120 χρόνια μετά τη συγγραφή του, το 1894, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το μοναδικό θεατρικό έργο του ποιητή και πεζογράφου Αργύρη Εφταλιώτη, ο Βουρκόλακας στην πρώτη σκηνοθεσία του Γιώργου Λύρα.
Ένα θεατρικό κείμενο που αντλεί το θέμα του από τους λαϊκούς μύθους και κυρίως Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού. Ένας συγγραφέας-σύμβολο της ελληνικής διανόησης στη μάχη για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Μια παράσταση που συνομιλεί με την παράδοση με έναν μοναδικά σύγχρονο τρόπο. Με γλώσσα πλούσια σε μνήμες και συναίσθημα, ύφος πιστό στο ρεύμα του ρομαντισμού, ο Βουρκόλακας είναι ουσιαστικά μια τραγωδία σε τρεις πράξεις.
Μια μικρή κοινότητα ανθρώπων μόνοι τους κάπου στο πουθενά. Μια κοπέλα, η Αρετή, ερωτεύεται έναν νεαρό, θέλει να τον παντρευτεί, αλλά ο αδερφός, -σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα της εποχής- προτιμά το συνοικέσιο με έναν έμπορο από τη Βαβυλώνα για οικονομικούς λόγους. Η Μάνα μπροστά στο αναπόφευκτο για να δώσει τη συγκατάθεσή της ζητά από τον γιό της να ορκιστεί πως αν συμβεί κάποιο «κακό», αυτός θα πάει να της φέρει πίσω την κόρη της. Ο όρκος για την επιστροφή της Αρετής δίνεται… Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, το έργο ξεφεύγει από το επίγειο, οι χαρακτήρες δεν συγκρούονται μεταξύ τους αλλά έρχονται αντιμέτωποι με τη μοίρα τους. Ή μήπως με τις λάθος επιλογές τους;
-Λίγες στιγμές πριν την πρεμιέρα της παράστασης, συναντάμε στα παρασκήνια τον Γιώργο Λύρα, «παιδί» του Θεάτρου Τέχνης και επί δέκα χρόνια βοηθό σκηνοθέτη του Σταμάτη Φασουλή. Μας περιγράφει γιατί στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά επέλεξε να αναμετρηθεί με τον Βουρκόλακα.
«Από πολύ μικρός έχω μία τάση να ακολουθώ κάθε μορφή τέχνης που δεν χαρακτηρίζεται από ρεαλιστική αφήγηση. Μου αρέσει πολύ ο μύθος, το παραμύθι, θέλω να παρακολουθώ μια ιστορία και να ξεχνιέμαι. Προφανώς εκτιμώ παραστάσεις που μιλούν για το σήμερα και αναδεικνύουν κοινωνικούς προβληματισμούς, όπως κάνει το πολιτικό θέατρο, αλλά εγώ αγαπάω πολύ το θέατρο που αφορά τον μύθο». Λάτρης από μικρό παιδί της σουρεαλιστικής αφήγησης και της λογοτεχνίας του φανταστικού, ξεχώρισε από όλα τα μυθολογικά και φανταστικά πλάσματα, τον βρικόλακα. Αυτό το πλάσμα που οι Σλάβοι τον λέγαν vlăkodlakă, οι Βούλγαροι vălkolàk και κάποιοι Έλληνες τον προπροηγούμενο αιώνα Βουρκόλακα.
Του ζητάμε να μας αποκαλύψει λίγα πράγματα για το ύφος της παράστασης. «Με πολύ κόπο και προσήλωση, οι ηθοποιοί και εγώ αγωνιστήκαμε να απομακρυνθούμε από οποιοδήποτε ηθογραφικό στοιχείο είχε ο Εφταλιώτης, κρατώντας όμως παράλληλα τα ρομαντικά στοιχεία της παράστασης. Λέγοντας ρομαντικά στοιχεία δεν εννοώ τον ρομαντισμό όπως τον έχουμε τώρα στο μυαλό μας με την γραφικότητα του, αλλά την σκληρή του πλευρά. Το ρεύμα του ρομαντισμού αντιμετώπιζε με οριστικό και τελολογικό τρόπο τα πράγματα. Ο ρομαντικός άνθρωπος ή έχει αυτό που επιθυμεί ή πρέπει να συναντήσει τον θάνατο. Δηλαδή, αν δεν έχω την κοπέλα που αγαπώ θα πρέπει να πεθάνω. Αν κάτι μικρό και καθημερινό με πληγώνει είναι σαν να με πληγώνει μια μεγάλη συμφορά. Τα αισθήματα είναι διογκωμένα και τα πράγματα δεν αντιμετωπίζονται όπως ρεαλιστικά είναι στη ζωή. Έτσι εμείς προσπαθούμε να δουλέψουμε την αφήγηση της παράστασης. Μέσα από μια σύγχρονη οπτική χωρίς να αψηφούμε την παράδοση και τις ρίζες, φωτίζουμε τα ρομαντικά στοιχεία, την υποβλητική ατμόσφαιρα και επιχειρούμε την απελευθέρωση των συναισθημάτων, σε μια προσπάθεια επαναφοράς στη Μαγεία».
Μας υπογραμμίζει την προσπάθεια των ηθοποιών της παράστασης να οικειοποιηθούν μια τόσο παλιά γλώσσα. «Ο λόγος του κειμένου δεν είναι έμμετρος όπως στην Γκόλφω και στον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, δεν είναι καθαρεύουσα, δεν είναι και δημοτική. Είναι μια μίξη. Μια ιδιότυπη μορφή γλώσσας, πολύ πλούσια σε αίσθημα και σε εικόνες. Η δυσκολία της, λοιπόν, είναι να την σεβαστείς θεατρικά. Αυτό σημαίνει ότι δεν φτάνει μόνο να μάθεις τα λόγια απέξω και να τα λες σωστά, αλλά να δώσεις ζωή σε αυτό το κείμενο. Ένα κείμενο το σέβεσαι όταν το σηκώσεις από τη σελίδα, όταν δεν κείτεται απλά στο χαρτί. Το μεγάλο μου στοίχημα ήταν να καταφέρω να εργαστώ με τους ηθοποιούς και να τους βοηθήσω προς αυτό τον δρόμο: να οικειοποιηθούν μια περασμένη και απόμακρη γλώσσα, έτσι ώστε ο θεατής ακούγοντας την να πιστεύει ότι αυτοί οι άνθρωποι και εκτός πρόβας έτσι μιλάνε. Ότι δεν την μάθανε και την φορέσανε στο στόμα τους απλά για να παίξουν την παράσταση».
Συζητώντας για τη σημασία του λαϊκού μύθου στη σύγχρονη απομυθοποιητική κοινωνία, ο Γιώργος Λύρας μιλάει με ενθουσιασμό για την αναλγητική λειτουργία του μύθου, ο οποίος μας καθησυχάζει για μια-δυο ώρες και μας επαναφέρει λίγο πιο κοντά στην ανθρώπινη μας φύση, που είναι το αίσθημα μας. «Πρέπει να ξανασκύψουμε να πιούμε από το κύπελλο του μύθου για να ξαναζήσουμε. Ο κόσμος από τον Διαφωτισμό και μετά, που αποϊεροποιήθηκε και επικράτησε ο ορθολογισμός και η επιστήμη, απομακρύνθηκε από το σκοτάδι και το ανεξήγητο βεβαίως, αλλά από την άλλη έχασε μια μαγική πλευρά της ζωής. Τα πράγματα έγιναν όλα πολύ εύκολα κατανοητά και πεζά. Ήρθε η ρουτίνα, η πλήξη, η μονοτονία και άρχισε σιγά σιγά να νεκρώνει το θυμικό. Οι άνθρωποι δύσκολα συγκινούνται, δύσκολα γελάνε, δύσκολα ξεσπάνε. Μιλώντας σου ως θεατής και όχι ως ένας άνθρωπος που δουλεύει στο θέατρο, έχω ανάγκη να πηγαίνω να παρακολουθώ μια ιστορία στο σινεμά ή στο θέατρο που θα με κάνει να συγκινηθώ, να γελάσω και ας μην ακουμπάει τόσο σε γεγονότα της εποχής μας, αλλά που θα αφυπνήσει για λίγες ώρες το θυμικό μου».
Λίγο πριν το τέλος της συνομιλίας μας αναζητούμε το ηθικό δίδαγμα του έργου. Εάν φυσικά δεχθούμε ότι υπάρχει. Στην ιστορία του Βουρκόλακα τα πάθη των πρωταγωνιστών εκκινούνται γιατί παρασύρονται από την κοινωνική ηθική. Οι χαρακτήρες πλέκονται σε λάθος επιλογές σκεφτόμενοι πάντα τους άλλους. Ποτέ δεν προσπάθησαν να ζήσουν όπως ήθελαν και στο τέλος η τιμωρία είναι πολύ σκληρή. Η ζωή φτάνει στο τέλος της και οι πρωταγωνιστές συνειδητοποιούν ότι δεν πρόλαβαν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. «Αυτό, λοιπόν, που προσπαθεί να μας πει το κείμενο του Εφταλιώτη είναι να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στις σχέσεις, στο αίσθημα, στη φιλία, στον έρωτα, στην αγάπη, στην οικογένεια, στην ίδια μας τη ζωή και στον ίδιο μας τον εαυτό και να μην φτάσουμε στο τέλος να μετανιώσουμε για τον χρόνο που έφυγε και δεν τον ζήσαμε».
Κλείνοντας, νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει όλους τους ηθοποιούς του θιάσου, και ιδιαίτερα τη Νένα Μέντη, η οποία όπως λέει ο ίδιος, αποτελεί την προσωπική άγκυρα του σκηνοθέτη. «Δουλεύοντας στις πρόβες συνειδητοποιώ ότι χωρίς τον θίασο αυτόν, η παράσταση δεν θα ήταν αυτή που είναι. Το έργο με βοήθησαν να το προχωρήσω πολύ οι ίδιοι οι ηθοποιοί και ιδιαίτερα η Νένα Μεντή, με την οποία είχαμε μια ακαριαία καλλιτεχνική και ανθρώπινη χημεία. Μαθαίνω διαρκώς από εκείνη και σε κάθε πρόβα μεγεθύνει 10 φόρες περισσότερο τη δική μου σκέψη πάνω στο έργο και στο θέατρο γενικότερα».
Η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου, στο θέατρο Αποθήκη.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λύρας
Σκηνικά: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου
Κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης
Μουσική: Γιώργος Δούσσος
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Αργυριάδης
Παίζουν
Νένα Μεντή
Ηλιάνα Γαϊτάνη
Γιώτα Καλλίνη
Ηλίας Λάτσης
Αμαλία Νίνου
Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης
Δημήτρης Σαμόλης
Συνεντεύξεις