Μια συνάντηση με τον Γιώργο Γιανναράκο

Ειρήνη Μουντράκη

Ο Γιώργος Γιανναράκος είναι ένας πραγματικός εργάτης του ελληνικού θεάτρου. Συνδυάζοντας ιδιότητες και αναζητήσεις, μέσα από μια πολύ έντονη δραστηριότητα που καλύπτει πολλούς τομείς, – είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης αλλά και ραδιοφωνικός παραγωγός –   προσφέρει ουσιαστικά στην προώθηση της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας ενώ ταυτόχρονα καταθέτει τις δικές του σκηνικές προτάσεις.

Φέτος, στο θέατρο Τζένη Καρέζη σκηνοθετεί δύο άπαιχτα μονόπρακτα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, τον «Κρυφό Ήλιο» (1952) και «Σιλωάμ» (1951), από τα πρώτα θεατρικά έργα του συγγραφέα, με νωπές μνήμες, παραστάσεις και βιώματα από τον εγκλεισμό του στο χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Mauthausen.

 

– Καταπιάνεστε με δύο πρώιμα κείμενα «άγνωστα» του πιο γνωστού ίσως έλληνα θεατρικού συγγραφέα. Πως είναι αυτή η ισορροπία;

Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μετά τη συγκίνηση που αισθάνθηκα από την πρώτη επαφή ήρθε η συνειδητοποίηση, ότι κράταγα δηλαδή στα χέρια μου δύο έργα ενός μεγάλου συγγραφέα που σηματοδότησε μια ολόκληρη στροφή στο ελληνικό θέατρο και ταυτόχρονα δύο έργα ενός νεαρού ταλαντούχου συγγραφέα που ακόμη δεν έχει δει τίποτε δικό του να υλοποιείται σκηνικά. Δύο έργα με αστραφτερούς διαλόγους, με νεανική ορμή, με πάθος και με μια πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική οικονομία, χωρίς όμως το άψογο φινίρισμα που θα δούμε στα επόμενα έργα του Καμπανέλλη. Δύο έργα που μου άρεσαν από την πρώτη στιγμή και μου γέννησαν την επιθυμία να τα δω στη σκηνή. Είναι πρόκληση, είναι ευθύνη. Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως και με κάθε έργο που αποφασίζει κανείς να ανεβάσει; Εδώ ίσως λίγο παραπάνω, αφού αν τα έργα αναδειχθούν από την παράσταση δυο καινούργια, κατά την άποψή μου σημαντικά, έργα του Καμπανέλλη μπαίνουν στο χάρτη, αν δεν αναδειχθούν, το εγχείρημα θα τα έχει αδικήσει. Δεν είναι εύκολη η ισορροπία. Θέλει προσοχή, καλή ομάδα, υπομονή, δουλειά και τα άλλα έρχονται.

 

– Πως έφτασαν τα έργα στα χέρια σας;

Τον Δεκέμβριο του 2015 θέλησα να κάνουμε στο «Μπλε σαν πορτοκάλι», στην εκπομπή που παρουσιάζουμε μαζί με τη Μαίρη Βενέζη στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, ένα αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Αφορμή ήταν ότι παίζονταν τρία θεατρικά του έργα σε αθηναϊκές θεατρικές σκηνές, ενώ είχε ήδη ανακοινωθεί ότι θα ανέβαιναν κι άλλα από τον Ιανουάριο του ’16. Επιπλέον, ήταν γνωστή η πρόθεση να δημιουργηθεί ένα Μουσείο Καμπανέλλη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Νάξο, το οποίο έγινε τελικά πραγματικότητα το περασμένο καλοκαίρι. Πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα Καμπανέλλη, την κόρη του, με την οποία είμαστε φίλοι από τα χρόνια του Πανεπιστήμιου. Της άρεσε η ιδέα και στη διάρκεια της συνέντευξης που μεταδόθηκε ζωντανά, έγινε και η αναφορά σε άπαιχτα και αδημοσίευτα έργα του. Ήταν για μένα μια μεγάλη έκπληξη και προφανώς της ζήτησα, αν ήθελε, να μου τα δώσει να τα διαβάσω. Δέχθηκε να μου τα δώσει. Δεν είχα φανταστεί πόσο σημαντικά ήταν. Με το που τα διάβασα αποφάσισα, με τη σύμφωνη γνώμη της Κατερίνας, να προσπαθήσω να τα ανεβάσω. Βήμα το βήμα, καταλήξαμε στην παράσταση στο «Τζένη Καρέζη».

 

– Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στο να ασχοληθείτε με αυτά;

Ήδη μίλησα για αστραφτερούς διαλόγους, νεανική ορμή και πάθος. Οι χαρακτήρες είναι ανάγλυφοι και καλούν τους ηθοποιούς να κάνουν ερμηνείες. Σε πρώτο πλάνο μπαίνει κάτι που και πάλι στην εποχή μας είναι επίκαιρο: Η κρίση των αξιών. Πώς εντάσσεται κάθε άνθρωπος στην πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται, όπως αυτή με ιλιγγιώδεις ρυθμούς αλλάζει γύρω μας; Ποιος αντέχει και πώς; Ποιος είναι ένοχος; Και ποιος θα τον κρίνει; Πόσος χώρος υπάρχει για όνειρα;

Μιλάω για τον «Κρυφό Ήλιο» και το «Σιλωάμ» του Καμπανέλλη και έχω την αίσθηση ότι με τον ίδιο τρόπο θα περιέγραφα την εποχή μας. Και μαζί με όλα αυτά τίθεται το ζήτημα της εξουσίας, του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου. Το πάθος για τη ζωή. Και ο φασισμός που την υποβιβάζει.

 

– Οι σκοτεινές αυτές δυνάμεις που προκάλεσαν τόσο πόνο βλέπουμε να επανέρχονται δυναμικά δυστυχώς. Πως αντιμετωπίζετε αυτή την αναλογία;

Και στο θέατρο και στη ζωή επιλέγεις και αγωνίζεσαι. Επιλέγεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Αγωνίζεσαι για ό,τι αγαπάς και ό,τι δίνει αξία στη ζωή σου. Οι δυνάμεις αυτές έχουν και αδυναμίες. Αδυναμίες που πρέπει ο καθένας με τον τρόπο του να τις κάνει σαφείς σε όσους είναι πιο ευάλωτοι σε μεγάλα λόγια, σε όσους υπάρχει κίνδυνος να «ψηθούν» από αυτές τις σκοτεινές δυνάμεις. Τα έργα τέχνης μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία ανάδειξης της ελεύθερης σκέψης, της ελεύθερης επιλογής, των ανθρώπινων αξιών. Μπορούν να δώσουν δύναμη σε όσους θέλουν να αντισταθούν σ’ αυτές τις «σκοτεινές δυνάμεις». Και ευτυχώς είναι οι συντριπτικά περισσότεροι. Απαιτείται προσπάθεια να αναδεικνύουμε την αλήθεια και να δυναμώνουμε τη μνήμη μας.

 

– Γιατί αποφασίσατε να κρατήσετε το «Σιλωάμ» ως τίτλο;

Ο τίτλος της παράστασης ήταν ένα θέμα που μας απασχόλησε. Έχουμε δυο μονόπρακτα με πολύ ωραίους τίτλους. Ένα μεγάλης διάρκειας, τον «Κρυφό Ήλιο» και ένα μικρής, το «Σιλωάμ». Θα μπορούσε για την παράσταση να επιλεγεί και κάτι τρίτο. Τελικά, νομίζω ότι ο τίτλος «Σιλωάμ» την εκφράζει. «Σιλωάμ» σημαίνει «απεσταλμένος». Και είναι ακριβές για το δεύτερο μονόπρακτο. Όμως η παράσταση είναι ενιαία. Και κατά την άποψή μου, στη συγκεκριμένη παράσταση τα δυο αυτά έργα, παρά το εντελώς διαφορετικό στυλ στη γραφή τους αποτελούν ένα ενιαίο δίπτυχο. Όσο κι αν ο «Κρυφός Ήλιος» έχει δική του κορύφωση, η κορύφωση της παράστασης έρχεται στο δεύτερο μονόπρακτο. Έτσι έγινε η επιλογή του τίτλου.

 

– Πως ορίζεται τελικά ο άνθρωπος;

Ο άνθρωπος ορίζεται από τις επιλογές του. Και από άλλα πράγματα, αλλά από τις επιλογές του σίγουρα. Αν πούμε περισσότερα, ίσως χρειαστεί να γράψουμε βιβλίο.

 

– Τα τελευταία χρόνια έχετε σκύψει με στοργή και ενδιαφέρον πάνω από το σύγχρονο ελληνικό έργο. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για την επιλογή σας αυτή;

Δεν ξέρω αν είναι δική μου μόνο η επιλογή ή επιλογή και των έργων των ίδιων, ή και φίλων, με τους οποίους συνεργάζομαι. Το θέατρο είναι ομαδική δουλειά. Έχω σκηνοθετήσει και ξένα έργα. Και υπάρχουν κι άλλα στα σχέδιά μου, αν όλα πάνε καλά. Όπως υπάρχουν κι άλλα ελληνικά. Και αρχαία ελληνικά. Ανάμεσα σε ένα ξένο και ένα ελληνικό έργο που μου αρέσουν το ίδιο πάντως, θα προτιμήσω το ελληνικό. Ίσως γιατί μου είναι πιο οικείο. Ίσως γιατί μου αρέσει να βλέπουν τις παραστάσεις των έργων που σκηνοθετώ οι συγγραφείς τους. Συνήθως βλέπουν και κάτι καινούργιο. Και αυτό είναι φυσικό. Η σκηνική υλοποίηση ενός έργου που είναι γραμμένο στο χαρτί οδηγεί σε ανακαλύψεις. Ανακαλύψεις και δικές μου και των συγγραφέων και των άλλλων συντελεστών των παραστάσεων. Και έχω περάσει πολύ ωραία συζητώντας αυτές τις «ανακαλύψεις» με τους συγγραφείς των έργων. Ακόμη και σε φάσεις που υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.

 

– Πως θα περιγράφατε το σύγχρονο ελληνικό θέατρο; Που πιστεύετε ότι βαδίζουμε;

Πρώτα – πρώτα, να ξεκινήσουμε από τα θεατρικά έργα. Γράφονται σήμερα εξαιρετικά θεατρικά έργα. Από νέους και από πιο ώριμους συγγραφείς. Έργα που θέλουν να ζωντανέψουν στη σκηνή και το αξίζουν. Έργα πρωτόλεια που με μερικές δραματουργικές επεμβάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε εξαιρετικές παραστάσεις και έργα ώριμα που είναι έτοιμα για ανέβασμα. Πολλές φορές με στενοχωρεί που, έργα που διάβασα και μου άρεσαν πολύ, δεν τα είδα να ανεβαίνουν.Σίγουρα υπάρχουν και πάρα πολλά που δεν έχουν πέσει στην αντίληψή μου. Όλα είναι θέμα συγκυριών. Πρέπει ένας καλλιτέχνης ή ένα έργο να βρεθεί στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Δεν μιλάω για συμπτώσεις μόνο. Μιλάω και για τρόπους να δημιουργήσουμε την κατάλληλη στιγμή.

Σε πολλές περιπτώσεις οι θίασοι, οι ομάδες, δεν εμπιστεύονται τα έργα αυτά κυνηγώντας την πρωτοτυπία ή την πρόκληση. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σύντομα να προκαλέσεις το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και στη συνέχεια του κοινού. Το «από στόμα σε στόμα» δεν προλαβαίνει να λειτουργήσει και πολλές παραστάσεις κατεβαίνουν πριν προλάβουν να γίνουν γνωστές, ή έστω να ολοκληρώσουν ένα κύκλο. Καλή η πρωτοτυπία και η πρόκληση, όμως και ένα καλό έργο είναι πρόκληση από μόνο του. Και ένας σκηνοθέτης δεν χάνει τίποτε αν μέσα από μια παράσταση δεν αναδείξει τη μεγαλοφυΐα του. Αρκεί να αναδείξει τη μεγαλοφυΐα του συγγραφέα ή το ταλέντο των ηθοποιών του και των άλλων συντελεστών της παράστασης. Αυτά ως προς τα σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα και την τύχη τους.

Τώρα η θεατρική πραγματικότητα είναι σύνθετη, ή μάλλον είναι τόσο σύνθετη και τόσο απλή όσο το χάος. Μια Αθήνα με εκατοντάδες παραστάσεις, μια Θεσσαλονίκη με λίγες και σε γενικές γραμμές καλές και ενδιαφέρουσες, μια περιφέρεια που το καλοκαίρι βλέπει σε περιοδεία πολύ καλές παραστάσεις, αλλά και μερικές φορές θεάματα …ό,τι νάναι. Στην Αθήνα μπορεί κανείς να δει ο,τιδήποτε. Καλές, κακές, πρωτότυπες, πειραματικές, παιδικές, ακατάλληλες, κατάλληλες, ενδιαφέρουσες, αδιάφορες παραστάσεις. Παραστάσεις σε θέατρα, στο δρόμο, σε μπαρ, σε σπίτια, σε καταστήματα. Κι εγώ που τα λέω, έχω κάνει παράσταση σε γυμναστήριο, σε μπαρ, σε μουσείο, σε φουαγιέ. Κωμωδίες, δράματα, θρίλερ, εμπορικά ή «κουλτουριάρικα» θεάματα. Παραγωγές άρτιες ή πρόχειρες.

Ο θεατρόφιλος δεν προλαβαίνει να μάθει τι ενδιαφέρον γι’ αυτόν παίζεται. Οι παραστάσεις δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν. Και όλα αυτά έχουν και οικονομικό και ψυχολογικό κόστος. Δυστυχώς θέατρο μόνο με καλές προθέσεις δεν γίνεται.

Πάντως είμαι πολύ αισιόδοξος. Από αυτόν τον θεατρικό οργασμό κάτι πολύ καλό θα βγει. Χρειάζεται βέβαια και η στήριξη. Από την πολιτεία, από τα ιδρύματα, από χορηγούς, από όλους μαζί, δεν ξέρω. Η κρίση προκαλεί καλλιτεχνική έκφραση, η οποία διοχετεύεται, μάλλον σκορπίζεται παντού. Ελπίζω σύντομα να έχουμε θετικές αποφάσεις και κατευθύνσεις και σε κεντρικό επίπεδο από πλευράς πολιτείας. Πάντα υπήρχαν οικονομικές δυσκολίες. Όμως, από όλη αυτή την ποικιλία που χαρακτηρίζει την ελληνική θεατρική σκηνή, πιστεύω πως θα οδηθγηούμε σε πολύ καλά πράγματα.

 

– Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια;

Πολλά. Υλοποιήσιμα και ανατρέψιμα. Μπορώ να πω ότι έχω υπόψη μου τα δυο ή τρία επόμενα έργα που θα ήθελα να σκηνοθετήσω. Δεν εξαρτάται όμως μόνο από μένα. Είπαμε, το θέατρο είναι ομαδική δουλειά και δεν γίνεται μόνο με καλές προθέσεις. Επιπλέον, μπορεί ένα καινούργιο έργο που θα πέσει στα χέρια μου, μια καινούργια ενδιαφέρουσα κατάσταση, να αλλάξει τα όποια σχέδιά μου. Είμαι ανοιχτός σε ανατροπές.

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο