Στο θεατρικό τοπίο της Αθήνας κυλάει «νέο αίμα». Συναντήσαμε τον Ανδρέα Ανδρέου, τον οποίο το ελληνικό κοινό γνώρισε μόλις τον περασμένο Απρίλιο, στην παρουσίαση της πρώτης σκηνοθετικής και συγγραφικής θεατρικής του δουλειάς, «Ο θάνατος μου ή με θαυμάζουν, είπαν», στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Έχοντας σπουδάσει θέατρο στο Λονδίνο, μας μίλησε για τις διαφορές που εμφανίζονται στο θεατρικό τοπίο των δυο χωρών, για τη διεθνή ομάδα Extavagant Union, της οποίας είναι συνιδρυτής, αλλά και για τη διεθνή πορεία που ξεκίνησε η παράσταση του, λίγες μέρες πριν.
Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο, πως προέκυψε;
Σπούδασα στο Λονδίνο, στο King’s College London, με υποτροφία του ιδρύματος Σκυλίτση και μετά ακολούθησα μεταπτυχιακές σπουδές στη RADA, τη Βασιλική Ακαδημία Θεάτρου, εστιάζοντας κυρίως στη σκηνοθεσία και σε ένα βαθμό στη δημιουργική γραφή για το θέατρο. Στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών μου, έγραψα και σκηνοθέτησα το έργο «Ο θάνατος μου ή με θαυμάζουν, είπαν», το οποίο παρουσίασα ως πτυχιακή μου εργασία.
Οπότε ερχόμενος από το Λονδίνο, αυτή ήταν η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά στην Αθήνα.
Ναι ήταν η πρώτη. Είχα δουλέψει βέβαια σαν βοηθός σκηνοθέτη και στην Αθήνα, στην παράσταση της Μαρίας Πρωτόπαππα «Η γλυκιά τυραννία του Οιδίποδα» και πριν στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, στην παράσταση «Ισορροπιστής Αεροσκαφών» που σκηνοθέτησε ο Θοδωρής Γκόνης, με τον Δημήτρη Πιατά στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ παλαιότερα είχα συνεργαστεί και με το Φεστιβάλ Φιλίππων.
Ας μιλήσουμε λίγο για το έργο…
Η παράσταση παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 2014 από ένα διεθνή θίασο μεταπτυχιακών φοιτητών στο Λονδίνο. Παρουσιάστηκε ξανά στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ως εκδήλωση ανοιχτής σκηνής τον Απρίλιο με τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο να ερμηνεύει, την Ματίνα Μέγκλα, την Ελένη Στρούλια και την Ελένη Αραποστάθη να επιμελούνται το σκηνικό και το κοστούμι, τον Αλέξανδρο Γκόνη να επιμελείται την μουσική και ηχητική διάσταση του έργο και την Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου να επιμελείται τους φωτισμούς. Το έργο είχε γραφτεί αρχικά στα αγγλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά, συγκεκριμένα για την παρουσίασή του στην Ελλάδα. Φιλοδοξώ με αυτούς τους συνεργάτες, λόγω και της αγαθής συνεργασίας μας, να συνεχίσουμε και στο μέλλον την ενασχόληση μας με αυτό το έργο. Το κείμενο ουσιαστικά αποτελεί την αφήγηση ενός νεκρού, ο οποίος – εδώ έγκειται η παραδοξότητα- εξακολουθεί να έχει κάποιες από τις αισθήσεις μέσα στο σώμα του, και αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του. Σταδιακά αυτό που συμβαίνει, είναι πως η κηδεία του μετεξελίσσεται σε πορεία εξτρεμιστών ακροδεξιών, οπότε με ένα τρόπο, αξιοποιώντας τη φόρμα του μονολόγου, παρατίθεται αυτή η αφενός αρκετά ακραία και αφετέρου παράδοξη και τρόπον τινά σουρεαλιστική ιστορία. Ήταν το πρώτο μου εγχείρημα ως προς τη συγγραφή ενός έργου. Σε ένα βαθμό επειδή αξιοποιείται η πρωτοπρόσωπη φόρμα και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, υπάρχουν παραδόξως κάποια πράγματα που αντλώ από τη δική μου ζωή και εμπειρία, αλλά φυσικά η ειδοποιός διαφορά, είναι ότι είμαι ακόμα ζωντανός!
Η παράσταση ξεκίνησε πρόσφατα και το ταξίδι της στην Ευρώπη.
Η παράσταση παρουσιάστηκε στη Σόφια στις 24 Ιουνίου και άνοιξε την επονομαζόμενη ετήσια Small Season που διοργανώνει το θέατρο – εργαστήριο Sfumato. Έγινε στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Εθνικό Θέατρο καθώς και τα δύο θέατρα είναι μέλη της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης. Ουσιαστικά η πρόσκληση έγινε από την πλευρά της Βουλγαρίας στο Εθνικό Θέατρο και από αυτό προτάθηκε μια δουλειά της Πειραματικής Σκηνής, από τα Open Stage, ακριβώς επειδή αυτό το φεστιβάλ έχει χαρακτήρα ανάδειξης ανερχόμενων νέων ανθρώπων και νέων δημιουργών.
Είσαι μέλος και συνιδρυτής της ομάδας Extravagant Union. Ποιοι ακριβώς είναι οι στόχοι αυτής της ομάδας;
Πρόκειται για μια ομάδα, που προέκυψε στη RADA από εμένα και μια γαλλίδα συμφοιτήτρια μου, σκηνοθέτιδα και ηθοποιό, τη Zoé Lemonnier. Ουσιαστικά, το εγχείρημα αυτό φιλοδοξούμε να αποτελέσει μια πανευρωπαϊκή ομάδα θεάτρου. Το έργο μου, που παρουσιάστηκε στην Πειραματική Σκηνή, αποτελεί την πρώτη δουλειά της ομάδας στην Ελλάδα. Αντιστοίχως, το Σεπτέμβρη στο Παρίσι και τη Λυών παρουσιάζει η Zoé την «Ανθρώπινη Φωνή» του Κοκτώ, στα γαλλική γλώσσα. Αυτό το έργο μαζί με το δικό μου και ένα τρίτο το οποίο θα αξιοποιήσει και τις δυο γλώσσες και τις δυο εθνικότητες συναποτελούν ένα τρίπτυχο, το οποίο φιλοδοξούμε να παρουσιάσουμε σε διάφορες χώρες και φεστιβάλ στην Ευρώπη. Αυτό που αφορά πολύ την ομάδα, είναι η αλληλεπίδραση. Ο διάλογος ανάμεσα σε πολιτισμούς, πρόσωπα και γλώσσες στην Ευρώπη. Σε μια προσπάθεια να δούμε τα συγκλίνοντα στοιχεία μέσα από τις διαφορές, και που μπορεί να υπάρξει γόνιμη και δημιουργική ταύτιση του εγχώριου με το αλλότριο και αντιστρόφως.
Ποιες άλλες χώρες συμμετέχουν στην ομάδα;
Προς το παρόν η δράση μας περιορίζεται στην Ελλάδα και τη Γαλλία, αλλά έχουμε και συνεργάτες από άλλες χώρες. Συγκεκριμένα από την Ιταλία και την Πολωνία, ενώ φιλοδοξούμε να ανοίξει ο κύκλος. Επίσης η Zoé εργάζεται τώρα, ούτως ώστε να παρουσιαστεί η δουλειά και στη Γερμανία.
Ερχόμενος στην Ελλάδα, ποια ήταν η πρώτη σου αίσθηση από το θεατρικό σκηνικό της;
Η μετάβαση από το Λονδίνο, όπου έζησα πέντε χρόνια περίπου, ήταν πολύ μεγάλη αλλαγή. Από την άλλη, ήταν επιθυμία μου με ένα τρόπο να επιστρέψω στη χώρα, ούτως ώστε να δουλέψω και να αποκτήσω περισσότερη πρακτική εμπειρία γύρω από το θέατρο. Φυσικά, έχω στο νου μου να ξαναφύγω, διότι θεωρώ πως αν έχεις ζήσει ένα διάστημα στο εξωτερικό, μοιραία δεν μπορείς παρά να έχεις μια ματιά σαφώς πιο ανοικτή και στο τι γίνεται τριγύρω.
Η εξωστρέφεια που παρουσιάζει η δουλειά σου, πιστεύεις ότι είναι κάτι που υπάρχει και στις δουλειές των Ελλήνων συναδέλφων σου;
Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να βλέπεις το ευρύτερο τοπίο, αξιοποιώντας την ίδια στιγμή τα όποια ερεθίσματα σου δίνει αυτό, ώστε να επαναπροσδιορίσεις το τοπίο από το οποίο κατάγεσαι και με κάποιο τρόπο φέρεις πάντα μέσα σου. Είναι πολύ σημαντικό να μην «πιθηκίζει» κάποιος τάσεις και ξενόφερτα πράγματα, αλλά να μπορεί αυτά να τα εντάξει στη δική του διαδικασία, αφού τα βάλει απέναντι του, ανοίξει διάλογο με αυτά, ενθυμούμενος ταυτόχρονα ότι φέρει και δικές του καταβολές και κληρονομιά και παράδοση. Στην Ελλάδα, νομίζω αυτός ο διάλογος έχει αρχίσει να γίνεται. Σίγουρα υπάρχει και ένα κομμάτι ανθρώπων, οι οποίοι ακριβώς επειδή είμαστε και μια μικρή χώρα δεν έχουν την ίδια ευχέρεια, που έχουν φέρ’ ειπείν στη δυτική Ευρώπη να μετακινούνται σε γείτονες χώρες, να βλέπουν δουλειά και να επιστρέφουν το βράδυ σπίτι. Για μας είναι διαφορετικά τα πράγματα, αλλά θεωρώ ότι η ματιά στο τι γίνεται παραπέρα υπάρχει και εδώ.
Όπως μου είπες έκανες και φιλολογικές σπουδές. Εντοπίζεις στα κείμενα της νεοελληνικής δραματουργίας πρόβλημα δομής;
Αναλόγως, όσο περισσότερο εντρυφεί κανείς και διαβάζει κείμενα και βλέπει έργα, αποκτά μια πιο σφαιρική εικόνα, αλλά πιστεύω πως θεατρικά έργα γράφονται και πρέπει να γράφονται, δηλαδή είναι πολύ σημαντικό την ίδια στιγμή που ως σκηνοθέτης, ως ηθοποιός και άνθρωπος του θεάτρου εν γένει, ανοίγεις διάλογο με κλασσικά έργα και πράγματα όπως οφείλεις, την ίδια στιγμή πρέπει να μπορείς αν όχι να δημιουργήσεις ο ίδιος να αναζητήσεις και να ανοίξεις διάλογο με την σύγχρονη παραγωγή θεατρικών έργων. Παρόλες τις τάσεις των δημιουργών του θεάτρου να παραγκωνίζουν το κείμενο, να χρησιμοποιούν και άλλες τεχνικές μεθόδους και πρακτικές, είναι κάτι το οποίο δεν θα χαθεί ποτέ.
Άρα δεν μπορεί να υπάρξει θεατρική παράσταση χωρίς κείμενο;
Όχι απαραίτητα, αλλά μπορεί και να υπάρξει. Η παράσταση δεν είναι το κείμενο που υπάρχει σε μια σελίδα, είναι αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου που περικλείεται σε μια παράσταση και αυτό μπορεί να εμπεριέχει ή να μην εμπεριέχει το κείμενο.
Πολλοί νέοι καλλιτέχνες μιλούν για ένα «σύστημα» αρκετά εσωστρεφές, το οποίο καθιστά την είσοδο τους σε αυτό πολύ δύσκολη. Υπάρχει τελικά κάτι τέτοιο;
Ασχέτως του αν υπάρχει η όχι, οφείλει κανείς να σκύψει στη δουλειά του, στην εργασία του, σε αυτό που τον ενδιαφέρει κεντρικά και από εκεί και πέρα να κρίνει και ο ίδιος και να αποφασίσει πως, που και αν θέλει να παρουσιάσει και να προτείνει αυτή τη δουλειά. Ας μην ξεχνάμε, πολλά από τα πρόσωπα που θαυμάζουμε σήμερα, είτε αυτά είναι στο χώρο του θεάτρου ή της λογοτεχνίας ή της επιστήμης για πολλά χρόνια και υπό πολύ αντίξοες συνθήκες, παρήγαγαν έργο σχεδόν σε απόλυτη μοναξιά. Αυτό γενικά τείνουμε να το ξεχνάμε. Αυτά τα πρόσωπα έχουν μυθοποιηθεί με κάποιο τρόπο, αλλά θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί στο παρελθόν σε αντίστοιχες δυσκολίες σε αυτή τη χώρα, υπήρχαν άνθρωποι που έσκυψαν στο έργο τους και θεώρησαν πως πρέπει να το κάνουν αυτό, εις πείσμα των όποιων αντιξοοτήτων.
Έχοντας ζήσει σε δυο πόλεις με έντονη θεατρική ζωή. Ποιες διαφορές μπορείς να σχηματοποιήσεις μεταξύ τους;
Υπάρχουν πολλές. Ένα πράγμα που διαπίστωσα στο Λονδίνο, είναι η πολύ μεγάλη τους διάθεση να ασχοληθούν με νέους συγγραφείς και νέα έργα, τα οποία προκύπτουν μέσα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Γενικά υπάρχει μια κουλτούρα, η οποία κινείται γύρω από τον συγγραφέα, πολύ περισσότερο από ότι συμβαίνει σε εμάς και τολμώ να πω και σε αρκετά μέρη της Ευρώπης, όπου υπάρχει πολύ μεγαλύτερη κουλτούρα θεάτρου, γύρω από τον σκηνοθέτη. Την ίδια στιγμή βέβαια στο Λονδίνο, υπάρχει κάτι εξαιρετικά κλειστό πολλές φορές, πολύ εστιασμένο στην εγχώρια τη δική τους κουλτούρα και τον πολιτισμό, με αποτέλεσμα να βλέπεις πολύ σπάνια παραστάσεις έργων, που εμείς στην Αθήνα τα θεωρούμε κλασικά και συναντούμε πολύ συχνά στο ρεπερτόριο. Για παράδειγμα θα σου παραθέσω τη δική μας περίπτωση στο King’s College, όπου στο πρώτο μου έτος συμμετείχα στην πρώτη αγγλική αναβίωση του έργου του Πιραντέλο «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε», με το χρόνο που είχε μεσολαβήσει, από την προηγούμενη παρουσίαση του, να είναι 50 χρόνια. Φυσικά και έχουν μεγάλη αγάπη στη θεατρική τους παιδεία, για τα κλασικά έργα, τον Τσέχωφ, την αρχαία τραγωδία. Αλλά σίγουρα όσον αφορά την αρχαία τραγωδία, η σχέση τους είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας. Κυρίως λόγω του γλωσσικού στοιχείου και αν θέλεις και της όποιας δυνατότητας μας, όχι απαραίτητα κτίσης της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, αλλά λίγο παραπάνω οργανικής σύνδεσης με κάποιο τρόπο, ακριβώς επειδή αυτή τη γλώσσα συνεχίζουμε να μιλάμε, στη σημερινή της μορφή και σε αυτό τον τόπο συνεχίζουμε να ζούμε, στη σημερινή του μορφή.
Υπάρχει κάποιος έλληνας ή ξένος συγγραφές που θέλεις να ανεβάσεις;
Στο ελληνικό ρεπερτόριο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις έργων, τα οποία εσχάτως τα βλέπεις ότι τα κοιτάζουν και τα ξανακοιτάζουν. Ειδικά τα έργα του Μάριου Ποντίκα, με τα οποία θα ήθελα να ασχοληθώ, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Φυσικά αναφέρω ένα παράδειγμα και αδικώ άλλα τόσα. Από ξένους ένα έργο το οποίο με απασχόλησε πάρα πολύ είναι το έργο της Κάριλ Τσέρτσιλ «Ένας αριθμός». Είχε παιχτεί παλαιότερα στο Εμπρός από τον Μπαντή και από τον Θανάση Σαράντο. Ασχολήθηκα με αυτό το έργο, το έχω μεταφράσει, το έχω ξανακοιτάξει στα ελληνικά εκ νέου. Για μένα συνοψίζει με ένα τρόπο το είδος δουλειάς που έκανα στη RADA και το είδος του αγγλικού θεάτρου που με απασχόλησε ενώ ήμουν εκεί. Είναι πολύ ελλειπτικά γραμμένο, οπότε αφήνει πολύ μεγάλο χώρο στον σκηνοθέτη και τον μεταφραστή εν προκειμένω, ως προς την ερμηνεία και τη σκηνική του διάσταση.
Για το μέλλον τι σκέφτεσαι;
Υπάρχουν κάποιες προτάσεις, ακόμα όμως δεν είναι κάτι αποσαφηνισμένο. Ασχολούμαι παράλληλα και με τη μετάφραση θεωρητικών κειμένων. Αυτή την περίοδο κυρίως με κείμενα του Πήτερ Μπρουκ και αν όλα πάνε καλά θα εκδοθούν από την επόμενη χρονιά.
Συνεντεύξεις