Η Μυρτώ Γόντικα (Myrto Gondikas) είναι μεταφράστρια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και πιο πρόσφατα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας στα γαλλικά, συμβάλλοντας σημαντικά στην εξωστρέφεια του ελληνικού θεάτρου. Έντονη είναι η παρουσία, τα τελευταία χρόνια στις γαλλικές σκηνές, ελληνικών θεατρικών έργων, ομάδων και δημιουργών. Από τον Antoine Vitez που ήδη από το 1970 σύστηνε στο γαλλικό κοινό τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν του 2014 με τη φιλοξενία 3 έργων ελληνικής προέλευσης, στο παρισινό θέατρο Odéon με το αφιέρωμά στον Δημήτρη Δημητριάδη, και τη συνεχή παρουσία ελληνικών ομάδων στη διοργάνωση « Chantiers d’Europe » στο Théâtre de la Ville. Η Μυρτώ Γόντικα, υπογράφει τις μεταφράσεις αρκετών ελληνικών έργων στα Γαλλικά, όπως πρόσφατα τη Νεκρή Φύση του Μανώλη Τσίπου και τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. της Λένας Κιτσοπούλου. Ενώ παράλληλα, ξεχωρίζει η πρόσφατη έκδοση «Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς του σήμερα», ανθολογία ελληνικών θεατρικών κειμένων, μεταφρασμένων στη γαλλικη γλώσσα, σε επιμέλεια της ίδιας.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γαλλία, από γονείς που εγκατέλειψαν την Ελλάδα στα χρόνια του Εμφυλίου, για να εγκατασταθούν στο Παρίσι. Με κλασικές σπουδές, έχει μεταφράσει κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Πλάτων, Πλούταρχος, Επίκτητος), πριν γνωρίσει τον κόσμο του θεάτρου, χάρη στο Maison Antoine Vitez στο οποίο μετέφρασε την Άλκηστη (Παραγγελία του Centre Dramatique National de Montpellier, Εθνικό Δραματικό Κέντρο του Μοντπελιέ). Η πορεία της άλλαξε ριζικά με την συνάντηση του σπουδαίου Ελληνιστή Jean Bollack, ιδρυτή της Φιλολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Λιλ, για τον οποίον εργάστηκε επι δέκα χρόνια[1].
Ζει και εργάζεται στο Παρίσι, συνεχίζοντας την εντατική ενασχόλησή της με τη μετάφραση σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων, αλλά και κειμένων της αρχαιότητας. Αυτό τον καιρό έχει στα σκαριά τη μετάφραση των Ικετίδων του Αισχύλου.
Ευχαριστούμε τη Μυρτώ Γόντικα για τη συνομιλία μας αυτή, η οποία διεξήχθη στα γαλλικά.
Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που σας γοητεύουν στη θεατρική γραφή; Ποιες δυσκολίες συναντάτε στη μετάφρασή; Αισθάνεστε «αναδημιουργός» ή περισσότερο συνδημιουργός ;
Οι θεατρικές γλώσσες είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι συγγραφείς τους. Ένα κοινό στοιχείο μπορεί να είναι ότι όλα όσα λέγονται στο θέατρο είναι «μπροστά σε κάποιον», είτε αυτός είναι ένα άλλος ή άλλοι χαρακτήρες από αυτόν που έχει τον λόγο, ή απλώς μπροστά στο κοινό: προκύπτει αναγκαστικά μια προοπτική, μια σχετικοποίηση του τι λέγεται, μερικές φορές μια ανοικτή σύγκρουση με άλλες θέσεις ή με άλλους τρόπους ομιλίας. Η μεταφορά του παραπάνω σε μια διαφορετική γλώσσα είναι μια απαίτηση δύσκολη και προκλητική.
Φυσικά, το γεγονός ότι το θέατρο υπάρχει πρωτίστως για να ειπωθεί, επιβάλλει με προνομιακό τρόπο τη δουλειά με το « αυτί » , αυτό έμαθα από την επαφή με τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της δουλειάς μας “στο τραπέζι “πριν από τη δημιουργία. Αυτό είναι εξάλλου και ένα κοινό στοιχείο με την ποίηση, πάνω στην οποία δουλεύω παράλληλα (μια από τις πρώτες μου μεταφράσεις ήταν η συλλογή « Ερήμην » της Κικής Δημουλά, δημοσιευμένη σε λογοτεχνικό περιοδικό στη Μασσαλία).
Μερικές φορές έχει κανείς την ευκαιρία να επικοινωνεί με έναν ζωντανό συγγραφέα, είτε ζητώντας απλώς επεξηγήσεις, μέχρι την εμβάθυνση του διαλόγου, ξεκινώντας από τη λεπτομέρεια μιας φράσης, μέχρι το νόημα και την πρόθεση ενός ολόκληρου θεατρικού έργου. Σε αυτή τη δουλειά, δεν θα έλεγα πως αισθάνομαι “ανα-δημιουργός», πράγμα που θα συνεπαγόταν την ανάγκη για « επικαιροποίηση », περνώντας μέσα από κάποιου είδους αναδιατύπωση, είτε λόγω της απομάκρυνσης του χρόνου, ή των πολιτισμών.
Αυτό που θα έλεγα για τη γόνιμη εγγύτητα στο γράμμα του κειμένου, στην περίπτωση των αρχαίων συγγραφέων,νομίζω πως ισχύει και για τους σύγχρονους συγγραφείς (αν και φυσικά μπορεί να οδηγηθούμε σε διασκευές λεπτομερειών : για παράδειγμα, στη Νεκρή φύση του Μανώλη Τσίπου, το σημειολογικό δίκτυο που ο συγγραφέας υφαίνει γύρω από τον κεντρικό όρο της πόλεως δεν μπόρεσε να αποδοθεί με τον ίδιο τρόπο στα γαλλικά, καθώς σε αυτή τη γλώσσα οι έννοιες της «πόλης» και του «πολίτη / κατοίκου » δεν προσφέρουν την ίδια προφανή συγγένεια μέσα από την ετυμολογία).
“Συν-δημιουργός”, λοιπόν, θα ήταν πιο ακριβής χαρακτηρισμός, με την πολύ σημαντική προϋπόθεση ότι ο μεταφραστής είναι συνεργάτης, έρχεται πάντα δεύτερος, και εξαρτάται για την ύπαρξη και το έργο του, από ένα άλλο κείμενο, που προϋπάρχει.
Έχω την αίσθηση πως το ελληνικό θέατρο δεν ταξιδεύει αρκετά στο εξωτερικό, πως τα σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα δεν παρουσιάζονται εκτός Ελλάδας.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι κάνετε λάθος … Θυμάμαι πως έχω δει αρκετές φορές βραβευμένες Έλληνικές παραστάσεις σε διεθνή φεστιβάλ, ή να παρουσιάζονται εκτός των συνόρων. Αλλά δεν γνωρίζω τα στατιστικά στοιχεία, εάν υπάρχουν, που να συγκρίνουν την περίπτωση του ελληνικού θεάτρου με εκείνο άλλων χωρών. Μια πιθανή εξήγηση θα ήταν η σκιά που φέρει το αρχαίο ρεπερτόριο, με το κύρος και το βάρος της παράδοσης (η οποία συμβαίνει κάποτε και να αποδοκιμάζεται), στο σημερινό θέατρο. Και έπειτα, τα ελληνικά, « γλώσσα μειονοτική » είναι αναμφίβολα ένα λιγότερο εύκολο όχημα για να κυκλοφορεί σε σύγκριση με άλλες γλώσσες. (Αγγλικά, Ισπανικά).
Ωστόσο φαίνεται πως στη Γαλλία, χάρη στο Maison Antoine Vitez, στο Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως υπάρχει μια συνεχώς ανοδική τάση φιλοξενίας του ελληνικού θεάτρου. Σύμφωνα με την εμπειρία σας, ποια θα λέγατε ότι είναι η υποδοχή του ελληνικού θεάτρου στη Γαλλία ;
Η Γαλλία έχει μια μακρά ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, όπως αποδεικνύεται για παράδειγμα από τη δράση του Octave Merlier και του Roger Milliiex στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα, ιδίως κατά της διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Όσον αφορά το θέατρο, οι Ελλήνες δημιουργοί βρήκαν «πορθμείς» στο πρόσωπο του Antoine Vitez ή του Patrice Chéreau. Είναι πολύ πιθανόν ότι στη δεκαετία του ’70, ο τόνος δινόταν περισσότερο στην πολιτική διάσταση του καλλιτεχνικού κειμένου, και συγκεκριμένα των θεατρικών κειμένων.
Η διάσταση αυτή, λιγότερο παρούσα εδώ και καιρό, γίνεται εκ νέου επίκαιρη με αφορμή τη σύγχρονη κρίση, που βιώνει ιδιαιτέρως η Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, έχω την αίσθηση πως οι γαλλικές εκδόσεις εν γένει (συμπεριλαμβανομένων των μυθιστορημάτων, των διηγημάτων και της ποίησης, καθώς και κάποιων δοκιμίων) διστάζουν λιγότερο να δημοσιεύσουν ελληνικά έργα, και πως τα τελευταία χρόνια είναι πλέον πολύ πιο εύκολα διαθέσιμα στον αναγνώστη με ποικίλα ενδιαφέροντα.
Φυσικά, η σκηνή είναι ένας πολύτιμος κινητήρας για να κάνει γνωστές τις ελληνικές φωνές. Το παρατηρήσαμε πρόσφατα το 2014 στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, όπου ελληνικά έργα (Δημητριάδης, Μαυριτσάκης, Τσίπος) έτυχαν μιας ξεχωριστής προσοχής, με μια υποδοχή καλή έως εξαιρετική.
Εκτός από τους οργανισμούς που αναφέρετε, θα πρέπει να χαιρετίσουμε και λιγότερο γνωστά ιδρύματα, αλλά εξαιρετικά αφοσιωμένα και αποτελεσματικά, όπως το θέατρο Panta στην Καέν (Νορμανδία), το οποίο διοργανώνει εδώ και χρόνια ένα φεστιβάλ (« Ecrire-mettre en scène ») δίνοντας τη δυνατότητα σε ξένους σκηνοθέτες και συγγραφείς να ανεβάσουν τα έργα τους σε μια «ελαφριά» παραγωγή, και να τα δοκιμάσουν δημόσια, πυροδοτώντας συστηματικά ανταλλαγές μεταξύ των χωρών (για παράδειγμα, εάν Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς προσκαλούνται στη Γαλλία, Γάλλοι συγγραφείς παράλληλα, παρουσιάζονται στην Ελλάδα).
Πώς θα περιγράφατε τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία ; Ποια θα λέγατε ότι είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ;
Είμαι και εγώ σε διαδικασία ανακάλυψής της… Με εντυπωσιάζει η μεγάλη ποικιλία των φωνών, των μορφών και των τρόπων προσέγγισης της σχέσης μεταξύ του θεατρικού έργου και της «πραγματικότητας», της κοινωνίας.
Δεν θα ήθελα να απλοποιήσω υπερβολικά το θέμα, εν τούτοις μου φαίνεται ότι μια εξέλιξη διαγράφεται σε σχέση με την ισχυρότερη προβολή της προσωπικής φωνής και συχνά της εσωτερικότητας του δημιουργού, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει η συλλογική ή (και) η πολιτική διάσταση. Αυτό συμβαδίζει με την εντυπωσιακή συχνότητα εμφάνισης του μονολόγου.
Το πιστοποιούν έργα τόσο διαφορετικά, όπως η M.A.I.P.O.Υ.Λ.A. της Λένας Κιτσοπούλου ή η Νεκρή Φύση του Μανώλη Τσίπου. Τέλος, η γραφή της σκηνής (του πλατώ), που αναπτύσσεται συλλογικά κατά τη διάρκεια των προβών, χωρίς ένα προϋπάρχον σταθερό κείμενο, και η πρακτική της performance συμβάλλουν στην ανανέωση και αναζωογόνηση των πρακτικών του θεάτρου, τοποθετώντας το σε διαφορετικούς χώρους (θέατρο διαμέρισμα, σε κατειλημμένα μέρη, …), απαντώντας στην οικονομική κρίση με την ευρηματικότητα και τρέφοντας το αίτημα ενός κοινού πολύ πιο «πεινασμένου», ενόσω η υλική ζωή όλο και περισσότερο δυσκολεύει την κατάσταση.
Είστε μέλος του Maison Antoine Vitez. Μιλήστε μας για τις δραστηριότητες και τους σκοπούς του.
Ο Maison Antoine Vitez είναι ένας σύλλογος, η δημιουργία του οποίου – έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια – ήταν εμπνευσμένη, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, από τον μεγάλο θεατράνθρωπο και μεταφραστή Antoine Vitez, και ιδίως από τον περίφημο λόγο του πως «πρέπει να μεταφράζουμε τα πάντα». Έχει ως στόχο να κάνει γνωστά και να θέσει σε κυκλοφορία θεατρικά κειμένα κάθε προέλευσης (ακόμη και αν η Ευρώπη είναι σχεδόν η κυρίαρχη, για παράδειγμα, υπάρχουν μεταφράσεις σε εξέλιξη που αφορούν στο θέατρο του Ιράν και της Λατινικής Αμερικής), ώστε να γονιμοποιηθούν και να ανανεωθούν οι εθνικές κληρονομιές, προωθώντας συστηματικά το ανέβασμά τους επί σκηνής, καθώς και τις δημόσιες αναγνώσεις.
Συσπειρώνει μεταφραστές προερχόμενους από 25 γλωσσικές περιοχές, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, πανεπιστημιακούς, εκδότες, που τους αφορά το θέατρο. Έχει επίσης δημιουργήσει πολλαπλές συνδέσεις με θεατρικούς θεσμούς, με θέατρα, φυσικά, αλλά και με φεστιβάλ, βιβλιοπωλεία, βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια, ωδεία κ.λπ. Είναι το εν λόγω δίκτυο που συνιστά τη δύναμή του.
Το έργο του πηγάζει με σταθερό τρόπο, από τη δραστηριότητα των διαφορετικών επιτροπών. Μπορεί κατά καιρούς να συνεργαστεί με άλλους φορείς, όπως συνέβη για παράδειγμα στον κύκλο «Δημητριάδη», που διοργανώθηκε το 2008 σε συνεργασία με το θέατρο Odéon, ή να κληθεί να απαντοκριθεί στην επικαιρότητα, όπως με τo φεστιβάλ «Chantiers d’Europe», όπου κάθε χρόνο ομάδες και συγγραφείς από μία ή περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καλούνται να παρουσιάσουν το έργο τους στη Γαλλία.
Η ελληνική επιτροπή του Maison d’Antoine Vitez προσπαθεί να μαθαίνει και να ενημερώνει τους συνομιλητές της για τις τελευταίες εξελίξεις και τις καινούργιες τάσεις σε σχέση με τη θεατρική γραφή και τη δημιουργία που παρουσιάζεται στην Ελλάδα, στοχεύοντοντας στην αναμετάδοσή της μέσω μεταφράσεων, που θα μπορέσουν να πυροδοτήσουν στη Γαλλία έργα ανάγνωσης ή σκηνοθεσίας.
Αρκετά από τα μέλη μας έχουν, μέσω της δραστηριοτήτας τους, άμεση επαφή με την κουλτούρα και το θέατρο τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα. Μπορούμε να αναφέρουμε την Μαρία Ευσταθιάδη, ελληνίδα θεατρική συγγραφέα και μεταφράστρια στα γαλλικά, ή την Anne Dimitriadis, Γαλλίδα σκηνοθέτη, η οποία έχει συνεργαστεί στην Ελλάδα με θεατρικές ομάδες και συγγραφείς. Τους τελευταίους μήνες, η ελληνική επιτροπή έχει μεγαλώσει, προσλαμβάνοντας νέους μεταφραστές, ενεργούς στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες (Ελβετία, Γαλλία).
Το 2014 επιμεληθήκατε την έκδοση του βιβλίου-ανθολογίου « Αuteurs dramatiques grecs d’aujourd’hui » (« Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς του σήμερα ») που εκδόθηκε από τον Maison Antoine Vitez. Ποιος ο σκοπός του εν λόγω εγχειρήματος ;
Εδώ και δύο χρόνια, ο Maison Antoine Vitez, που εκδίδει συχνά τα «τετράδια» – ανθολογίες αφιερωμένες κάθε φορά σε έναν συγγραφέα ή στο θεατρικό ρεπερτόριο μιας χώρας- επέλεξε την Ελλάδα και μου εμπιστεύτηκε τον συντονισμό της εκδοσης.
Το εγχείρημα κατέστη δυνατό μέσα από τη συνεργασία με τους μεταφραστές της επιτροπής, των οποίων η εμπειρία ήταν πολύτιμη και καθοριστική.
Συνολικά, 15 μεταφραστές παρουσιάζονται στον τόμο. Ορισμένα έργα είχαν ήδη μεταφραστεί στα γαλλικά, και έτσι μπόρεσαν και να εκδοθούν, αλλά δεν ισχύει αυτό για όλα. Σε σχέση με τα μη μεταφρασμένα έργα, συχνά μας είχαν προταθεί από το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, που έχει το προνόμιο της επιτόπιας επαφής, γεγονός που διευκολύνει την πρόσβαση σε συγγραφείς και έργα. Υπήρξαν, βέβαια, και προσωπικές αναγνώσεις από τους μεταφραστές της επιτροπής. Τελικά, από τα 33 έργα που επελέγησαν προς μετάφραση, τα 22 εκδόθηκαν σε αδημοσίευτες μέχρι τότε μεταφράσεις.
Προσπαθήσαμε να δώσουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα όσον αφορά στις θεματικές και στα είδη γραφής, χωρίς να επιβάλλουμε a priori κατευθυντήριες γραμμές, και φυσικά χωρίς «ποσοστώσεις» κάθε είδους. Σύντομα, συμφωνήσαμε να κρατήσουμε μόνο τους εν ζωή συγγραφείς, παρουσιάζοντας έτσι τρεις γενιές δημιουργών, από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τη σημερινή κρίση. Τα κριτήρια ήταν φυσικά η ποιότητα της γραφής, καθώς και η θεατρική πλευρά των κειμένων (η έλξη που θα μπορούσαν να ασκήσουν ενδεχομένως σε σκηνοθέτες), η επιτυχία που σημείωσαν στην Ελλάδα, το γεγονός ότι ασχολούνται με πραγματικότητες ελληνικές ή ότι θεωρήθηκαν από τους Έλληνες ως σημαντικά.
Έγινε κατανοητό ότι ο τόμος θα παρουσίαζε μια σειρά από αποσπάσματα και όχι ολόκληρα έργα, ώστε ένας σημαντικός αριθμός δημιουργών να μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτόν. Δύο εξαιρέσεις: δύο σύντομα έργα παρατίθενται ολόκληρα. Επιπλέον, για συγκεκριμένους συγγραφείς με εξαιρετικά πλούσιο ή ποικίλο έργο, αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε περισσότερα από ένα αποσπάσματα. Συνολικά, πιστεύω ότι το αποτέλεσμα ήταν μια ζωντανή και αρκετά ακριβής παρουσίαση ενός ρεπερτορίου μέχρι τώρα ελάχιστα γνωστού, παρά τις όποιες εξαιρέσεις, στους λάτρεις του θεάτρου και τους αναγνώστες στη Γαλλία.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, λοιπόν, για ένα γαλλοελληνικό «δίκτυο» αμφίδρομης προώθησης του θεάτρου των δύο χωρών;
Το δίκτυο για το οποίο σωστά μιλάτε, υπάρχει όντως, μέσα από τη φιλική και επαγγελματική επαφή Ελλήνων και Γάλλων μεταφραστών και ανθρώπων του θεάτρου, που γεννά κοινές συναντήσεις και δραστηριότητες. Στις ανταλλαγές που έρχονται ως αποτέλεσμα, ένα βασικό στοιχείο είναι η αμοιβαιότητα: έχουμε δει, για παράδειγμα, ότι οι Έλληνες ήταν εξίσου περίεργοι να ανακαλύψουν την Τ.Ι.Ν.Α του Simon Grangeat που ανέβηκε στην Αθήνα, όπως και οι Γάλλοι για την Femme et loup της Έλενας Πέγκα, που παρουσιάστηκε στην Καέν.
Το ότι πρόκειται περισσότερο για ανταλλαγές παρά για μια μονόδρομη «πολιτιστική εξαγωγή», αποτελεί εγγύηση εμπιστοσύνης και ανοιχτότητας που δέν μπορεί παρά να ωφελήσει την κυκλοφορία του ρεπερτορίου. Έχουμε ήδη μιλήσει για πληθώρα θεσμών που βοηθούν αυτήν ακριβώς τη διαπολιτισμική δραστηριότητα. Δε θα έπρεπε να αγνοήσουμε τον ρόλο άλλων δομών, λιγότερο γνωστών, ενεργώντας εκτός του επιδοτούμενου κύκλου : Για παράδειγμα, το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, τοποθετημένο σε μια υποβαθμισμένη αθηναϊκή περιοχή, έχει αναπτύξει σε σύντομο χρονικό διάστημα μια εντυπωσιακή πολιτιστική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει τη σκηνοθεσία ή την ανάγνωση θεατρικών έργων Γάλλων συγραφέων. Για να μην ξεχάσουμε, σε ένα άλλο επίπεδο, το δίκτυο Eurodram (που φιλοξενείται στο Παρίσι από το Maison d’Europe et d’Orient), το οποίο με πάνω από 300 μέλη σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, προωθεί συστηματικά τις πολλαπλές μεταφράσεις των έργων που επιλέγει, εφόσον κάθε επιτροπή εναλλάσσει τις μεταφράσεις της από και προς τη γλώσσα της.
Είστε μέρος του Συλλόγου «Κορνήλιος Καστοριάδης», έχοντας στενή σχέση με το έργο του. Έγραφε πως η αθηναϊκή τραγωδία επιχειρούσε να δώσει ένα νόημα στο χάος του κόσμου, τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η σχέση της τραγωδίας με την εποχή της, η αθηναϊκή κοινωνία ως πρώιμη μορφή αυτόνομης και αυτοθεσμιμένης κοινωνίας. Πώς αντιλαμβάνεστε το σύγχρονο ελληνικό θέατρο σε σχέση με την κοινωνία;
Εδώ και είκοσι χρόνια συμετέχω στην ομάδα που εκδίδει τα μη δημοσιευμένα και τ δυσεύρετα έργα του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ανακάλυψα έτσι μια σκέψη ξεχωριστής δύναμης και μοναδικότητας, που με συγκλόνισε με την συνοχή της οπτικής της (το πρόταγμα για την αυτόνομη κοινωνία), ενώ αναπτύσσεται σε τομείς τόσο διαφορετικούς : οικονομία, επιστήμες, ψυχανάλυση, φιλοσοφία και πολιτική. Η ερμηνεία που δίνει στην αρχαία ελληνική τραγωδία ως δημιουργία αισθητική, φιλοσοφική και πολιτική, δε μου φαίνεται μόνο πειστική, αλλά και εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, σε μια εποχή όπου η ύπαρξη συλλογικών προταγμάτων-που να τίθενται σε δημόσιο διάλογο- μειώνεται, και όπου η κοινωνία της κατανάλωσης θέτει σε λήθη το τραγικό, εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης.
Ακολουθώντας την επιθυμία της κ.Γόντικα δεν υπάρχουν φωτογραφίες αλλά τρεις πίνακες του Αγίου Ιερόνυμου από τους Dürer, Ghrilandajo και Bellini.
[1]Αποσπάσματα του τελευταίου έργου του Jean Bollack μετέφρασε η Μυρτώ Γόντικα και δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο» (αριθμός τεύχους 195-196, Ιανουάριος 2014)
Συνεντεύξεις