Με αφορμή το «Αγαθό» στο Φεστιβάλ Αναλόγιο 2017
Θεατρικά αναλόγια, σκηνικές αναγνώσεις. Πόσο μπορούν να βοηθήσουν έναν θεατρικό συγγραφέα και το έργο του;
Η παραδοσιακή μορφή των θεατρικών αναλογίων περιλάμβανε κι αυτό που καθορίζει τον όρο, ένα αναλόγιο που δημιουργούσε μια στατικότητα και μια απόσταση από το κοινό, μια ξεκάθαρη χωροθέτηση που ξεκαθάριζε ότι δεν πρόκειται για παράσταση. Αυτό παλαιότερα με τρόμαζε και με απωθούσε, το θεωρούσα θανατηφόρο για την ουσία του θεατρικού κειμένου. Η απλή ανάγνωση ιδίως ενός θεατρικού κειμένου μπροστά σε κοινό μου φαινόταν στερημένη, σαν μια ακαδημαϊκή παρουσίαση που αυτομάτως θέτει το κοινό σε θέση άμυνας – εκτός αν πρόκειται για παθιασμένους ακροατές και λάτρεις της γλώσσας, οπότε μιλάμε πάλι για κάτι παρα-θεατρικό. Αντιθέτως, οι αναγνώσεις που λαμβάνουν χώρο στο πλαίσιο μιας πρόβας, ενός εργαστηρίου ή μιας δοκιμής, φυσικά, τις θεωρούσα ανέκαθεν απαραίτητες και πολύ παραγωγικές διότι οι ίδιοι οι συντελεστές δοκιμάζουν τα υλικά τους και πλάθουν το κείμενο που θα στηρίξει την παράσταση. Δεν πρόκειται για παρουσίαση που υπόκειται σε κρίση. Κι αυτό ακούγεται παράδοξο από κάποιον επαγγελματία που σέβεται και μετέχει με θέρμη στην ακαδημαϊκή πλευρά του θέατρου. Αργότερα, μετά από μία παράσταση αναλογίου της Μαρίας Ξενουδάκη πάνω στο «Ακου ανθρωπάκο» του Β. Ράιχ, ένα κείμενο καταγγελτικό που δεν προοριζόταν για τη σκηνή, άρχισε να με απασχολεί και να με ιντριγκάρει περισσότερο η ρευστότητα μεταξύ θεατρικού κειμένου που «δεν παίζεται» αλλά «ερμηνεύεται» και μη-θεατρικού κειμένου που δραματοποιείται.
Πιστεύω βαθιά στην αλληλεπίδραση με το κοινό και θεωρώ ότι η ανάγνωση μπορεί να αφήσει το κείμενο «εκτεθιμένο», απροστάτευτο κι ανυπεράσπιστο, εκτός συγκείμενου. Κι αυτή η ανάγκη ενός περιβάλλοντος θεατρικού, σε όποιον βαθμό άλλαξε τη φύση των αναλογίων. Τα θεατρικά αναλόγια έχουν αποκτήσει μια αυτονομία τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στην Αγγλία αυτές οι μορφές παρουσίασης λέγονται συνήθως staged readings ή rehearsed readings, όροι που περιέχουν τη σκηνή και την πρόβα σε μια μετοχή παρακειμένου⸱ η ανάγνωση έχει ήδη «τεθεί επί σκηνής» ή έχει «προβαριστεί», δηλ. έχει γίνει προετοιμασία για φόρμα, για μια παρουσίαση τρισδιάστατη του κειμένου.
Έχετε άλλη εμπειρία αναλογίου;
Η πρώτη μου τέτοια εμπειρία κι ευκαιρία ως συγγραφέα μου δόθηκε το 2011 στο Λονδίνο, όταν το Blue Elephant Theatre πρότεινε να παρουσιάσει σε rehearsed reading το έργου μου «σπαράγγια με φτερά» («flying asparagus»), που είναι εμπνευσμένο από το σύνδρομο Asperger στο φάσμα του αυτισμού. Mέσω αυτής της εμπειρίας γνωρίστηκα με έναν πολύ έμπειρο editor που έχει ο ίδιος σύνδρομο Asperger και μέσα από συναντήσεις και πολύ διαφωτιστικές συζητήσεις, προχώρησα σε δραστικές αλλαγές στο έργο, το οποίο έχει πλέον εκδοθεί.
Μέσα από τα αναλόγια και τις αναγνώσεις μαθαίνει ο συγγραφέας – καταρχήν ασκείται ήδη, διότι συνήθως χρειάζεται «κόψιμο» το κείμενο κι αυτομάτως επιβάλλεται μια λιτότητα και μια ετοιμότητα, τί είναι το πιο σημαντικό, τί είναι αυτό που μπορεί να σταθεί χωρίς τα υπόλοιπα μιας παράστασης; Και ταυτόχρονα, εκτίθεται. Εκτίθεται με την έννοια μιας άμεσης διαλεκτικής, μιας απευθείας χειραψίας με το κοινό. Η οποία λειτουργεί συχνά ως βατήρας για ένα συγκεκριμένο έργο ή συγκεντρώνει τις βασικές συνιστώσες για μια παράσταση. Αλλά αυτή η προωθητική ιδιότητα του αναλογίου πλησιάζει πιο κοντά στο marketing και λιγότερο προς τις όποιες δημιουργικές ανησυχίες που, προσωπικά, θεωρώ ότι προπορεύονται.
Πριν μερικά χρόνια συνεργάστηκα με την Αναστασία Ρεβή (καλλιτ. διευθύντρια του Theatre Lab Company) για το Greek Voices Festival όπου παρουσιάστηκαν εφτά έργα σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων ως rehearsed readings, με ομάδες πολύ δυνατών επαγγελματιών, που είχαν προετοιμάσει «στημένες» πλέον παραστάσεις, χωρίς καν κείμενο στο χέρι, με λιτά σκηνικά. Αυτή η μορφή απέδωσε ερμηνείες πολύ δυνατές, όπου άξονας ήταν το κείμενο και οι χαρακτήρες, επιτρέποντας μια σκηνική δομή ή ακόμη και σκηνοθετικό concept.
Αργότερα είχα την ευκαιρία να δω την δουλειά μου και σε άλλα αναλόγια στο Λονδίνο, όπου το σώμα κι η φωνή εμπνευσμένων κι έμπειρων ερμηνευτών, όπως ο Matthew Wade, έδωσε στο κείμενο υπόσταση και κατεύθυνση. Υπάρχει κάτι μεθυστικό στο μεταίχμιο όπου το κείμενο δεν το «ακούμε» αλλά το βλέπουμε, χωρίς όμως όλην την καθορισμένη προοπτική μιας παραγωγής. Το βλέπουμε μπροστά μας, σχεδόν το ονειρευόμαστε το κείμενο, μέσα από μια εμπνευσμένη πρόταση του σκηνοθέτη που, σε μια εποχή «σκηνοθετικών ευρημάτων» και διακειμενικών ακροβασιών, εδώ σμιλεύει όλη του την ιδέα γύρω από το κείμενο, και μέσα από τον ηθοποιό σαν φορέα της γλώσσας και της έννοιας που το ζωντανεύει, που μας προσκαλεί στην αντίδραση, στην ανταπόκριση. Κι ο συγγραφέας, το βλέπει με τον ίδιο τρόπο κι ο ίδιος ταυτόχρονα.
Αυτή η φιλοσοφία, συγγενεύει με τη φιλοσοφία και τη σύλληψη που προωθεί και το Φεστιβάλ Αναλόγιο που έχει καθιερώσει η Σίσσυ Παπαθανσίου, το οποίο έχει μακρά πορεία και αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς. Η εν προκειμένω προσέγγιση και λειτουργία του αναλογίου θεωρώ ότι δικαιώνει πλήρως την σύσταση και ουσία του, συμβάλλοντας καθοριστικά στην εξέλιξη του είδους, του genre, θα μπορούσαμε πλέον να πούμε, του αναλογίου. Η συμμετοχή σε ένα τέτοιο αναλόγιο αποτελεί ένα μεγάλο αβαντάζ, πρόκειται για μια σύλληψη που προσεγγίζει με μεγάλο σεβασμό και φροντίδα το θεατρικό κείμενο και τονίζει την σημασία του έργου και της γραφής χρησιμοποιώντας, ακριβώς, τα στοιχεία που οδηγούν σε μια ολοκληρωμένη παράσταση. Το έργο δεν παρουσιάζεται για να «δοκιμαστεί» με την έννοια των εξετάσεων ή της degustation, αλλά προσφέρεται σε μια συμμετοχική συνδιαλλαγή μεταξύ συντελεστών, συγγραφέων και κοινού.
Ποια είναι τα βασικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει ένας θεατρικός συγγραφέας στην Ελλάδα;
Πολυσυζητημένο και πολύπονο θέμα. Κάθε συγγραφέας, όχι μόνο θεατρικός, κι ενδεχομένως κάθε δημιουργός, στην Ελλάδα ξεκινά με τη μούρη κολλημένη σε έναν τοίχο. Κι αυτός ο τοίχος γράφει διάφορα καθόλου επαναστατικά συνθήματα επάνω, όπως: «Κι η κανονική σου δουλειά, ποια είναι;», «Ε, αφού κάνεις κάτι που σ’αρέσει…», «Τυχεροί όσοι έχουν έμπνευση και γράφουν.», «Γιατί δεν γράφεις κανένα σήριαλ;», «Φυσικά, δεν υπάρχει αμοιβή αλλά θα ακουστεί το έργο σου.» ή διαγράφουν το σκίτσο κάποιου που τριγυρνάει με καπαρντίνες και καπέλα καβάλα σε ένα σύννεφο θεωρώντας ότι οι σκηνοθέτες καταστρέφουν το έργο του και κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Κι οφείλει κάθε συγγραφέας και δημιουργός να προχωρήσει με την πλάτη, να απομακρυνθεί από τον τοίχο, χωρίς να παραβλέπει ότι το εμπόδιο είναι εκεί.
Το ζήτημα του επαγγελματισμού, τόσο ως σταθερές που θέτει ο καθένας επιβάλλοντας τον εαυτό του ως επαγγελματία, όσο και ως «κατά τα χρηστά ήθη» συμβάσεις που λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο αποτελεσματικό, είναι στοιχειώδες και για μένα είναι ένα κόκκινο φως κινδύνου μόνιμα αναμμένο σε κάθε δημιουργικό τομέα αυτή τη στιγμή. Η άγνοια ή μια χαλιναγωγημένη αδιαφορία γύρω από τον ρόλο και το λειτούργημα του συγγραφέα υποβιβάζει την ίδια την γλώσσα καθώς και το πολιτιστικό και πολιτισμικό προϊόν της γραφής και του θέατρου. Οι συγγραφείς μοιάζουν να πλέουν άστεγοι, συχνά αυτοτροφοδοτούμενοι για το θέμα και το εφαλτήριό τους, αφού σπάνια γίνονται παραγγελίες, και συχνά καλούνται οι ίδιοι να οργανώσουν τους συντελεστές και την παραγωγή προκειμένου να ανέβει το έργο τους.
Ένα άλλο στοιχείο που προκαλεί απορίες είναι ο τρόπος συμμετοχής του συγγραφέα στη δημιουργία μιας παράστασης. Τα μοτίβα που προσωπικά αντιλαμβάνομαι ως κυρίαρχα είναι, αφενός οι συγγραφείς που σκηνοθετούν οι ίδιοι τα έργα τους, οπότε δεν υπάρχει μια εξωγενής γονιμοποίηση, δεν καλλιεργείται ένα ενδιάμεσο πλέγμα που να μπορεί να φωτίσει και να πραγματευτεί το κείμενο διαφορετικά, κι αφετέρου οι συγγραφείς που παραδίδουν το κείμενό τους κι ύστερα λαμβάνουν πρόσκληση για την πρεμιέρα, οπότε η δημιουργική διαδικασία προσομοιάζει με αυτή για τα κείμενα που παραλαμβάνουμε από τεθνεώτες συγγραφείς – αν και τότε προβληματιζόμαστε βαθιά και παρακαλάμε να τους είχαμε εκεί για να τους ρωτήσουμε κάτι. Υπάρχει και μια ενδιάμεση παραλλαγή, όπου συγκεκριμένοι σκηνοθέτες ή θίασοι, εργάζονται με συγκεκριμένους συγγραφείς πολύ στενά, όπως ο Κουν με την Αναγνωστάκη ή ο Βογιατζής με τον Διαλεγμένο, αλλά αυτός ο ρομαντικός απόηχος του Τέχνης που έλαμψε για το σύγχρονο θέατρο στο πρότυπο της Μόσχας, περιέχοντας και παρενέργεις όπως σκιαγραφεί το «μαύρο χιόνι» του Bulgakov, σβήνει ακυρώνοντας κάθε ιδανικό αρμονίας και βαθιάς πίστης μεταξύ συγγραφέας και συντελεστών. Το κυρίαρχο δίπολο, λοιπόν, των σχέσεων με εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο ύστερα από την εικόνα που απέκτησα στο Λονδίνο, όπου η συνεργασία μεταξύ σκηνοθετών και συγγραφέων επιδιώκεται και ο συγγραφέας έχει δική του θέση στο δεντράκι των συντελεστών, χωρίς να αποτελεί ούτε απειλή κι ενόχληση ούτε παρ’εμπιπτόντως αξεσουάρ.
Γράφοντας σε μια γλώσσα που μιλούν λίγοι πάνω στον πλανήτη, και της οποίας τα κείμενα μεταφράζονται συνήθως με ιδία πρωτοβουλία και βρίσκουν περιορισμένη ζήτηση στη διεθνή αγορά, ήδη βρισκόμαστε αποκομμένοι, σε μια παράλληλη τροχιά με το ευρωπαϊκό και διεθνές θέατρο. Η σκιά των αρχαίων ποιητών απλώνεται ασήκωτη και δεν υπάρχει ακομη στρατηγική γεφύρωσης με τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία – σε ό τι αφορά τον διάλογο με το εξωτερικό προφανώς, διότι σε ό τι αφορά την εγχώρια παραγωγή, υπάρχουν πάρα πολλοί συγγραφείς και με πολύ δυνατό υλικό στην Ελλάδα. Αυτό είναι μια εγγενής δυσκολία η οποία ακυρώνει πολλές πιθανότητες συνεργασίας και συνομιλίας με τη διεθνή δραματουργία σε ταυτόχρονο βήμα κι όχι σαν ιστορικό γεγονός. Είναι αναγκαία η ματιά προς τα έξω κι η συντονισμένη προσπάθεια απόδοσης στον συγγραφέα της σημασίας και των εχέγγυων που αξίζει.
Τι σας εμπνέει;
Ένας καθηγητής μου έλεγε ότι το μυστικό για να κατανοήσει κανείς την τραγωδία, είναι να εντοπίσει τους άξονες όπου στηρίζεται: τον έρωτα και τον θάνατο. Αυτό το εξαιρετικά ειρωνικό αστείο, είναι ταυτόχρονα λυτρωτικό. Όλη η ποίηση κι η τραγωδία γυρίζουν γύρω από αυτό που φέρνει τους ανθρώπους κοντά κι από αυτό που τους χωρίζει. Οι συγγραφείς είναι μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι και δεν μπορούν να σταματήσουν ούτε την τροχιά αυτού ούτε την δική τους. Μπορούν όμως να τεντώσουν το μάτι τους και να το χαζέψουν κι ύστερα να συνεχίσουν πασχίζοντας να δώσουν στους άλλους αυτό που είδαν, να μετατρέψουν εκείνη τη στιγμή σε κάτι που νοιάζει και τους άλλους. Αυτό που συμβαίνει γύρω μου, αυτό που σπαράσσει την κάθε μέρα στο πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι μου, ή σε ένα χωριό στην άλλη άκρη της ηπείρου ή κάτι που κανονικά δεν θα μαθαίναμε ποτέ γιατί συμβαίνει μέσα σε ένα κουτί πεταμένο μέσα σε μια θάλασσα, οι ιστορίες των ανθρώπων, ιστορίες που μου λένε, που διαβάζω, που νομίζω ότι διαβάζω γιατί είδα δυο εικόνες μαζί δίπλα-δίπλα και τις έδεσα⸱ αυτά με ταράζουν όσο με ταράζει και κάτι που συμβαίνει σε μένα, κάτι που καθηλώνει το σώμα μου, κάτι που μουδιάζει το μυαλό μου, κάτι που με εκτινάσσει, ένας τραυματισμός, μια αγωνία, ένας έρωτας.
Πως αντιμετωπίζετε την πληθώρα των παραγωγών και πως την ερμηνεύετε;
Είναι η τρίτη φορά που μου ζητείται να σχολιάσω σε αυτήν η ερώτηση μέσα σε ένα εξάμηνο, οπότε αντιλαμβάνομαι όχι μόνο την πληθώρα των παραστάσεων πλέον, αλλά και την ανάγκη να το συζητήσουμε. Αυτό ήδη δείχνει ότι κάτι πάσχει. Αυτή η αφθονία «θεαμάτων» δεν συνάδει με την πραγματικότητα της Ελλάδας αυτή τη στιγμή. Σαφώς, η προφανής εξήγηση θα ήταν ότι οι δημιουργοί προσπαθούν να συμβάλλουν σε μια διαφορά, να κινήσουν τα πράγματα ώστε να προχωρήσουμε από αυτή τη βαλτώδη συγκυρία. Μια άλλη εξήγηση υπενθυμίζει ότι υπάρχουν πάρα πολλοί δημιουργοί κι ηθοποιοί αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα, συνήθως δε με πρώτο πτυχίο κάποια τελείως διαφορετική πανεπιστημιακή σχολή, κι εφόσον δεν μπορούν να απορροφηθούν σε κάποια θέση που να ανταποκρίνεται στις σπουδές τους και να τους εξασφαλίζει μια στοιχειώδη διαβίωση, στρέφονται στην τέχνη και στο θέατρο για να εκφραστούν, αφού εκεί δεν θα κέρδιζαν αμοιβή ούτως ή άλλως, σωστά; Δυστυχώς όμως, ούτε η επιλογή ρεπερτορίου ούτε το περιεχόμενο των παραστάσεων δίνουν έστω και μια ελαφριά σπρωξιά σ’αυτήν την κατάσταση που υπόσχεται το σταμάτημα του μέλλοντος σ’αυτήν την μικρή μας χώρα. Οι κινήσεις χαρακτηρίζονται από την ορμή που σημάδεψε αυτή τη γενιά (εννοώντας την εποχή): την ορμή της συσσώρευσης, της πληθώρας, του υπερ-άριθμου, της κυριαρχίας του όκγου και της μάζας, του ποσοτικά ανεξέλεγκτου. Δεν υπάρχει κεντρί και δεν υπάρχει στίγμα παρά σε μεμονωμένες ιδέες και υλοποιήσεις που όμως απλώς συμπαρασύρονται σ’αυτό το ωστικό κύμα. Εξυπακούεται ότι δεν πρεσβεύω καμία νοοτροπία πεπαλαιωμένου πολιτικού θεάτρου ούτε πιστεύω ότι η τέχνη είναι όχημα. Μιλάω για τον ένδον παλμό που θα θέλαμε να μας ταρακουνήσει, για τη δημιουργικό ηλεκτρικό ρεύμα που μετά από αυτό, τίποτα δεν είναι ίδιο, κοινωνικά, ιστορικά, αισθητικά. Αυτό συμβαίνει αυτή την εποχή σε κάποιες πόλεις του εξωτερικού πολύ έντονα, ένας βρασμός και μια άυξηση δυναμικών. Μια ηθελημένη ενόχληση και μια γιορτή του πειραματισμού και του «ξεμπροστιάσματος». Η ανεύρεση εναλλακτικών ή βιομηχανικών χώρων έως τη δημιουργία παραστάσεων στο γκαράζ του γείτονα κι η θεματολογική απροσδιοριστία δεν αποτελούν επαρκές ξεσήκωμα. Αντιθέτως, αυτή η συνεχής παροχή θεάματος και ευρηματικότητας δημιουργεί μια κανονικότητα παρα-πραγματικότητας, ένα κατεστημένο που ηρεμεί, ότι όλα πάνε καλά, ότι οι καλλιτέχνες ξεδίνουν έτσι και βοηθούν και κάποιους να ξεχνιούνται. Δεν είναι έφηβοι οι καλλιτέχνες ούτε ουτοπιστές, είναι πτυχιούχοι εξασκημένοι επαγγελματίες, και δεν χρειάζεται να ξεχαστεί κανείς. Να ξαγρυπνήσει χρειάζεται και να κοιτάξει γύρω του με μάτια ταραγμένα.
Σε καμία χώρα δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για το θέατρο και αναγνωρίζω τον συνδυασμό αγώνα και τύχης όπου καθημερινά ισορροπούν οι δημιουργοί. Χρειάζεται μεγαλύτερο σφίξιμο δοντιών για να πει κανείς «όχι» παρά «ναι» στο να κάνει ακόμη ένα πρότζεκτ με ισχνά μέσα για κάτι που δεν θα αλλάξει τη ζωή κανενός, ούτε τη δική του, χρειάζεται βαθύτερες ανάσες και συγκέντρωση για να επιμείνει να είναι δημιουργός, πασχίζοντας για τις σωστές συνθήκες και για μια παράσταση που θα έχει ουσία και θα κάνει τη διαφορά, όσο μικρή ή μεγάλη. Έτσι δεν θα είναι απλώς άλλο ένα ψάρι στη στέρνα.
Λίγα Λόγια για το το «Αγαθό» της Ναταλίας Κατσού
Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κάνουν παιχνιδιάρικα άλματα στον χώρο και τον χρόνο, ανιχνεύουν θραύσματα ζωής – της δικής τους; – και σκαλίζουν εμμονικά τις οριζόντιες και κάθετες επιφάνειες που τους περιβάλλουν και τους καθορίζουν, σε μια αέναη τελετουργία καθημερινότητας, που επαναλαμβάνεται ρυθμικά, μεθοδικά με απειροελάχιστες αλλά και τόσο σημαντικές παραλλαγές. Μικρά ή μεγαλύτερα μοτίβα ζωής που εναλλάσσονται διαρκώς μέσα και έξω από το σπίτι. Άνοδος ή κάθοδος; Υποχώρηση ή αποχώρηση; Πως νιώθει άραγε ένα μισοσπασπασμένο, τσιμεντένιο πλακάκι του δρόμου ή το βρώμικο πάτωμα μιας δημόσιας υπηρεσίας; Πώς μπορεί κανείς να μεταμορφωθεί σε έναν πελώριο, στιβαρό τοίχο με ή χωρίς διαμαντένια σκουλαρίκια;Τι έχει μεγαλύτερη αξία: ένα σπασμένο παράθυρο ή μια άστεγη πόρτα; Και πόσος αέρας χωράει ανάμεσά τους; Πόσο «μητρικό» ή «πατρικό» μπορεί να γίνει ένα ταβάνι;
Σε ποιο δωμάτιο του σπιτιού γίνονται τα περισσότερα ατυχήματα;
Με κύριο αντίπαλό τους τον χρόνο, τον «μόνο χρόνο που τους έχει δοθεί|, τον χρόνο που κυλά βασανιστικά και αμετάκλητα, ένας άντρας και μια γυναίκα, ψαχουλεύουν αναμνήσεις και εντυπώσεις, ταξιδεύουν με τις λέξεις και τις σκέψεις, αναζητώντας απεγνωσμένα απάντηση στο ένα και μοναδικό ερώτημα που τριβελίζει το μυαλό τους από καταβολής κόσμου: ποιό είναι τελικά το πολυτιμότερο αγαθό;
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Ναταλία Κατσού
Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικό – κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Ερμηνεύουν: Ειρήνη Βαλατσού, Πάρης Λεόντιος
Πληροφορίες Παράστασης
Ημέρες και ώρα έναρξης: Σάββατο, 23/9 και Κυριακή, 24/9 στις 19.00
Είσοδος: 7 € (γενική είσοδος), 10 € (για 2 έργα), 14 € (για 3 έργα), 5 € (για ανέργους, ΑΜΕΑ).
Ισχύουν ειδικές προσφορές για: Ομαδικά εισιτήρια, Ημερήσια εισιτήρια, Όλο το πρόγραμμα των παραστάσεων.
Χώρος: Θέατρο Τέχνης – Σκηνή Φρυνίχου, Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ. 210 32 22 464 / Μετρό, Σταθμός Ακρόπολη.
Περισσότερες πληροφορίες για το Πρόγραμμα και οπτικό υλικό στα: www.analogiofestival.org και analogiofestival
Συνεντεύξεις