ελλάδα και τη μάνα μου, τη μάνα μου και την Ελλάδα, διότι νομίζω πως το ένα προέκυψε μέσα από το άλλο. Έπειτα, δημιουργήθηκε ένα δράμα το οποίο εξελίχθηκε σε διάρκεια δεκαπενταετίας, με τον πατέρα μου να εξελίσσεται, όχι απλώς σε έναν φιλέλληνα ολκής, αλλά επί της ουσίας σε έναν Έλληνα με αμερικάνικο παρελθόν. Αυτός ο χαμαιλεοντισμός, δημιούργησε σε μένα και το μέγα τραύμα της εγκατάλειψης, που ήταν η αναγκαστική ή, εν πάσει περιπτώσει, οικειοθελής αποχώρησή του από την Ελλάδα, το 1979, όταν πια είχε χωρίσει από τη μητέρα μου. Μέσα από αυτή λοιπόν τη διαδικασία ανοίγματος λογαριασμών με τον παππού, αλλά και κλεισίματος λογαριασμών με τον πατέρα, δημιουργήθηκε η ανάγκη για αυτή την παράσταση.
Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι ένα αρκετά συγκινησιακό και αφηγηματικό έργο.
Ναι, αλλά κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ξεκινήσεις από τον Γιούγκερμαν. Πέραν του ότι για μένα είναι το αριστούργημά του, είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο», που αφορά την προσαρμογή ξένων στην Ελλάδα. Η ιστορία αυτού του Φιλανδού, που έρχεται ως ξεπεσμένος ευγενής και μεγαλουργεί στην Ελλάδα, – γίνεται διοικητής της Εθνικής Τραπέζης -, και στο τέλος της ζωής του επιστρέφει στον πατρογονικό του πύργο στο Τάμπερε της Φιλανδίας, όπου συναντιέται με το φάντασμα της νεκρής μητέρας του, είναι συγκλονιστική.
Η μεγάλη αφηγηματικότητα του μυθιστορήματος φαντάζομαι ανέβαζε το ρίσκο της μεταφοράς του έργου στο θέατρο όμως έγινε με μεγάλη επιτυχία καθώς η αίσθηση που σου αφήνει η παράσταση είναι πως ναι μεν τη διατηρεί χωρίς όμως να ενοχλεί.
Δουλεύω κάπως ψυχαναλυτικά, ίσως και γι’ αυτό να έγιναν τόσο σαφή τα νοήματα του έργου. Με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη δούλεψα σε ένα βαθύ ψυχολογικό επίπεδο, σχεδόν εξομολογητικό, όχι μόνο εκ μέρους της αλλά και εκ μέρους μου, απέναντι σε αυτήν, αλλά και σε ολόκληρο τον θίασο. Αυτό αποκάλυψε τα «τραύματα» πιο καθαρά, έτσι ώστε να μπορέσει να παιχτεί, κάτω από το πρώτο επίπεδο της δράσης, όλο το δράμα των χαρακτήρων που φέρουν ένα τραύμα που μετασχηματίζεται σε ανάγκη. Γιατί, ειδικά η Μαρίνα έχει μια ανάγκη, η οποία στο έργο σιγά σιγά μετασχηματίζεται και αποκτά πρόσωπο, τη Χίμαιρα.
Την Μαρίνα τη διακρίνει συνάμα μια τρομερή προγονοπληξία και μια ιδεαλιστική εικόνα για τους Έλληνες, η οποία στο τέλος του έργου καταστρέφεται.
Μην ξεχνάς πως το έργο μιλάει για το τότε παρόν, το οποίο ήταν ένα πολύ σημαντικό παρόν. Μιλάει για τη γενιά του ‘30, μια νέα γενιά διανοουμένων, η οποία ήταν η μοναδική γενιά στην μετά-επαναστατική Ελλάδα (από το 1821 κ μετά), που προσπάθησε πραγματικά να εγκαθιδρύσει μια αστική τάξη και κουλτούρα. Μέσα από αυτήν τη ζύμωση ξεπήδησαν σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα ο Κουν. Αυτό το ρεύμα διήρκεσε κάποιες δεκαετίες και δημιούργησε ένα τεράστιο αντίκτυπο στο εξωτερικό. Ο Καραγάτσης στο μυθιστόρημα, βάζει τον Μηνά να είναι ένας ένθερμος οπαδός αυτού του Nέου Ελληνικού ρεύματος. Αν το φέρναμε στο παρόν θα ήταν σαν να λέμε ένα Big Bang του Greek Weird Cinema, αλλά σε όλους τους καλλιτεχνικούς τομείς. Οπότε, η Μαρίνα με την άφιξή της στην Ελλάδα, έρχεται αντιμέτωπη με την εξής σχιζοειδή κατάσταση: από τη μία οι δικές της προσδοκίες που βασίζονται σε μία στείρα προγονοπληξία και αρχαιολατρία, μαθημένη μάλιστα στα θρανία. Απ την άλλη η δική της γνώση, δεν έχει καμία αντιστοιχία με αυτό που υπάρχει στην Ελλάδα. Αυτό που της αποκαλύπτεται στους ανθρώπους και τις καταστάσεις είναι μια τραχιά και πάρα πολύ μπρουτάλ πλευρά και παράλληλα μία εκλέπτυνση. Καθώς επίσης και μια πολύ σημαντική και δυναμική καλλιτεχνική πραγματικότητα σε ζύμωση, στην οποία θέλει να συμμετάσχει.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τέλος, όπου σώζεται μόνο ο Γιάννης. Στην πραγματικότητα ο μόνος χαρακτήρας που ήταν ρεαλιστής και δεν αντιμετώπιζε χίμαιρες.
Ο Καραγάτσης επειδή ήταν βιτριολικός, υπονοεί, όπως και η παράσταση, ότι η χίμαιρα είναι η προσδοκία του υψηλου του ονειρικού και του μεγάλου, δηλαδή οι μεγάλοι έρωτες, υψηλή ποίηση, υψηλά ιδανικά….. Αυτά δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συναντηθούν με την πραγματικότητα! Νικητής στο έργο είναι η μετριότητα, ο μικροαστισμός και εν τέλει ο θάνατος, συμβολικά και πραγματικά.
Μιλάμε για την εποχή που ο μικροαστισμός εκτινάχθηκε.
Ο Καραγάτσης διέκρινε και τη δυναμική που είχε η οικονομία, μέσω της ναυτιλίας, αλλά και το μικροαστισμό που θέριεψε και τελικά έγινε καθεστώς από το 1981 και μετά. Μέσα στο σπιτικό των Ρεϊζιδων, παρότι υπάρχει η πρόθεση του υψηλού, από πλευράς Μηνά, τελικά αυτό που επικρατεί είναι η φοβερή αυτή νέκρα που υπάρχει από τη Ρεΐζαινα και από τον Γιάννη.
Αναφέρατε πως το έργο είναι μέρος μιας τριλογίας που θέτει στο επίκεντρο τον εγκλιματισμό του ξένου στην Ελλάδα. Αναρωτιέμαι κατά πόσον είμαστε διατεθειμένοι να αφομοιώσουμε τους ξένους ή αν οι ανοχές μας εξαντλούνται στο πρόσκαιρο της φιλοξενίας.
Δεν νομίζω πως θα πρέπει να γενικεύουμε. Οποιαδήποτε προσαρμογή ξένου σε ξένο τόπο, είναι ένα πάρα πολύ σκληρό και δύσκολο στοίχημα. Δεν πιστεύω, πως οι Έλληνες διαφέρουν από οποιονδήποτε άλλον λαό ως προς την καλοσύνη τους ή την τάση τους να φιλοξενούν, στη σύγχρονη εποχή τουλάχιστον. Η ιδέα του «Ξένιου Δία» είναι τόσο αληθινή όσο και τα αγαλματίδια που πουλάνε στο Μοναστηράκι. Με αυτή την έννοια είμαστε φιλόξενοι. Όταν οι Έλληνες ήταν πιο φτωχοί, άρα πιο άμαθοι, και δεν υπήρχε το διαδίκτυο, δεν υπήρχε η πληροφορία για το πώς είναι ο έξω κόσμος, όταν δεχόντουσαν τουρίστες με χαρά τους φιλοξενούσαν. Μιλάμε για την αθωότητα! Όταν είσαι αθώος βεβαίως φιλοξενείς, όταν όμως προσδοκάς το κέρδος ή θέλεις να κάνεις τουριστική βιομηχανία, δεν μπορείς να είσαι αθώος. Αυτό ισχύει παγκοσμίως!
Σημαντικό ρόλο στο έργο παίζουν και οι αναφορές στους αρχαίους.
Όσον αφορά σ’ αυτές τις αναφορές του Μήνα, ιδίως στην πρώτη πράξη που έχουν αυτές τις λογομαχίες με την Μαρίνα, αισθάνομαι ότι ο Μηνάς έχει και από γραφής ένα είδος ψυχικής διαστροφής, η οποία αγγίζει σε κάποιες εκφάνσεις τα όρια του ολοκληρωτισμού. Ο τρόπος που υπερασπίζεται τη νέα ελληνική ποίηση και λογοτεχνία, προσδίδουν τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου εστέτ αλλά και λίγο «λαλημένου». Έχει ακραία χαρακτηριστικά που τον κάνουν ταυτοχρόνως γοητευτικό αλλά και τρομακτικό και απωθητικό. Νομίζω πως ο Καραγάτσης μέσα στο έργο αυτό κάνει μία διχοτόμηση του ίδιου του εαυτού του ανάμεσα στην Μαρίνα και τον Μήνα.
Κάποια στιγμή η Μαρίνα περιγράφει τον Μηνά με τον όρο το femme manqué.
Η Μαρίνα μονολογόντας στο έργο χρησιμοποιεί την φράση femme manqué και μετά τη μεταφράζει στο Μηνά ως ευαίσθητος και στοχαστικός. Δεν του λέει την αλήθεια. Στην ουσία σημαίνει ότι είναι ένας κατά λάθος άνδρας. Άνδρας μεν που όμως κατά λάθος γεννηθηκε άνδρας. Και αυτό φανερώνει τα ψυχικά χαρακτηριστικά του Μηνά. Το ναρκισσισμό του και κυρίως οτι έχει κάτι το ύπουλο το κρυφό το σκοτεινό το ανείπωτο και το εκδικητικό επίσης.
Αναφέρατε πριν τη βιτριολική γραφή του Καραγάτση. Ο τρόπος που χειρίζεται όμως το θέμα του έρωτα, μου δίνει την αίσθηση ενός ανθρώπου τρομερά ρομαντικού. Τελικά τι ήταν;
Απελπισμένος ήταν! Απελπισμένος από την ίδια τη ζωή και την ύπαρξη. Εξαιτίας αυτής της απελπισίας, έγινε κυνικός. Μέσα σε αυτόν τον κυνισμό όμως, λέει μεγάλες αλήθειες με διόλου ευχάριστο τρόπο. Ο κόσμος αναγνωρίζει πολλά πράγματα από τον εαυτό του, αλλά σε πολλά από αυτά δαγκώνεται.
Θα μπορούσε να πει κάποιος όμως πως ακόμα και πενήντα σχεδόν χρόνια μετά, ο Έλληνας δεν έχει αποτινάξει από πάνω του αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά.
Ταυτοχρόνως όμως, είμαστε πολύ έξυπνοι, πολύ δημιουργικοί. Ο Γιάννης, χτίζει μια μικρή αυτοκρατορία. Ταυτοχρόνως, προωθεί την ελληνική οικονομία και συγκρατεί την οικογένειά του. Δεν είναι ένας αμόρφωτος άνθρωπος, αλλά απλός. Αυτή είναι η τεράστια διαφορά με το σήμερα. Η μεσαία τάξη τότε, είχε άλλου είδους παιδεία και άλλου είδους προοπτικές. Θα πρέπει λοιπόν να μας προβληματίσει η εικόνα που παρουσιάζει ο αντίστοιχος Γιάννης σήμερα.
Τη νέα γενιά συγγραφέων και σκηνοθετών τους βλέπετε να ασχολούνται με τα προβλήματα του σήμερα;
Το ερώτημα είναι ένα! Ξέρεις να κάνεις τη δουλειά σου ή όχι; Ξέρεις να γράψεις ένα κείμενο, να αποκαλύψεις τα νοήματα του και να τα διδάξεις στους ηθοποιούς; Εγώ λοιπόν αντιστρέφω το ερώτημα: «Εσείς βλέπετε;», αν ναι, καλώς.
Πιστεύετε λοιπόν πως δεν υπάρχουν ενδιαφέροντα σύγχρονα ελληνικά έργα;
Για να υπάρξει ένα έργο επί σκηνής, οι συγγραφείς πρώτα πρέπει να διδαχθούν πώς πρέπει να γράφεται ένα έργο. Πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουν δημιουργικό οίστρο δεν ξέρουν πώς δομείται ένα θεατρικό έργο και δεν ξέρουμε τι σημαίνει ζωντανός λόγος. Πολλές φορές, τα έργα τα οποία διαβάζω, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από θεατρικά έργα. Μπορεί να τα πεις δοκίμια ή ονειροφαντασίες και ούτω καθεξής. Για να βρει λοιπόν κανείς ένα καλό θεατρικό έργο, πρέπει να είναι πολύ τυχερός. Δεν είναι ότι δεν έχω δει καθόλου καλά έργα, έχω δει, αλλά σπάνια και γι’ αυτό σπάνια ανεβάζω.
Το πρόβλημα του ζωντανού λόγου μήπως σχετίζεται και με το γεγονός πως οι άνθρωποι έχουμε πάψει να επικοινωνούμε μεταξύ μας;
Είναι τραγικό! Πραγματικά οι άνθρωποι επικοινωνούν με το μηχάνημά τους, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό είναι μία σύγχρονη αρρώστια, είναι το τέλος της προσωπικής επαφής. Στο θέατρο, πρέπει να υπάρχει αυτή η επαφή προκειμένου να υπάρξει η παράσταση. Η επαφή των ηθοποιών μεταξύ τους και η επαφή των ηθοποιών με το κοινό, είναι αμφίδρομη. Έχω δει πάρα πολλές παραστάσεις, όπου αυτό καταργείται. Και οι ηθοποιοί δεν απασχολούνται με τον παρτενέρ τους, αλλά απασχολούνται με κάτι άλλο, όπως και οι θεατές που ακόμα και μέσα στην αίθουσα ασχολούνται με τα κινητά τους.
Στο έργο εμφανίζεται και ο ίδιος ο Καραγάτσης, σαν ένας σύγχρονος Τειρεσίας, προδιαγράφοντας το τέλος της Μαρίνας.
Ήταν μία οδηγία προς τον Στρατή Πασχάλη, να ενταχθεί το συγκεκριμένο απόσπασμα, γιατί ήθελα στο σημείο αυτό να δημιουργηθεί μια παράβαση. Να εισέλθει ο δημιουργός, εντός του δημιουργήματος και ο σκηνοθέτης εντός της παράστασης και να δημιουργήσει αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα αίσθηση ότι ξαφνικά ο «τέταρτος τοίχος» σπάει. Το δημιούργημα για λίγα λεπτά στραπατσάρεται και δίνει την αίσθηση πως ο δημιουργός ορίζει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Τόσο με τις αλλαγές των σκηνικών όσο και με τη χρήση των κινηματογραφημένων αποσπασμάτων ενσωματώνετε αρκετά τεχνολογικά στοιχεία. Η σχέση σας με την τεχνολογία ποια είναι;
Δεν είμαι της τεχνολογίας, ευτυχώς έχω γύρω μου ανθρώπους που τα ξέρουν καλύτερα. Εγώ είμαι καλός στο να φανταστώ πως πρέπει να αφηγηθώ μία ιστορία. Δεν πιστεύω πως μία παράσταση πρέπει να έχει πολλά εφέ, ούτε να γίνεται χρήση της τεχνολογίας, παρά μόνο όσο εξυπηρετεί τη δράση. Για παράδειγμα στην Μιράντα ο Oskaras Korsunovas, -που εγώ ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι δεν φτάνω σαν σκηνοθετική δεινότητα και ευτυχώς έχω το θάρρος να το λέω-, χρησιμοποιεί τεχνολογίες, όπως μικρόφωνο ή ήχους για να δημιουργήσει ατμόσφαιρες, αλλά η συνολική αίσθηση δεν είναι ενός τεχνολογικού θεάματος αλλά ενός χειροποίητου θεάματος. Αυτό το ζηλεύω πάρα πολύ, γιατί το μόνο που υπάρχει πάνω στη σκηνή είναι τα σώματα και οι ψυχές των ηθοποιών, τίποτα άλλο, όλα τα άλλα είναι το περιτύλιγμα.
Στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα είναι πολύ σπάνιο να ακούς κάποιον καταξιωμένο καλλιτέχνη να μιλάει με καλά λόγια για κάποιον συνάδελφο του, όπως εσείς για τον Korsunovas.
Η κακεντρέχεια και η μικροψυχία πηγάζουν από βαθύ σύμπλεγματισμο. Στους καλλιτέχνες, υπάρχει ένα σινάφι. Στο σινάφι για να λειτουργήσει το πράγμα, πρέπει ο ένας να αποδέχεται τον άλλο ή εν πάση περιπτώσει να είμαστε όλοι μέρη ενός συνόλου, όπου ο ένας να βλέπει τη δουλειά του άλλου, να βρισκόμαστε να συζητάμε και έπειτα μέσα από τις παρατηρήσεις μας, να προσπαθούμε να βελτιώσουμε και εμάς και συνολικά το θέατρο. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει αυτό. Προσωπικά το έχω διαπιστώσει πικρά και με πολλούς τρόπους. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συμπλεγματικό και με αυτή την έννοια οπότε κάτι με ενδιέφερε, όχι μόνο το είπα στον ενδιαφερόμενο, αλλά το είπα ανοιχτά δημοσίως. Δεν βλέπω όμως, την αντίστοιχη διάθεση από τους ανθρώπους του «συναφιού». Αυτό δημιουργεί μία απομόνωση. Ο καθένας στη φωλιά του. Έτσι έχουμε πάρα πολλές φωλιές, αλλά όχι ένα ισχυρό σύνολο το οποίο βρίσκεται σε συνεχή διάλογο. Αυτό πρέπει να ενισχυθεί απαραιτήτως, λείπει πάρα πολύ. Μόνο όμως, όταν η παιδεία αποκτήσει ένα πολύ πιο επίσημο πρόσωπο, κυρίως μέσω μιας Ακαδημίας Θεάτρου, όπως υποστηρίζει και ο Λιβαθινός, θα μπορούμε μεταξύ μας να συμπαθιόμαστε ή όχι, αλλά τουλάχιστον, μιλώντας έχοντας ένα κοινό κώδικα.
Θέλω να μιλήσουμε λίγο για τη χίμαιρα, αυτό το ονειρικό το άπιαστο. Στην Ελλάδα του σήμερα, έχουμε όνειρα ή έχουμε κατά κάποιον τρόπο βαλτώσει;
Η λέξη χίμαιρα, ίσως στα ελληνικά να έχει αποκτήσει περισσότερο την έννοια του άφταστου ονείρου, ενώ στα ξένα διατηρεί περισσότερο την αρχική σημασία της λέξης που είναι το τερατώδες. Εμπεριέχει θάνατο μέσα η χίμαιρα. Η μεγάλη χίμαιρα δεν είναι απλώς το άπιαστο όνειρο αλλά η ψυχική τερατοποίηση, την οποία διαπιστώνουμε ξαφνικά. Αυτό είναι το τρομερό! Όσο για το παρόν, πιστεύω πως σε όλους τους τομείς, του καλλιτεχνικού συμπεριλαμβανομένου, υπάρχουν πολλοί άξιοι δημιουργοί, οι οποίοι έχουν υψηλές φιλοδοξίες και οι οποίοι έχουν ανοιχτεί και στο εξωτερικό και εντός της Ελλάδας και δημιουργούν με άξονα μία εξωστρέφεια, σε πείσμα των καιρών και σε πείσμα της τραγικής αδιαφορίας του ελληνικού κράτους. Μετριότητα όμως υπάρχει. Όπως υπάρχει και στη δημόσια διοίκηση, υπάρχει και στην τέχνη. Όλοι βολεύονται πίσω από ένα θέατρο που δεν σημαίνει τίποτα και απασχολεί μικροαστούς, οι οποίοι έχουν σκοπό να βγούνε, να γελάσουν και μετά να πάνε να φάνε και να κοιμηθούν. Δεν είναι όμως η μόνη πραγματικότητα! Υπάρχει και ένα ισχυρό κομμάτι νέων δημιουργών υψηλής ικανότητας και στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Έχετε έναν πολύ καλό και έγκαιρο πάντοτε προγραμματισμό.
Προγραμματίζω πάντα εγκαίρως γιατί αν δεν το κάνω, δεν προλαβαίνω ούτε να σκεφτώ, ούτε να οργανωθεί σωστά. Για παράδειγμα είναι πολύ δύσκολο να βρεις ηθοποιούς. Εδώ συμβαίνει κάτι παράδοξο. Οι ηθοποιοί είναι ένας κλάδος που πλήττεται από τρομακτική ανεργία, αλλά από την άλλη όποιον ηθοποιό πας να κλείσεις έχει άλλες δέκα δουλειές. Αυτό είναι μυστήριο και τελικά τι αποδεικνύει αυτό; Πως οι ηθοποιοί που μπορούν πραγματικά να παίξουνε θέατρο και είναι καλοί στη δουλειά τους είναι περιζήτητοι. Θέλω το πρόγραμμα μας, να χαρακτηρίζεται από συνθήκες υψηλού επαγγελματισμού. Δεν θέλω να χρησιμοποιώ τους ηθοποιούς σε τίποτα άλλο παρά μόνο στην ειδικότητα τους.
Και για το μέλλον τι σχεδιάζετε;
Έχουμε κατά νου να δημιουργήσουμε ένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με καινούριες παραστάσεις, αλλά και εμβληματικές του Πορεία, όπως λόγου χάρη Το Κτήνος στο Φεγγάρι που ανέβηκε πριν από δέκα χρόνια. Για φέτος, πέρα από τη Μεγάλη Χίμαιρα, έχουμε στο ρεπερτόριο την Μιράντα, για την οποία έχω υψηλές προσδοκίες και έπειτα τις Τρεις Αδελφές. Όσο για του χρόνου, θα προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε τη Μεγάλη Χίμαιρα, λόγω τεράστιας ζήτησης. Τέλος θα προσθέσουμε και μια νέα παράσταση, την οποία περιμένω με μεγάλη χαρά, η οποία θα είναι η πρώτη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά με τη δική μου εμπλοκή, καθώς θα με σκηνοθετήσει, σε μια άπαικτη «τρελή» κωμωδία του Λαμπίς, με πάρα πολύ ενδιαφέροντα θίασο.
Συνεντεύξεις