Μια συνάντηση με τον Δημήτρη Αλεξίου με αφορμή το Κουδούνι

Νατάσσα Μαχπούπ

Ο Δημήτρης Αλεξίου είναι δικηγόρος, συγγραφέας, μεταφραστής, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 2008. Από το 2012 γράφει, παίζει και σκηνοθετεί για το θέατρο παράλληλα με την πεζογραφία και τη μετάφραση. Τον γνωρίσαμε θεατρικά με την κωμωδία Θα σε δω στην πρεμιέρα (2016-2017), όπου έγραφε και έπαιζε, και τη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος «Ήλιος με δόντια» του Γιάννη Μακριδάκη (2018), όπου υπέγραφε τη διασκευή, τη σκηνοθεσία και κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.  Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της νεοσύστατης (2019) ομάδας Αντικλείδι που φέτος παρουσιάζει για πρώτη φορά το έργο του Το Κουδούνι σε δική του σκηνοθεσία, στο θέατρο Μεταξουργείο από τις 18 Οκτώβρη. Παράλληλα μόλις κυκλοφόρησε το τέταρτο μυθιστόρημά του «Το χρονικό του Ιόλαου» από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.

Με αφορμή την παράσταση Το Κουδούνι ο Δημήτρης Αλεξίου μας μιλάει για το σύγχρονο νεοελληνικό έργο στο θέατρο.

 

Τι ήταν αυτό που πυροδότησε τη συγγραφή του έργου;

Συζητώντας κάποτε με ένα φίλο για το πόσο καταπιεστική και χειριστική ήταν η μητέρα κάποιου αστειεύτηκα ότι πιθανότατα θα εξουσίαζε τη ζωή του ακόμα κι αν ήταν ανάπηρη και μουγκή. Αυτή ήταν μία εικόνα που αυτομάτως κόλλησε στο μυαλό μου και αποτέλεσε την αρχή του έργου. Δηλαδή μία μητέρα κατάκοιτη, με αδυναμία ομιλίας, που ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσει πέρα από τις εκφράσεις του προσώπου της είναι ένα ηλεκτρικό κουδούνι στο λαιμό που μπορεί να χτυπάει για να καλεί σε βοήθεια. Τελικά αυτό το κουδούνι μπορεί να γίνει ένα κουδούνι που προσπαθεί να σε επαναφέρει στην τάξη, να σε σταματήσει από πράγματα που θέλεις να κάνεις, γενικά να σου οριοθετήσει τη ζωή. Το κουδούνι μετατράπηκε σε σύμβολο όπου συνοψίζονται οι κοινωνικές συμβάσεις, οι τοξικές σχέσεις, οι περιορισμοί και οι απαιτήσεις των άλλων από εμάς.

Ποιο είναι το στοιχείο που υπερισχύει στη παράσταση; Είναι η κωμωδία ή το δράμα;  

Το δράμα. Κι αυτό γιατί δεν είναι ένα μόνο το θέμα που θίγεται σε αυτό το έργο. Ακόμα και το θέμα της σεξουαλικής ταυτότητας δεν είναι αποκομμένο από όλα τα άλλα θέματα που ακουμπάει η παράσταση όπως η φιλία, οι κοινωνικές υποχρεώσεις, ο βιοπορισμός, η επαγγελματική δεοντολογία και πάνω απ’ όλα η ειλικρίνεια των σχέσεων. Τίποτα δε συμβαίνει μόνο για έναν λόγο και ένα κίνητρο ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αγάπη, η τρυφερότητα, το προσωπικό συμφέρον, η πίστη σε κάτι ανώτερο, η κοινωνική αναγκαιότητα, όλοι είναι λόγοι για τους οποίους αλληλεπιδράμε με τους άλλους ανθρώπους γύρω μας.

Στην παράσταση σας ποιο είναι το διακύβευμα;

Νομίζω ότι τελικά είναι η ειλικρίνεια. Όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό μας. Να βλέπουμε τα πράγματα κατάματα, να τα ονοματίζουμε, να μην τα κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί, να μην τα αφήνουμε να κακοφορμίσουν. Είναι αυτό που ίσως προκαλεί πρόσκαιρα τα περισσότερα προβλήματα, όπως ο μοναδικός ήρωας του έργου που λέει τα πράγματα όπως ακριβώς τα βλέπει, αλλά σε βάθος χρόνου μας διαφυλάσσει από το να βιώσουμε μία αναπόδραστη δυστυχία που ψάχνει απεγνωσμένα διέξοδο.

Νοιώθετε πιο σίγουρος ως συγγραφέας ή ως σκηνοθέτης;

Είμαι στον χώρο της συγγραφής λογοτεχνίας από το 2007 και έχω γράψει τέσσερα μυθιστορήματα και πέντε θεατρικά έργα. Επομένως, σε επίπεδο λόγου νομίζω ότι έχω πια την αίσθηση του τι λειτουργεί και τι όχι και κυρίως της ανάγκης ροής και ρυθμού του κειμένου και το πλάσιμο χαρακτήρων. Από την άλλη είμαι και πολλά χρόνια ηθοποιός και γνωρίζω τη διεργασία που χρειάζεται ο ηθοποιός για να βουτήξει και να εμβαθύνει στον ρόλο του κάνοντας αναγωγές σε δικά του βιώματα και εμπειρίες, ασχέτως του τι ήθελε ο συγγραφέας ή πως θα έβλεπε τον κάθε ήρωα. Αυτή η εμπειρία μου ως ηθοποιού είναι η βασική προτεραιότητά μου ως σκηνοθέτη. Να γίνει ο ηθοποιός ένα με τον ρόλο, με τον ήρωα που καλείται να ενσαρκώσει. Νομίζω ότι όταν ο σκηνοθέτης έχει καλό κείμενο και καλούς ηθοποιούς δε χρειάζεται να προσπαθεί να αποδείξει συνεχώς το όραμα και την καινοτομία που θα φέρει στην Τέχνη. Την καλή πρώτη ύλη την καταστρέφουν τα πολλά εφέ και η υπερπροσπάθεια.

Ποια είναι η δυναμική του ελληνικού έργου σε σχέση με τις άλλες χώρες που έχουν ισχυρή παράδοση κατά τη γνώμη σας; Θεωρείτε ότι το ελληνικό έργο προωθείται αρκετά στο εξωτερικό;

Κακά τα ψέματα ζούμε σαν λαός στη σκιά της Αρχαίας Ελληνικής κλασικής γραμματείας. Αυτή είναι η αυτόματη σύνδεση στο μυαλό κάθε ανθρώπου στον κόσμο όταν ακούει Ελλάδα  ή Έλληνας και εν πολλοίς έχει περάσει και στη δική μας ιδιοσυγκρασία γι’ αυτό και δείχνουμε μία παθητικότητα ή μία αίσθηση κατωτερότητας απέναντι στο καθιερωμένο αρχαίο έργο αλλά και στο σύγχρονο ξένο. Νομίζω ότι όταν σαν λαός έχεις συνηθίσει επί 200 χρόνια να στηρίζεσαι πολιτικά και οικονομικά από ξένες δυνάμεις, χωρίς ποτέ να προσπαθήσεις να είσαι εσύ πρωτοπόρος σε κάτι, αυτό φαίνεται και στον πολιτισμό που παράγεις και εξάγεις. Οι πρωτοπόροι της Τέχνης σε κάθε τομέα που πέρασαν τα σύνορα ήταν πάντα μοναχικοί. Νομίζω ότι ήταν είτε αυτοί που μπόρεσαν να απωλέσουν την «ελληνική» τους ταυτότητα με την πατριωτική του όρου έννοια ή αυτοί που μπόρεσαν να την κάνουν τόσο πολύ κτήμα τους ώστε να τη διαμορφώσουν εκ νέου και να την πάνε ένα βήμα παραπέρα. Συλλογικά δεν έχουμε μπορέσει ποτέ να κάνουμε κάτι που θα διαμορφώσει κουλτούρα στο εσωτερικό ήδη, δεν έχουμε φορείς και εργαλεία ανάπτυξης σύγχρονου πολιτισμού, πώς θα καταφέρουμε να εξάγουμε εύκολα οποιοδήποτε έργο πολιτισμού;  Ας δούμε λίγο τι καλό έκαναν οι Καταλανοί και έχουν καταφέρει την τελευταία εικοσαετία να εξάγουν θέατρο.

Το κοινό της Ελλάδας στηρίζει το ελληνικό έργο;

Το κοινό θα στηρίξει κάθε καλή παράσταση. Δε φτάνει μόνο το καλό έργο, θέλεις καλή παραγωγή, καλή σκηνοθεσία και καλούς ηθοποιούς. Και κακά τα ψέματα τα πάντα ξεκινούν από την παραγωγή. Εάν ο παραγωγός δε στηρίξει το νέο ελληνικό έργο, αυτό θα φτάσει δύσκολα στο κοινό και δύσκολα θα το κερδίσει. Όσο οι παραγωγοί δουλεύουν στη λογική του γνωστού ονόματος που θα φέρει κόσμο στο ταμείο, όσο τα ΜΜΕ θα θεωρούν πολιτιστική στήλη τους celebrities δύσκολα θα φτάσει στο κοινό το σύγχρονο ελληνικό έργο και μάλιστα το καινούργιο. Τίποτα καινούργιο δεν έχει κάνει όνομα από πριν. Πάντως η στήριξη και η επιτυχία που γνώρισε μέχρι στιγμής  η δική μας παράσταση που δεν είχε κανένα γνωστό όνομα πουθενά στους συντελεστές, δείχνει ότι το καλό υλικό και η πολλή δουλειά βρίσκουν ανταπόκριση. Και είναι πολύ ελπιδοφόρο να έχει το κοινό να κρίνει και ένα καινούργιο έργο εκτός από τις άλλες συνιστώσες μίας παράστασης, να μην ξέρει το περιεχόμενο του έργου, να αδημονεί να δει τι θα συμβεί.  Καλός ο Μακμπέθ αλλά όλοι ξέρουμε την ιστορία του, πόσα καινούργια πράγματα μπορεί να μας πει το κάθε ανέβασμα;

Αγαπημένος Έλληνας και ξένος θεατρικός συγγραφέας και γιατί;

Είναι δύσκολο να διαλέξω έναν αγαπημένο κυρίως γιατί μου αρέσουν έργα του καθενός και δεν έχω ακολουθήσει συνολικά την πορεία των σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων. Μου άρεσαν έργα του Γιάννη Τσίρου, του Παναγιώτη Μεντή, του Ανδρέα Φλουράκη. Μου έχουν αρέσει έργα του Μάρτιν ΜακΝτόνα και αρκετών Καταλανών συγγραφέων. Θα τολμήσω όμως να πω ότι για μένα η μεγάλη δυσκολία είναι στην κωμωδία και εκεί θα έχω πάντα ως οδηγό μου τον Ντάριο Φο και τον Αλέκο Σακελλάριο.

Έχετε κάποιο άλλο έργο που σκοπεύετε να ανεβάσετε στο μέλλον;

Έχω δικά μου έργα που δεν έχουν παρουσιαστεί ακόμα στο κοινό. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήθελα να τα ανεβάσω εγώ σε δική μου σκηνοθεσία. Εξάλλου και «Το κουδούνι» αναγκάστηκα να το ανεβάσω εγώ επειδή δε θέλησε να το κάνει κάποιος άλλος εδώ και επτά  χρόνια από τότε που γράφτηκε. Νομίζω ότι θα έπρεπε το αμέσως επόμενο να είναι το «Ολινγκίτο», μία κωμωδία που γράφτηκε μέσα στην καραντίνα και αφορά την πανδημία Covid όπως τη ζήσαμε (και τη ζούμε ακόμη) όλοι μας. Και επειδή θα ήθελα να παίξω ξανά στο θέατρο, ίσως το επόμενο έργο να είναι κάτι στο οποίο θα μπορώ να παίξω κι εγώ.

 

Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.

 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο