Ο Γιάννης Νταλιάνης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Τον συναντήσαμε στο Θέατρο Πορεία με αφορμή τη συμμετοχή του στην παράσταση «Δόξα κοινή» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Μια παράσταση με θραύσματα από αγαπημένα ποιήματα που μιλούν για την ανάγκη για έρωτα όταν υπάρχει έντονος ο φόβος του θανάτου.
Κάνατε σπουδές στο Φυσικό του Πανεπιστημίου Αθηνών· το θέατρο πώς πρόεκυψε;
Προέκυψαν και τα δυο μαζί. Συγχρόνως έδωσα εξετάσεις στο Φυσικό και πέρασα και συγχρόνως πήγα και στην Δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου. Ήταν δυο πράγματα που με ενδιέφεραν αλλά κάποια στιγμή σταμάτησα τις σπουδές μου στο Φυσικό, αν και ήταν μια επιστήμη που μου άρεσε και αυτή πολύ. Είναι πράγματα που φαίνονται αντιφατικά αλλά εγώ θεωρώ ότι το θέατρο δεν είναι μόνο κατ΄ ανάγκη θεωρητικό. Το σύγχρονο θέατρο πρέπει να πατάει σε μια μαθηματική σκέψη, στην έννοια της γεωμετρίας, της εξέλιξης και όλων των άλλων πραγμάτων και γενικώς χρειάζεται ανθρώπους που να έχουν ανοιχτά μυαλά προς όλες τις κατευθύνσεις.
Από μικρός φανταζόσασταν τον εαυτό σας ηθοποιό;
Από μικρός μου άρεσε η ποίηση και στο σχολείο με φώναζαν ποιητή αλλά όχι με την έννοια του ρομαντικού, όσο για το ότι έλεγα καλά τα ποιήματα. Έγραφα και κάποια ποιήματα. Θυμάμαι σαν ανάμνηση όταν έλεγα κάποιο ποίημα στην τάξη μου και τα παιδιά χειροκροτούσαν επειδή τους άρεσε ο τρόπος που το απέδιδα . Έμπαιναν κι οι δασκάλες από τις άλλες τάξεις μέσα και λέγανε : «Α είπε ο Νταλιάνης ποίημα, έλα και στα αλλά τμήματα να μας πεις» . Αυτό το πράγμα με κολάκευε, έμπαινε ένα μικρόβιο περίεργο· αλλά περισσότερο ήταν η χαρά μου να μοιράζομαι κάτι, ό,τι καταλάβαινα τότε ότι μοιράζομαι, ό,τι καταλάβαινα γενικά τότε από ένα ποίημα.
«Το Κινητό» (2019) είναι μια παράσταση που επιμεληθήκατε σκηνοθετικά. Δύσκολη η σκηνοθεσία ή η υποκριτική; Είναι κάτι που συνδυάζεται;
Και τα δύο είναι δύσκολα αλλά και τα δύο είναι ευχάριστα. Το θέμα είναι, την δυσκολία και τα εμπόδια, να τα μετατρέπεις σε προτερήματα με την έννοια να εντοπίζεις τις δυσκολίες και να τις ξεπερνάς. Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα που όμως έχουν κοινό τόπο συγχρόνως. Αλλά εγώ και σαν ηθοποιός, γιατί έχω κάνει και κάποιες άλλες σκηνοθεσίες, νιώθω πια ώριμος να κάνω κι άλλα πράγματα. Συνήθως απαιτείται μια ωριμότητα στην σκηνοθεσία αν και έχουμε δει και παραδείγματα σαν τον Peter Brook που ξεκίνησε σαν το «κακό παιδί» του αγγλικού θεάτρου. Έλεγα λοιπόν πως το κάθε τι θέλει μια προσέγγιση. Κι εγώ -και σαν ηθοποιός- είχα μια έγνοια για το όλον, πάντα με ενδιάφερε η όλη ιστορία που αφηγούμαστε, όχι μόνο να κάνω τον ρόλο μου αλλά να δω πού είμαστε, τι κάνουμε, τι ιστορία αφηγούμαστε όλοι μαζί.
«Ορέστεια-Αγαμέμνων» (2019) στον ρόλο του χορού στην Επίδαυρο. Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό τέτοιες παραστάσεις με ένα τόσο ιστορικό υπόβαθρο και σε έναν τέτοιο χώρο;
Η Επίδαυρος ανέκαθεν προκαλεί ένα δέος! Υπάρχει από την μια μεριά το δέος το πραγματικό που σου εμπνέει ο χώρος και υπάρχει, από την άλλη, το δέος «θα παίξω εκεί γιατί είναι και ένα κοσμικό γεγονός», καλώς ή κακώς. Το δεύτερο κομμάτι, που δεν μας ενδιαφέρει κιόλας, ας το παρακάμψουμε και ας πάμε στο πρώτο. Έχω βρεθεί αρκετές φορές στην Επίδαυρο οπότε δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά κάθε φορά είναι διαφορετική. Η λειτουργία είναι ίδια, απλώς οι αριθμοί αλλάζουν. Μου έχει τύχει να παίζω στον εξώστη του «Αμόρε», σ΄ ένα θέατρο ασφυκτικά μικρό όπου ο θεατής ήταν σε απόσταση αναπνοής και ένα «αχ» να έκανες ακουγόταν ή φαινόταν η παραμικρή έκφραση. Και το ίδιο καλοκαίρι να παίξω στην Επίδαυρο τον Κρέοντα, στη Μήδεια. Η λειτουργία ήταν ίδια, υπήρχε μια στιγμή συγκέντρωσης που ένιωθες είτε τους 10.000 θεατές είτε τους 80· ένιωσα ότι ήταν το ίδιο, γιατί ήταν αληθινή επικοινωνία. Απλώς η τεχνική είναι διαφορετική και σε αναγκάζει να δουλέψεις παρά πολύ σκληρά.
«Δόξα Κοινή» (2020): Είναι δύσκολο για τους νέους θεατές να προσεγγίσουν το θέατρο; Πόσο μάλλον, μια παράσταση που περιστρέφεται γύρω από την ποίηση;
Σίγουρα σαν πρώτο άκουσμα δεν είναι και το πιο ελπιδοφόρο. Μπορεί κάποιος να ακούσει ποίηση έτσι όπως την έχει διδαχθεί υποτυπωδώς και παραπλανητικά στο σχολείο ή κάπου άλλου· αν δεν έχει και ο ίδιος μια επικοινωνία, είναι δύσκολο να προσελκυθεί σε ένα τέτοιο θέαμα. Από την άλλη, η ίδια η παράσταση εδώ στην «Δόξα Κοινή» δεν είναι ένα αναλόγιο όπου ήρθαμε να διαβάσουμε μερικά ποιήματα. Έχει μια καθαρά δραματική προσέγγιση, αφηγείται θραύσματα, σπέρματα μικρών ερωτικών απογοητεύσεων, ελπίδων, προδοσιών και όλα αυτά που έχει ο έρωτας αλλά και ο φόβος του θανάτου. Κυρίως το τελευταίο, γιατί ο βασικός κορμός του έργου είναι το ποίημα του Εμπειρίκου που αφηγείται αυτό: πώς στην Ελλάδα, με αυτόν τον ήλιο, ξεπερνάμε τον θάνατο ελπίζοντας στον έρωτα κάθε φορά. Αυτά τα πράγματα μπορούν να κεντρίσουν τους νέους και έρχονται νέοι και ενθουσιάζονται· αρκεί να έρθουν και να μην φοβηθούν.
Στη δική σας γενιά και εποχή, οι νέοι ανταποκρίνονταν σε μια δραματοποιημένη ποίηση στο θέατρο;
Όχι, δεν νομίζω. Ήταν τότε η εποχή που στο σχολείο διδασκόμασταν και αρχαία. Εγώ βρέθηκα και στο πέρασμα από την καθαρεύουσα στη δημοτική -αποκάλυψα και την ηλικία μου- με την έννοια ότι παλιά στις εισαγωγικές εξετάσεις γράφαμε καθαρεύουσα αλλά όταν έδινα εγώ, επιτράπηκε και η δημοτική. Υπήρξε έτσι μια σύγχυση: άλλοι έγραφαν στη δημοτική κι άλλοι στην καθαρεύουσα. Σίγουρα πάντως ερχόμασταν σε επαφή με περισσότερα κείμενα ελληνικά και στις σχολές, όπως στη σχολή Κατσέλη όπου φοίτησα και έβγαλε πολύ σπουδαίους ηθοποιούς όπως ενδεικτικά τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Άρη Λεμπεσόπουλο κ.α., διδαχτήκαμε και αρχαία τραγωδία και ποίηση. Όλο το πρώτο έτος ήταν ποίηση και δημοτική αλλά και κλασική. Ήταν μέσα στα πλαίσια της παιδείας, πράγμα που τώρα πλέον δεν υπάρχει.
Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος θεατής σοκάρεται από τις γυμνές σκηνές στο θέατρο;
Δε νομίζω, εξαρτάται βέβαια πώς γίνεται. Πρώτα από όλα, εδώ στην παράσταση γίνεται με ένα πολύ λεπτό και αισθητικό τρόπο. Καθόλου πρόστυχο, απεναντίας! Κολακευτικό και πιο αφαιρετικό, λιτό σε σημεία μάλιστα που ταιριάζει. Δεν είναι δηλαδή επί τούτου και έρχεται αρμονικά με τα υπόλοιπα στοιχεία. Από κει και πέρα, μπορεί και να σοκάρει, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του καθένα, στις μέρες μας όμως αυτό έχει ξεπεραστεί σχετικά. Μπορεί όμως, μερικές φορές όταν μπαίνει χωρίς λόγο και αιτία, να εμποδίσει την ιστορία.
Πώς σας φάνηκε, όταν για πρώτη φορά ακούσατε για το εγχείρημα του Δημήτρη Τάρλοου να ενώσει το θέατρο με την ποίηση;
Με τον Δημήτρη έχουμε πολλές και παλιές συνεργασίες και έπονται και άλλες ελπίζω, να ‘μαστε καλά. Είμαι εδώ από την «Φρεναπάτη» του Κούσνερ που στηρίχτηκε στην «Κωμική Ψευδαίσθηση» του Κορνέιγ. Είχαμε εγκαινιάσει τότε αυτόν τον χώρο σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Έχουμε λοιπόν πολύ παλιά γνωριμία και αμοιβαία εκτίμηση και από τη στιγμή που το σκέφτηκε ο Δημήτρης, ήμουν σίγουρος ότι θα είναι κάτι σοβαρό, ενδιαφέρον και ουσιαστικό. Εγγύηση και η ύπαρξη του Στρατή Πασχάλη ως ποιητή που κατέχει πολύ καλά τα πράγματα. Ο Δημήτρης, πέρα από την θεατρική του παιδεία και την πολύ σοβαρή σκηνοθετική του εξέλιξη όλα αυτά τα χρόνια, έχει και μια ιδιαίτερη εξοικείωση με την ποίηση. Και από την οικογένειά του και επειδή στο παρελθόν έχει έρθει από πρώτο χέρι σε επαφή με ποιητές, τους αφουγκράζεται και σίγουρα τους σέβεται, τους πιστεύει. Δεν θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο, απεναντίας σέβεται όλους τους συγγραφείς και τους ποιητές και αυτό είναι σημαντικό στοιχείο που αφορά κι εμένα στη δουλειά μου. Δεν είμαι υπέρ κάποιων τάσεων που υπάρχουν, είτε σκηνοθέτες, είτε άνθρωποι του θεάτρου να υποτιμούν ή να χρησιμοποιούν σαν όχημα, να θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από τα τεράστια αυτά μυαλά και πνεύματα που είναι καταξιωμένοι ποιητές, κλασικοί συγγραφείς.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης εξυμνείται ο έρωτας, η ζωή. Με ποιο μέσο πιστεύετε ότι το θέατρο προσπαθεί να παρακινεί τους θεατές ώστε να εκτιμήσουν την αξία της ζωής, να τολμούν περισσότερο, να ερωτεύονται;
Ο πιο ενεργητικός και πετυχημένος τρόπος είναι αν οι ίδιοι οι άνθρωποι του θεάτρου προβληματιστούν πάνω σε όλα αυτά που με ρώτησες. Δηλαδή αν καταθέσουν κάτι προσωπικό, αν τους απασχολήσει αυτό το θέμα, γιατί μην φανταστείς δεν είναι εδώ κάποιος πιο σοφός, απλώς κάποιος ασχολείται με κάτι παραπάνω και θέλει να πει μια ιστορία πάνω σε αυτό. Από κει και έπειτα, πρέπει να έχει μια τεχνική και μέσα και τρόπο πώς θα το κάνει. Αλλά επί της ουσίας θα πρέπει να καταθέσει κάτι γνήσιο, κάτι που τον απασχολεί . Αν το μοιραστεί και με τους υπ θα έχει ελπίδες να είναι αποτελεσματικός.
Τι λόγια ακούτε συνήθως μετά το τέλος της παράστασης;
Πολύ καλά λόγια! Ο κόσμος είναι πολύ ευχαριστημένος και νιώθει ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό που περίμενε να δει-γιατί όλοι είναι λίγο επιφυλακτικοί στο πώς είναι ένα τέτοιο θέμα. Χωρίς μια κανονική δραματική δομή αλλά ακόμα και αισθητικά, μπορεί ο κόσμος να ξεχνιέται -με την καλή έννοια. Αφήνει λίγο όλα τα πρέπει και τους στόχους που έχουμε να είναι όλα ταχτοποιημένα και αφήνεται σε αυτή την υπέρβαση. Είναι και μέσα στα πλαίσια του Τάρλοου, σαν ένα όνειρο όπου ο Εμπειρίκος μιλάει για τη λειτουργία της ποίησης σαν σουρεαλιστής: όπου έρχεσαι και βλέπεις ένα όνειρο που σε αφορά και σου αφήνει να σκεφτείς, να θυμηθείς, να ονειρευτείς πράγματα. Αυτό δεν είναι και κάτι εύκολο.
Στα μελλοντικά σας σχέδια, υπάρχει κάποιος ρόλος που θέλετε να ενσαρκώσετε πολύ;
Παλιά δεν με απασχολούσε, κακώς ίσως. Αν και έχω παίξει πολλούς και σημαντικούς ρόλους, αλλά και πρωταγωνιστικούς, με ενδιέφερε κυρίως η παράσταση που θα βρεθώ, η ιστορία που εξυμνείται. Τώρα περνάνε και τα χρόνια και κάποια στιγμή δεν θα υπάρχουν οι σωματικές δυνάμεις -οι πνευματικές ελπίζω να διατηρηθούν. Σκέφτομαι λοιπόν και θα με ενδιέφερε να κάνω κάποιους σημαντικούς ρόλους, όπως τον Σάιλοκ στον «Έμπορο της Βενετιάς». Αν με ακούει κάποιος να μου τηλεφωνήσει! (γέλια)
Συνεντεύξεις