Μια συνάντηση με την Στέλλα Ζαφειροπούλου

Η Στέλλα Ζαφειροπούλου γέμισε την Αθήνα παγώνια για μερικές μέρες. Η συγγραφέας που γνωρίσαμε με τα έργα Φλάι και Χήνες μας παρέδωσε ένα νέο σύγχρονο κείμενο που σκηνοθέτησε στο bios ο Τάσος Πυργιέρης. 

Η Ευτυχία Χαραλαμπάκη μίλησε μαζί της για το έργο, την παράσταση και τα μελλοντικά της σχέδια. 

Τι σας ενέπνευσε να συγγράψετε τα «Παγώνια»;

Ήταν μια ιδέα, μια ανάγκη μου να μιλήσω για τις δυνατότητες και τις ματαιώσεις των νέων ανθρώπων. Τη δυνατότητα να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου και τη ματαίωση του ονείρου όταν αυτό δε συμβαίνει. Τους ήρωες τους είχα καιρό στο μυαλό μου, μου έλειπε η συνθήκη. Όταν τη βρήκα ήξερα πώς να δουλέψω. Στα περισσότερα θεατρικά μου χρησιμοποιώ ως άξονά μου κάτι από το ζωικό βασίλειο. Συνήθως κάποιο πτηνό. Στο συγκεκριμένο, τα παγώνια και ο τρόπος που εμείς τα βλέπουμε (σαν κάτι που δεν είναι στην πραγματικότητα), όπως και κάποια από τα χαρακτηριστικά τους ήταν το έναυσμα για όλα τα υπόλοιπα. 

 

Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο.

Το κείμενο πραγματεύεται μια επείγουσα κατάσταση. Ένα πρόβλημα, μια ωρολογιακή βόμβα που ο ένας πετά στον άλλο πριν σκάσει. Και όλα ξεκινούν από μια φαινομενικά όμορφη στιγμή. Δυο ηθοποιοί, ο Παναγιώτης και η Φανή, ετοιμάζονται για τη μεγάλη μέρα. Τη μέρα που τα όνειρά τους θα γίνουν πραγματικότητα. Έχουν πάρει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια γνωστή τηλεοπτική σειρά και το γιορτάζουν. Μέχρι τη στιγμή που ο συγκάτοικός τους θα μπει στο σπίτι και θα τους εξομολογηθεί πως έχει φέρει κάτω από την πολυκατοικία που μένουν, ένα φορτηγό γεμάτο γυναίκες και παιδιά και έχει μπλέξει εν αγνοία του σε κύκλωμα trafficking. Αυτή η νύχτα είναι η νύχτα των μεγάλων αποφάσεων. Η νύχτα που θα δουν τον εαυτό τους κατάματα. Που το θεωρητικό «εγώ δεν θα έκανα ποτέ αυτό ή εκείνο ή το άλλο» καταρρέει από το βάρος της πραγματικότητας.

Τι είναι στ’ αλήθεια τα «Παγώνια»;

Πολύ ωραία ερώτηση. Τί είναι στ’ αλήθεια τα παγώνια… Ο καθρέπτης μας. Ο παραμορφωτικός καθρέπτης μας. Σαν το καθρέπτη της μητριάς στη Χιονάτη. «Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου ποια είναι είναι η πιο όμορφη;» Τα παγώνια είναι ο νάρκισσος εαυτός μας, αυτό που έχουμε γίνει κοιτάζοντας τον παραμορφωτικό καθρέπτη των social, των μέσων που μας επιβάλλουν να είμαστε κάτι άλλο, των θέλω μας που επιβάλλονται από μια κοινωνική κατάσταση που επιθυμούμε να φτάσουμε ή να αποφύγουμε. Και όταν ο καθρέπτης αυτός σπάσει, γιατί δεν αντέχουμε να αντικρίσουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είναι, τότε γυρνάμε το βλέμμα προς τη γη. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πετάνε και άνθρωποι που σέρνονται. Η επιλογή είναι πάντα δική μας.   

 

Πώς θα περιγράφατε τους χαρακτήρες του έργου και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους;

Και οι τρεις εξουσιάζουν και εξουσιάζονται. Καθίστανται πότε θύτες και πότε θύματα, πότε ηθικοί και πότε ανήθικοι. Όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Όλοι έχουν από πίσω κάτι που τους «καίει», κάτι που θέλουν να ξεπεράσουν και το πιο σημαντικό. Και οι τρεις πιστεύουν πως είναι καλύτεροι από αυτό που δείχνουν. Ο Παναγιώτης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως ο πιο σκληρός, το αφεντικό μέσα στο σπίτι που συγκατοικούν οι τρεις τους, εκείνος που χειρίζεται τους άλλους δύο. Η Φανή είναι ασταθής, ανασφαλής, με τραύματα και ο Μπίλυ ίσως ο πιο αθώος από όλους. Είναι όμως και εκείνος που φέρει το βάρος ότι έφερε το «πρόβλημα» στο σπίτι. Μια πολύ σημαντική παράμετρος, κοινή για όλους είναι πως πρόκειται για παιδιά παραπλανημένα. Με λάθος προτεραιότητες που για να επιβιώσουν αναγκάζονται στο τέλος να παραπλανήσουν και οι ίδιοι. Και όλα αυτά έχουν υφανθεί σαν σε ιψενικό τρίγωνο με πολλές προεκτάσεις.

 

Ποια φράση ξεχωρίζετε από το έργο και γιατί;

Είναι δυο τρεις αγαπημένες μου, που σημαίνουν κάτι για μένα. Αλλά νομίζω πως αυτή που θα ξεχωρίσω είναι εκείνη που λέει η Φανή προς το τέλος του έργου: «Μπορεί και να μην είχαμε ταλέντο. Να νομίσαμε πως κάποιοι είμαστε». Είναι μια φράση που δείχνει τη ματαίωση. Και αυτό όταν το λένε νέα παιδιά είναι κάτι που «γράφει» μέσα μου. Χαράσσει πληγές.

 

Πιστεύετε ότι το ελληνικό κοινό «αγκαλιάζει» τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς;

Το ελληνικό κοινό έχει εκπαιδευτεί να πιστεύει τους ξένους συγγραφείς. Και αυτό του το έχουν μάθει κάποιοι. Όσοι εδώ στην Ελλάδα δεν πιστεύουν στο εγχώριο, δεν επενδύουν στον Έλληνα, γιατί το ξένο είναι πάντα το καλύτερο. Μπορεί και να είναι. Κάποιοι. Όταν ο παραγωγός, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός σκύψει πάνω στα ελληνικά κείμενα, χωρίς προκατάληψη θα δει ότι υπάρχει και το εγχώριο «προϊόν». Όταν στις λίγες φορές συμβαίνει αυτό, τότε το κοινό αγκαλιάζει τα ελληνικά κείμενα. Και υπάρχουν ελληνικά κείμενα που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, αλλά τις περισσότερες φορές ξεκίνησαν από το δημιουργό τους ή από μια ομάδα και όχι από τον παράγοντα που πίστεψε σε αυτό. Έχει μια λογική όλο αυτό βέβαια αν δεις το θέατρο ως μια εμπορική επιχείρηση, απλά εγώ προτιμώ να το βλέπω από άλλη οπτική.

Τι επίγευση σας αφήνει η διαδικασία της παράστασης, τώρα που έφτασε στο τέλος;

Ήδη νιώθω νοσταλγία για όσα έγιναν από την πρώτη μας συνάντηση, τις πρόβες, την πρεμιέρα μας, τον κόσμο που είδε την παράσταση και αγάπησε αυτό το έργο. Άνθρωποι που δε γνωριζόμασταν μεταξύ μας ήρθαμε κοντά και μοιραστήκαμε για λίγο ένα κοινό. Την αγάπη μας για το θέατρο. Προτιμώ να κοιτώ και να στέκομαι σε αυτά που μας ενώνουν και όχι σε όσα μας χωρίζουν. Το θέατρο το κάνει αυτό. Δημιουργεί νέους κόσμους από το πουθενά. Σε φέρνει σε επαφή με το μέσα σου και τον απέναντί σου. Και σε κάνει να εκτιμάς τις στιγμές. Τώρα είναι μια στιγμή που πρέπει να αποχαιρετήσουμε τα Παγώνια μας. Θέλω να πιστεύω πως θα είναι μόνο για λίγο. Μόνο για μια φευγαλέα στιγμή ανοιγοκλείσματος του ματιού. Και θα τα δω πάλι μπροστά μου. Ας αφήσουμε τις επιγεύσεις λοιπόν, ας μιλήσουμε για προσμονές.  

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Έχω ένα ακόμα θεατρικό έργο που «περιμένει» να ασχοληθώ μαζί του. Το συγκεκριμένο με δυσκολεύει αρκετά. Είναι τώρα ένας χρόνος που το σκέφτομαι ξανά και ξανά χωρίς να το αγγίζω. Πρόκειται για ένα θέμα που θέλει λεπτό χειρισμό και δεν έχω βάλει ακόμα τις σκέψεις μου στο χαρτί. Νομίζω, όμως πως έφτασε η στιγμή να το κάνω. Πέρα από αυτό, συζητάμε για να συνεχίσουμε τα Παγώνια με τη νέα σεζόν και παράλληλα θα ανέβει και το Φλάι, ένας μονόλογος με τον οποίο πρωτοσυστήθηκα στο κοινό.


Ο σκηνοθέτης Τάσος Πυργιέρης σημειώνει για το έργο: Στην αναζήτηση μου για νέα σύγχρονα θεατρικά κείμενα της εγχώριας δραματουργίας, έπεσαν στα χέρια μου τα «Παγώνια» της Στέλλας Ζαφειροπούλου. Ακόμα και ο τίτλος μου τράβηξε την προσοχή, και δεν μπορούσα να φανταστώ πως σε αυτό το θεατρικό έργο, θα έβρισκα κομμάτια της δικής μου προσωπικότητας και της δικής μου ζωής, σε άλλη βέβαια κλίμακα. Οι τρεις ήρωες, καλλιτέχνες, δύο ηθοποιοί και ένας μουσικός, αναζητούν τη τύχη τους, αναζητούν μια καλύτερη ζωή μέσα από τις τέχνες τους. Αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του κάθε καλλιτέχνη, ταλανίζονται από τις ίδιες αγωνίες, που είχα κι εγώ όταν ξεκινούσα ως ηθοποιός, παλεύοντας να επιβιώσουν στις δύσκολες εργασιακές συνθήκες της εποχής και κάνουν σχεδόν τα πάντα για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους ώσπου φτάνουν σε ένα ηθικό αδιέξοδο. Αυτή η εσωτερική μάχη που δίνουν οι ήρωες για να επιλέξουν ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει τους, αυτό το κυνήγι εργασιακών ευκαιριών, πιστεύω έχει ταλαιπωρήσει τον καθένα από εμάς και για αυτό μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους σε αρκετές στιγμές της παράστασης. 

 


 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 

«Παγώνια» της Στέλλας Ζαφειροπούλου

Σκηνοθεσία: Τάσος Πυργιέρης

Σκηνικά/κοστούμια: Ελίνα Δράκου

Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση

Μουσική επιμέλεια: Νίκος Τσαούσης

Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Προκοπίου

Βοηθός σκηνογράφου: Στέφανος Σιμιτσής

Φροντιστήριο: Βασιλική Τσιλιγκρού

Νομικός σύμβουλος: Δημήτρης Καλοχαιρέτης

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης

Κατασκευή Σκηνικού: Διονύσης Ισλάμ

Ζωγράφος Σκηνικού: Γιάννης Αθανασιάδης

Make up- hair: Ηλίας Μπερτσάτος

Παίζουν: Γιώργος Παπαπαύλου, Φιόνα Γεωργιάδη,

Πέτρος Σκαρμέας

Παραγωγή: BOILING POINT

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο