Μια συνάντηση με τον Δημήτρη Λιγνάδη

Μάριος Κάλλος

Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι από τους ανθρώπους, που έχει αναδείξει άλλοτε μέσα από την υποκριτική του τέχνη και άλλοτε μέσα από τη σκηνοθετική του τέχνη, τόσο τους σημαντικότερους χαρακτήρες όσο και τα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου δραματολογίου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Εμείς τον συναντήσαμε, εν μέσω τον παραστάσεων στο Εθνικό Θέατρο, όπου φέτος ενσαρκώνει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας και ταυτοχρόνως έναν από τους μεγαλύτερους «κακούς», τον Ριχάρδο Γ’ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Τι ρόλο παίζει η εμπειρική παρατήρηση της καθημερινότητας στη δουλεία του; Πόσο διεγερτικό είναι το πάθος για την εξουσία; Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του δασκάλου; Σε μια πλήρως απενοχοποιημένη συζήτηση, προσπάθησε να δώσει απάντηση σε αυτά και σε όσα ερωτήματα προέκυψαν.

 

Ας ξεκινήσουμε από τον ίδιο τον ρόλο. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ερμηνεύσετε τον Ριχάρδο;

Η πορεία της δουλειάς μου, δεν έχει γίνει σε σχέση με αυτά που ήθελα, γιατί αυτά που ήθελα είτε δεν υπήρχαν, είτε αλλάζουν κάθε μέρα. Άρα λοιπόν, κάποιους από τους μεγάλους ρόλους που έπαιξα, προέκυψε να τους παίξω. Δεν είμαι ένας άνθρωπος που επέλεξε να παίξει μεγάλους ρόλους, παρότι κάθε ηθοποιός θέλει τους μεγάλους ρόλους – και αν γίνεται, μόνο μεγάλους ρόλους. Σημαντικούς, για την ακρίβεια, γιατί μπορεί ένας ρόλος να είναι μικρός αλλά πολύ σημαντικός. Ο Ριχάρδος όμως, ήρθε μετά από επιθυμία δικιά μου, και βρήκε ευήκοον ους στον Γιάννη Χουβαρδά, πιστεύοντας πως σε αυτόν το ρόλο, θα μπορούσα να φωτίσω σκοτεινές και αφώτιστες πλευρές του εαυτού μου. Είναι μία μοναδική ευκαιρία που δίδεται στους ηθοποιούς, να ξεμπαζώνουν με ένα ρόλο, επί το λαϊκότερον. Ο Ριχάρδος είναι ένα πρόσωπο που καταδυναστεύεται από το πάθος του. Στην προκειμένη περίπτωση το πάθος για εξουσία.

 

Γιατί ένα τόσο δυνατό συναίσθημα πρέπει να το συσχετίζουμε συνήθως με αρνητικά γεγονότα; Λέμε για παράδειγμα «έγκλημα πάθους» ή «πάθος για εξουσία».

Μάλλον μιλάς εξ αφορμής των δραμάτων. Γιατί μας διαφεύγει πως και στην κωμωδία υπάρχουν πάθη που έχουν αίσιο τέλος. Υπάρχουν τεράστια πάθη, τεράστιες καψούρες, τεράστιοι κακοί της κωμωδίας και  στο τέλος όλα βαίνουν καλώς και γελάμε κιόλας. Άρα, δεν έχει σημασία το πάθος αν είναι πάθος, αλλά αν έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο και κυρίως πως καταλήγει. Δεύτερον, θα συμφωνήσω για το πάθος για την εξουσία. Αλλά το πάθος για εξουσία για τον Ριχάρδο, είναι ένα πάθος αφροδισιακό όπως νομίζω, συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους. Η εξουσία έχει κάτι το διεγερτικό, για αυτό λοιπόν την κυνηγάμε τόσο πολύ. Μάλιστα, την εξουσία την κυνηγάμε σε όλους τους τομείς της ζωής μας, στο σεξ, στον έρωτα, στην οικογενειακή συμβίωση, στην πολιτική – φυσικά στην πολιτική εξ αντικειμένου – στον πλησίον μας. Ο άνθρωπος που δεν έχει γνωρίσει συναισθήματα μέσα του, την εξουσία την κυνηγάει παντού και πάντοτε. Ο Ριχάρδος δεν κυνηγάει απλώς την εξουσία. Λέει «θέλω να γίνω βασιλιάς», αλλά δεν μας λέει τι θα κάνει όταν γίνει και ούτε και ο ίδιος ξέρει, για αυτό δεν κάνει και τίποτα, παρά μόνο πατάει το κουμπί, για να αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση και στο ψυχολογικό και στο βιολογικό ρολόι του. Δεν ξέρει τι να την κάνει την εξουσία, για αυτό και είναι ένας σπουδαίος ήρωας. Θέλει τα πάντα, για κανένα λόγο ουσιαστικά, και όταν τα παίρνει, δεν ξέρει τι να τα κάνει! Τώρα, ο λόγος που θέλει ο Ριχάρδος την εξουσία κατά τη γνώμη μου, φαίνεται ευθύς εξ αρχής στο έργο, και κατατίθεται και από τον ίδιο, όπου αυτή είναι και μια μεγαλοφυής στιγμή. Ο Ριχάρδος είναι προδομένος από τη φύση. Στη ζωή υπάρχουν δυο πολύ βασικές δυνάμεις, από τις οποίες συνίσταται ο άνθρωπος: η φύση και η ηθική, σαν να λέμε το σώμα και η ψυχοδιάνοια. Όταν ο  Ριχάρδος είναι λοιπόν προδομένος από τη φύση, χάνει και την ηθική του. Στρέφεται εναντίον της ηθικής και λέει θα λειτουργήσω σύμφωνα με αυτό που με έκανε η φύση, θα κάνω δηλαδή τον κόσμο, όπως είμαι εγώ, αφού δεν μπορώ να γίνω σαν τους άλλους. Άρα λοιπόν, μην μένουμε στη στενή έννοια της εξουσίας, της πολιτικής εξουσίας. Ο Ριχάρδος θέλει εξουσία, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ετεροφωτιστεί.

 

Αναφέρατε πριν πως ο Ριχάρδος είναι προδομένος από τη φύση. Τι ρόλο παίζει όμως η κοινωνική αποξένωση; Αν είχε δεχθεί την αποδοχή θα οδηγούνταν σε αυτές τις πράξεις;

Τα μεγάλα έργα θέτουν ερωτήματα, δεν έχουν απαντήσεις. Μπορεί και να μην στρεφόταν, αλλά δεν θα γινόταν και έργο. Θέλω να πω πως τα μεγάλα έργα γίνονται, γιατί κάτι αποκλίνει από μια νορμαλιτέ, είτε επί το φαύλον και γίνεται κωμωδία, είτε επί το τραγικόν και γίνεται δράμα. Αν όλα βαίναν καλώς, δεν θα είχαμε τον Ριχάρδο.  Αυτά όμως είναι και αναλύσεις. Τα μεγάλα έργα, μπορείς να τα πιάσεις από εκατό πλευρές, ανθρωπολογικές, ψυχαναλυτικές, θεολογικές και ούτω καθεξής. Τα ερωτήματα είναι αυτά που τίθενται σε ένα έργο, την απάντηση σ’ αυτά τη δίνει ο θεατής και η ιστορία.

 

Το μοτίβο του «θέλω τα πάντα και για κανένα λόγο» φαίνεται να διατρέχει την ελληνική ιστορία, μέχρι το σήμερα.

Σωστά. Η καρέκλα είναι διεγερτικό πράγμα. Όμως, όταν δεν υπάρχει μια ψυχική συμμετοχή σε αυτό, – δηλαδή, «θέλω την εξουσία γιατί θέλω να κάνω τη χώρα μου καλύτερη, πραγματικά καλύτερη, θέλω να κάνω τον άλλο καλύτερο», όταν δεν υπάρχει αυτό το μοτίβο και αυτά τα κίνητρα και υπάρχει το «θέλω την εξουσία, γιατί νιώθω μια τεράστια ηδονή να την έχω και για αυτό και θα τη διατηρώ», τότε θέλεις απλώς την εξουσία για την εξουσία, για να πεις πως κάτι έκανες και για να σου πουν οι άλλοι μπράβο, να πάρεις το χειροκρότημα. Βέβαια, επιστρέφοντας στο έργο, ο Ριχάρδος δεν παίρνει χειροκρότημα, γιατί δεν υπάρχει πια κανείς για να τον χειροκροτήσει.  Μένει τελείως μόνος του και το τελευταίο χειροκρότημα το ζητάει από τον εαυτό του, αλλά ούτε τότε το παίρνει. Οι σημερινοί είναι πολύ πιο ανθυποριχάρδοι, όπως λες. Δεν θα γίνουν ποτέ έργο ούτε ο Τσίπρας, ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε κανείς από εμάς γιατί υπάρχουν μικροσυμφέροντα. Δηλαδή λένε θέλω την εξουσία για να έχω μερικά λεφτά, να φτιάξω την οικογένεια μου, να κάνω και κάνα δυο κλεψιές, μέχρι εκεί. Μεγάλοι και σπουδαίοι, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν σήμερα και γενικά η εποχή μας είναι μια εποχή medium.

 

Ίσως και τα μέσα που υπάρχουν σήμερα (τηλεόραση, ίντερνετ) να την έχουν οδηγήσει εκεί.

Σε κάθε εποχή κάτι έπαιζε ρόλο. Φυσικά και τα μέσα, το ίντερνετ κυρίως, παίζουν ρόλο, γιατί η τηλεόραση ψοφάει, αλλά ας μην μιλάμε για την εποχή. Κάθε εποχή έχει τα γνωρίσματά της. Η εποχή μας είναι μια ανηρωϊκή εποχή, που γουστάρει από ψυχοδιανοητική μικροφαλλία, αντί να αίρεται στο ύψος των αγαλμάτων, να τα καταργεί και να τα γκρεμίζει. Σαν το μύθο  του Αισώπου δηλαδή, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Αυτό υπάρχει πολύ στη νέα γενιά και στον καλλιτεχνικό κόσμο. Να προσπαθεί υποτίθεται να καταργήσει τα στερεότυπα, χωρίς καν να τα έχει μάθει ακόμα. Χωρίς να ξέρει τι είναι κλασικό, λέει όχι στα κλασικά. Ε φυσικά, που να γίνεις τώρα εσύ  τρία μέτρα να φτάσεις ένα άγαλμα, καλύτερα πάρε μια πέτρα, γκρέμισέ το για να φτάσει στο ύψος σου.

 

Αυτό μου θυμίζει μια ομιλία του Πέτερ Στάιν, που είχε αναφέρει πως πριν πειράξει το κείμενο ενός έργου, έχει γνωρίσει σε βάθος το νόημα της κάθε λέξης του. Παρατηρώ όμως τα τελευταία χρόνια, μια τάση πολλών -κυρίως- νέων σκηνοθετών, με μια διάθεση προσποιητού μοντερνισμού να «καταρρίπτουν» έργα, όπου κατ’ ουσία δεν γνωρίζουν τα νοήματα τους, με αποτέλεσμα να κάνουν άλλο έργο.

Μα για αυτό τα καταρρίπτουν. Ο άνθρωπος χρειάζεται ένα με δύο χρόνια να σηκωθεί στα πόδια του και να περπατήσει, αλλά με μια τρικλοποδιά πέφτει στο δευτερόλεπτο. Είναι εύκολο να βάζεις τρικλοποδιές, σιγά το δύσκολο, απλώς με τις τρικλοποδιές δεν μένεις στην ιστορία, γιατί ούτε ο Αισχύλος, ούτε ο Ευριπίδης θα πάθει τίποτα. Ο Στάιν όμως και ο κάθε Στάιν μπορεί να ξεχαστεί αύριο. Ειδικά οι άνθρωποι του θεάτρου, που δεν μένει η δουλειά τους μένει μόνο ή φήμη τους, ξεχνιούνται. Επομένως, το θέμα είναι να αφήσεις κάτι πίσω σου, οπότε να αφήσεις και την προσωπική σου σφραγίδα. Η καλύτερη όμως προσωπική σφραγίδα ενός σκηνοθέτη, είναι όταν φαίνεται πως απουσιάζει. Ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης αναδεικνύεται όταν φαίνεται πως λείπει. Τόσο ο σκηνοθέτης, όσο και ο ηθοποιός είναι ενδιάμεσα μεταξύ του κειμένου και του κοινού. Υπάρχει μια κειμένη γραφή και ένα κείμενο κοινό, δηλαδή κείται απέναντι μας. Μεταξύ των δύο αυτών κειμένων έγκειται ο σκηνοθέτης. Λένε πως στην τέχνη δεν υπάρχει καμία σταθερά. Όχι! Υπάρχει μια σταθερά και πολλές μεταβλητές. Υπάρχει το κείμενο, το οποίο για να το πειράξεις, να το μεταλλάξεις, πάντα προς όφελος του συγγραφέα, πρέπει να το ξέρεις πολύ καλά. Να το πιάνεις με τα γυμνά σου χέρια τα βρωμιάρικα, αλλά πριν να έχεις φορέσει χειρουργικά γυαλιά για να το διαβάσεις. Όταν δεν μπορείς να κανείς και τα δυο, δηλαδή ούτε μπορείς να την πέσεις σε κάποιον, ούτε να τον πηδήξεις, δεν έχεις  παρά να τον βρίζεις και να του πετάς πέτρες. Ούτε ή τρικλοποδιά, ούτε το σπάσιμο είναι επανάσταση, η ανοικοδόμηση είναι!

 

Έχοντας τη διττή υπόσταση και του σκηνοθέτη και του ηθοποιού, έχετε δυσκολία να λειτουργήσετε μόνο ως ηθοποιός στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη?

Δεν είναι πολύ εύκολο, αλλά γίνεται. Με τον Χουβαρδά για παράδειγμα έγινε αμέσως. Από εκεί και πέρα, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα, ακόμα και οι έμπειροι ηθοποιοί, μπορεί να σου λένε πως υπακούω, αλλά ακόμα και ασυνείδητα, βάζουν το δικό τους στοιχείο, όπως ο μάγειρας που ενώ η συνταγή λέει αυστηρά δυο κουταλιές αλάτι, λέει δεν του βάζω δυόμιση; Αυτό είναι κατορθωτό, το δύσκολο είναι να σκηνοθετήσεις τον εαυτό σου.

 

 

Στην καλλιτεχνική σας πορεία, είστε άμεσα συνδεδεμένος με τα κείμενα της αρχαίας δραματουργίας. Όταν ξεκινάτε να ασχοληθείτε μαζί τους, σας τρομάζουν κάποια από αυτά;

Μου προκαλούν δέος και διέγερση, όχι φόβο, γιατί τα αγαπώ πολύ, κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο γαλουχήθηκα. Επίσης μου αρέσουν όλα τα κείμενα, όχι μόνο τα αρχαία, απλά με αυτά έχω ένα μεγάλο πάθος.

 

 

Υπάρχει κάποιος αρχαίος ήρωας τον οποίο δεν έχετε παίξει ακόμα και θα το θέλατε πάρα πολύ;

Βεβαίως, αμέσως αμέσως μου έρχεται  ο ρόλος του Οιδίποδα Τύραννου και φαντάζομαι όταν μεγαλώσω λίγο, ο Οιδίποδας επί Κολωνω.

 

 

Γιατί όμως να πρέπει να μεγαλώσετε για να παίξετε ένα συγκεκριμένο ρόλο, γιατί πρέπει να υπάρχουν στεγανά;

Γιατί η σύμβαση στο θέατρο, κάπου αρχίζει και κάπου σταματάει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Η Ιουλιέτα είναι δεκατριών ετών. Δύσκολα θα παιχτεί από δεκατριάχρονο, οπότε παίρνεις λοιπόν μια μεγαλύτερη ηθοποιό, αλλά δεν μπορείς να τη βάλεις να είναι διακόσια πενήντα κιλά και εκατό χρονών. Κάπου αρχίζει και κάπου σταματάει η σύμβαση. Με τον Οιδίποδα, θα μπορούσε, αλλά μετά τον κάνεις τόσο υπό γωνία,  που στην προσπάθεια να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα, χάνεις το στόχο.

 

Έχετε υπάρξει και καλλιτεχνικός διευθυντής ενός μεγάλου θεάτρου. Πέρα από το καλλιτεχνικό κομμάτι μιας τέτοιας θέσης, πόσο δύσκολο ήταν να διαχειριστείτε το τεχνοκρατικό;

 

Είχα να διαχειριστώ ένα μεγάλο τεχνοκρατικό κομμάτι και κυρίως ένα κομμάτι μυαλών και ιδιοσυγκρασίας, που από χ πρέπει να γίνει ψ, αυτό είναι το πιο δύσκολο. Καθένας που ασχολείται με τα πολιτιστικά και ιδιαιτέρως με τις παραστατικές τέχνες και ειδικά με το θέατρο, τη στιγμή που πρέπει να είναι ο απόλυτος οραματιστής, πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ο απόλυτος πραγματιστής. Όταν είσαι μόνο ρεαλιστής, δεν έχεις τέχνη να κάνεις το όραμα σου και όταν είσαι μόνο οραματιστής, κάνεις ερασιτεχνίες, δεν προχωράει τίποτα και απογοητεύεσαι. Όταν ζητάς τη Επίδαυρο των δέκα χιλιάδων θέσεων, για να φτιάξεις εν γνώση σου μια παράσταση των εκατό θεατών, μην πάρεις την Επίδαυρο! Προσωπικά έχω τη γενναιότητα να λέω πως είμαι δειλός, ενώ κάποιοι έχουν τη δειλία να λένε ότι είναι γενναίοι. Πολλές φορές μας αρέσει, μη μπορώντας να κάνουμε πράγματα που θα τα καταλάβουν όλοι, να λέμε «α, εγώ κάνω κάτι για λίγους», άρα ότι είσαι ένα είδος καλλιτεχνικού γκουρμέ. Δεν είναι έτσι, απλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.

 

Αυτή η ψευδοεστέτ τάση φαίνεται να είναι μια μάστιγα της σύγχρονης εποχής.

 

Εγώ δεν βλέπω κάτι εστέτ, μια βλαχιά βλέπω, ένα φοβερό επαρχιωτισμό. Εστέτ χωρίς βάση ή εστέτ με βρώμικες κάλτσες δεν  γίνεται. Εστέτ από τη μέση και πάνω και από κάτω να φοράς φουστανέλα δεν γίνεται, είσαι απλώς αρχοντοχωριάτης. Είσαι ένας βλάχος, με λίγο από Παρίσι και ολίγη από Βερολίνο, με πάρα πολλά βίντεο, πάρα πολύ YouTube. Αυτό δεν είναι εστέτ κατά τη γνώμη μου. Εν πάση περιπτώσει για να χαρακτηρισθείς εστέτ, πρέπει να είσαι από τους λίγους. Δεν μπορεί οι πολλοί να είναι εστέτ, κάτι βρωμάει τότε.

 

 

Τελικά ο γνώμονας για να ανέβει μια παράσταση στην Ελλάδα, είναι καλλιτεχνικός ή πόσα θα φέρει στο θέατρο;

Δεν ξέρω γενικά, αλλά μπορώ να σου απαντήσω για εμένα. Εγώ κάνω θέατρο, κάνω δουλειές κυρίως για  να ζήσω ψυχικά καλά και να πάρω το χειροκρότημα, είτε είναι ένα χειροκρότημα δέκα χιλιάδων ατόμων, δηλαδή πιο μαζικές δουλειές, είτε ένα χειροκρότημα εκατό ατόμων, ανάλογα με το που πάω να δουλέψω. Βεβαίως και έχω κάνει δουλειές, γιατί επάγγελμά μου είναι, για να βγάλω λεφτά να ζήσω. Το οικονομικό, είναι μια πάρα πολύ έντιμη παράμετρος. Άλλωστε, εγώ ορίζω τον ηθοποιό, ως κάποιον που ζει από την ψυχή του,  που ζει πουλώντας την ψυχή του. Δεν θεωρώ πως ο ηθοποιός είναι κανένας αναχωρητής, ούτε κανένας ασκητής, αλλά ακόμα και όλα αυτά να είναι, πρέπει να βγάλει λεφτά και να ζήσει από αυτά. Αυτό που σου  φαίνεται τόσο ξενέρωτο και ρηχό, είναι ίσως όλη η σαγήνη της επαγγελματικής χροιάς, αυτής της τέχνης που λέγεται ηθοποιός. Και εγώ έχω κάνει δουλειές που δεν με διέγειραν για να πάρω ένα ποσό και καμία φορά, τότε κάνεις καλύτερες δουλειές σε σχέση με όταν κάνεις αυτό που φαντασιώνεσαι. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος πρέπει να κάνει, ό,τι δουλειές θέλει, όποτε θέλει και όπως τις θέλει; Τότε είναι ερασιτέχνης. Το θέμα είναι να ανθίζεις. Σου δίνουν μπετό; φύτρωσέ μου στο μπετό!

 

 

Επιστρέφοντας στην παράσταση, θυμάμαι έντονα μια φράση του Ράντκλιφ: «Δεν θα εξετάσω τι σημαίνει η εντολή αυτή, γιατί θέλω να είμαι αθώος του νοήματος της». Τελικά οι άνθρωποι πόσο εθελοτυφλούμε;

 

Εθελοτυφλούμε, γιατί είμαστε άνθρωποι, γιατί είμαστε θνητοί, για πολλά πράγματα. Μόνο οι ασυνείδητοι δεν εθελοτυφλούν, όπως τα μωρά, οι ερωτευμένοι έφηβοι και οι τρελοί. Άνθρωποι που κάνουν deal με τι απόλυτες αισθήσεις και αισθήματα. Όλοι οι υπόλοιποι από φόβο καμιά φορά εθελοτυφλούμε. Δεν θέλω να ξέρω αυτό που θα με ξεβολέψει και άρα να πάρω θέση! «Δεν θέλω να καθίσω σε κανένα θρόνο», λέει ο κάθε Ράντκλιφ, «αρκεί να είμαι ζωντανός και να αναπνέω», ενώ οι μεγάλοι, οι σπουδαίοι άνθρωποι, είτε μωρά, είτε τρελοί, είτε καλοί, είτε κακοί, λένε «Εγώ θέλω να κάτσω σε θρόνους». Ναι, αλλά αυτό μπορεί να σε καταστρέψει. «Ναι, αλλά θέλω». Τέλος πάντων ο Ράντκλιφ δεν θα γίνει ποτέ έργο, ο Ριχάρδος έγινε.

 

Ως σκηνοθέτης πως βλέπετε την ανάπτυξη της εγχώριας δραματουργίας, τα τελευταία δέκα χρόνια;

Θα σου απαντήσω σύντομα και λίγο απογοητευτικά. Δεν σημαίνει πως επειδή είμαι σκηνοθέτης ενημερώνομαι καθημερινά για το τι βγαίνει. Μάλλον είμαι ένας εμπειρικός σκηνοθέτης και ζω και εμπειρικά ως άνθρωπος. Μπορεί να έτυχε να διάβασα δέκα Δημητριάδηδες, επειδή τους έπαιξα, αλλά δεν έχω διαβάσει και πολύ ελληνική συγγραφή. Σπάνια συναντώ κάποιον νέο θεατρικό συγγραφέα που να με ενθουσιάζει, αλλά μπορεί να είναι και θέμα εποχής, ίσως να χρειάζεται να περάσει λίγος καιρός. Φαντάζομαι και όταν έβγαινε ο Καμπανέλλης, μπορεί να μην ενθουσίαζε κάποιους. Δεν μου αρέσει όμως η σύγκριση των εποχών, παρότι την κάνω, γιατί έτσι αισθάνομαι γέρος. Η κάθε εποχή έχει τα γνωρίσματά της και στην τελική εγώ προτιμώ πάντοτε τη νέα εποχή, αυτή που έρχεται και όχι αυτή που φεύγει. Έχω μια εφηβική ψυχολογία και αυτή διατηρώ.

 

Παρόλα αυτά ο Καμπανέλλης, είχε αρκετά δομημένη θεατρική γραφή. Μήπως σήμερα οι νέοι θεατρικοί συγγραφείς δεν κατέχουν τη γνώση αυτής της δομής και ως εκ τούτου αυτό δυσκολεύει την εμφάνιση έργων που να έχουν τη δυνατότητα να ενθουσιάσουν;

 

Φυσικά, γιατί έχει υποχωρήσει πάρα πολύ το θέμα της εκπαίδευσης και κυρίως της καλλιέργειας. Ενώ υπάρχει άφθονη πληροφόρηση λόγω του διαδικτύου, άφθονη  -ευτυχώς- απενοχοποίηση στη νέα γενιά, το νέο αυτό δυναμικό, δεν έχει βάθος. Αν είχε κάποιο βάθος, θα ήταν σπουδαίοι. Σίγουρα κάποιοι είναι και πολύ καλύτεροι από εμάς, που είχαμε όλες αυτές τις αγκυλώσεις, με το «μη αυτό», το politically correct , τα σφιξίματα, με τις ενοχές που μας έβαζαν. Πρόσεξε όμως γιατί εδώ ελλοχεύει ένας άλλος κίνδυνος. Έρχεσαι εσύ να κάνεις μια διάγνωση και νομίζεις πως ξεμπέρδεψες. Δεν είναι έτσι, σε μια ασθένεια γίνεται διάγνωση και ύστερα έχεις την ευθύνη να τη θεραπέψεις, άρα λοιπόν, όπου μπορείς να κουνήσεις το δάκτυλο σου, οφείλεις να το κάνεις. Εδώ έρχεται η ευθύνη.

 

 

Άρα όντας και δάσκαλος για πολλούς από τους ηθοποιούς της νέας γενιάς φαντάζομαι προσπαθείτε να τους διδάξετε αυτή την ευθύνη

 

Ακριβώς. Στους μαθητές μου, προσπαθώ να μην τους βάζω ενοχές, παρά μόνο την ευθύνη για την οποία μιλήσαμε. Θα γίνεις δυσάρεστος σε κάποιους, αλλά θα γίνεις ωφέλιμος, αυτό είναι ο δάσκαλος. Εδώ, υπάρχει μια νεολαγνεία, γιατί έχουμε αποφασίσει εμείς οι παλαιότεροι -ποιος ξέρει τι κόμπλεξ και τι ενοχές πληρώνουμε και με ποιους θέλουμε να μοιάσουμε- και αρχίζουμε ένα γλείψιμο στους ηλικιακά νέους,  λέγοντας σε ό,τι και αν κάνουν, μπράβο είναι πάρα πολύ ωραίο, πάρε και την Επίδαυρο, πάρτα όλα γιατί είσαι νέος. Δάσκαλος σημαίνει, να αντιμετωπίζει το νέο με το καρότο και το μαστίγιο. Να πεις στο νέο έκανες αυτό; Μπράβο! Αν ήταν χάλια οφείλω να σου πω πως ήταν χάλια. Όχι συλλήβδην ό,τι κάνει ο νέος είναι ωραίο, γιατί τότε τον κάνεις γέρο, δεν τον μαθαίνεις να ρισκάρει. Αν αγαπάς το νέο πρέπει να είσαι σαν πατέρας, σαν εραστής με την αρχαιοελληνική έννοια και σαν δάσκαλος χρειάζεται και ο ψόγος. Δεν γινόμαστε ευχάριστοι με αυτό, αλλά ποιος ξέρει γιατί θέλουμε να γίνουμε τόσο ευχάριστοι στους νέους.

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο