Μια συνάντηση με την Λεία Βιτάλη (2)

Ειρήνη Μουντράκη

Δεύτερος χρόνος για το επιτυχημένο Φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού Θεατρικού Έργου του 21ου αιώνα στο Αγγέλων Βήμα. Η δραστήρια συγγραφέας και διευθύντρια του Φεστιβάλ Λεία Βιτάλη μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις της, τα συμπεράσματά της και τα σχέδιά της για το μέλλον.

 

Δεύτερος χρόνος φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού Θεατρικού Έργου του 21ου αιώνα. Ποια είναι τα συμπεράσματα από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του;

Όταν οργανώνεται κάτι με μεράκι και αγάπη μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Και όταν μάλιστα είναι κάτι που έλειπε από τον χώρο και αγκαλιάζεται με τόση θέρμη, ακόμη και αν υπάρξουν κάποιες δύσκολες στιγμές, ξεπερνιούνται γρήγορα. Θα έλεγα ότι εκείνα που μελλοντικά θα ήθελα να γίνουν δεν θα είναι για να διορθωθεί κάτι αλλά για να εμπλουτιστεί ο θεσμός ακόμη περισσότερο με νέες δράσεις που θα στηρίζουν και θα προωθούν το σύγχρονο Ελληνικό θεατρικό έργο περισσότερο. Αλλά, επί τη ευκαιρία επίτρεψέ μου να ευχαριστήσω από εδώ για άλλη μια φορά όλους τους θεατρικούς συγγραφείς που το εμπιστεύτηκαν. Νομίζω ήταν μια από τις σπάνιες φορές που οι συγγραφείς γίναμε μια ανοιχτή αγκαλιά ο ένας για τον άλλον. Μόνον έτσι προχωρούν τα πράγματα. Με συνεργασίες και θετική σκέψη. Επιμονή και όραμα. Στην χώρα μας έλειπε αυτό. Και μπορώ να πω ότι ήταν μια θετική βάση πάνω στην οποία κινήθηκε όλο το Φεστιβάλ. Κατόπιν θέλω να ευχαριστήσω το Αγγέλων Βήμα που κι αυτό λειτούργησε σαν μια αγκαλιά για το Φεστιβάλ. Δεν θα ξεχάσω τις κλειστές πόρτες που συνάντησα όπου το είχα προτείνει στο παρελθόν. Αλλά ευτυχώς πάντα όταν επιμένεις βρίσκεται μια λύση. Άλλοι το λένε ξεροκεφαλιά. Εγώ το λέω όραμα και δόσιμο.

 

Πόσο καιρό προσπαθούσατε να βρείτε στέγη; Και ποιες ήταν οι βασικές δικαιολογίες που σας  έλεγαν όσοι σας αρνήθηκαν; 

Από το 1994, τη χρονιά που κέρδισα με το Ροστμπίφ το Κρατικό Βραβείο θεατρικού έργου για νέους συγγραφείς αναρωτιόμουν γιατί δεν ζητούσε κανείς να ανεβάσει ένα βραβευμένο έργο. Τότε έμαθα ότι το Εθνικό θέατρο είχε τη δέσμευση να ανεβάζει τα βραβευμένα από το ΥΠΠΟ έργα αλλά αυτό ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν συνέβαινε. Από τότε άρχισα να χτυπάω πόρτες της Πολιτείας και αλλού. Με άλλους συγγραφείς που συναντήθηκα και συζήτησα το θέμα συμφωνήσαμε να το παλέψουμε μαζί. Μερικοί αποχώρησαν –οι πιο πολλοί- μετά από την πρώτη υπεκφυγή της Πολιτείας. Δεν θα καταφέρουμε τίποτα είπαν. Εγώ είπαμε, είμαι ξεροκέφαλη. Αλλά τελικά ξέρετε ποιοι είχαν δίκιο; Οι συγγραφείς που δεν μετείχαν της προσπάθειας. Βέβαια δεν υπήρξε ποτέ μια κατηγορηματική άρνηση από κανέναν. Ούτε από το ΥΠΠΟ, ούτε από το Εθνικό θέατρο που είχα απευθυνθεί. Απλώς ο ένας σε παραπέμπει στον άλλον, η μια δικαιολογία διαδέχεται την άλλη, κυρίως ότι δεν μπορεί να ενταχθεί αυτή τη χρονιά ούτε την επόμενη ώσπου κουράζεσαι και ντρέπεσαι να γίνεσαι φορτική. Αυτή είναι μια παλιά και πετυχημένη συνταγή υπεκφυγής. Τότε ή παραιτείσαι ή ψάχνεις για άλλους δρόμους. Από τότε πέρασαν 20 χρόνια. Απίστευτο τώρα που το σκέφτομαι αλλά τίποτα δεν πάει χαμένο. Το Φεστιβάλ Ελληνικού έργου είναι τώρα εδώ.

 

Τι είδατε πως λειτούργησε θετικά και τι είναι αυτό που έπρεπε να διορθωθεί;

Η πρώτη χρονιά μας ήταν αναπάντεχα καλή. Γι’ αυτό και κάνουμε δεύτερο γύρο και ελπίζω να υπάρξει και τρίτος και τέταρτος και και….. Γιατί το Ελληνικό σύγχρονο έργο χρειάζεται στήριξη, προώθηση και αγκάλιασμα από όλους μας. Και επειδή υπήρχε ανέκαθεν έλλειμμα από την Πολιτεία, μας χρειάζεται όλους. Τυχαίνει τα τελευταία χρόνια να έχω διαβάσει και να έχω δει πάρα πολλά έργα. Έτσι μπορώ να πω με σιγουριά ότι το σύγχρονο Ελληνικό έργο υπάρχει, είναι ισάξιο με το καλό σύγχρονο ξένο έργο και όσο το στηρίζουμε θα γίνεται ακόμη καλύτερο. Το θεατρικό έργο χρειάζεται τη σκηνική παρουσία, δεν γράφεται για το συρτάρι και ούτε βελτιώνεται εκεί μέσα μόνο του στα σκοτεινά. Αυτή τη δυνατότητα δίνουμε εμείς στο Φεστιβάλ. Να παρουσιάζεται στη σκηνή σε ολοκληρωμένες παραστάσεις και να τρίβεται εκεί πάνω.

Υπήρχαν βέβαια και δυσκολίες την πρώτη χρονιά. Και πρώτ’ απ’ όλα οικονομικές διότι δεν υπάρχει από πουθενά ενίσχυση. Το Αγγέλων Βήμα όμως –παρ’ όλο που βρισκόμαστε σε εποχή κρίσης -και είναι προς τιμήν του- παρουσίασε άρτιες παραστάσεις που συζητήθηκαν. Φυσικά όλοι οι συντελεστές βοήθησαν για αυτό το αποτέλεσμα.

Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους δημοσιογράφους και κριτικούς που το αποδέχτηκαν και το στήριξαν θεωρώντας το μια σοβαρή προσπάθεια που αξίζει τον κόπο να υποστηριχτεί. Και πάνω απ’ όλα επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω το κοινό που ήρθε, είδε και απόλαυσε με την καρδιά του τα έργα. Υπάρχουν αρκετά ακόμη που πρέπει να γίνουν και ελπίζω να γίνουν. Η πρώτη μας χρονιά μας γέμισε εμπειρίες που θα τις εκμεταλλευτούμε για να δώσουμε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο Φεστιβάλ μας με στόχο το σύγχρονο Ελληνικό έργο να γίνει το πρώτο έργο της καρδιάς μας και να πάρει τη θέση που του αξίζει.

 

Γιατί επιλέξατε το τίτλο Φεστιβάλ; Μήπως ο όρος δεν ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτό που κάνετε, αφού στην ουσία αφιερώνετε ένα κομμάτι του ρεπερτορίου του θεάτρου Αγγέλων Βήμα στο ελληνικό έργο σταθερά;

 Φεστιβάλ σημαίνει γιορτή. Αυτό κάνουμε. Μια γιορτή που κρατά μια ολόκληρη σεζόν. Γι’ αυτό και δίπλα στη λέξη φεστιβάλ έχω προσθέσει τη λέξη διαρκείας.  Είναι ένα μεγάλο φεστιβάλ με διάρκεια. Ξεκινάει τον Οκτώβρη και τελειώνει τον Ιούνιο. Δεν θα προσέφερε τίποτα σημαντικό αν διαρκούσε 7 ή 15 μέρες και τα έργα παίζονταν για μία ή δύο φορές. Το ζητούμενο είναι τα έργα να επικοινωνήσουν με το κοινό. Με όσο το δυνατόν περισσότερο κοινό. Αυτός ήταν ο στόχος. Και δεν θα μπορούσε, πιστεύω, να βρεθεί καλύτερη λέξη από τη γιορτή, το φεστιβάλ.

 

Το ότι είστε η ίδια συγγραφέας, βοήθησε τους συγγραφείς να σας εμπιστευθούν; Και πόσο στενά δουλεύει ο συγγραφέας με την κάθε παράσταση που ανεβαίνει; Είναι κομμάτι της διαδικασίας ανεβάσματος του έργου του;

 Οι συγγραφείς μεταξύ μας μιλήσαμε την ίδια γλώσσα. Το πρόβλημα είναι κοινό. Να παίζονται τα έργα μας. Υπάρχουν βέβαια συγγραφείς που τα έργα τους παίζονται ευκολότερα από άλλων. Αυτό, έχουμε καταλάβει, ότι δεν οφείλεται στο ότι είναι καλύτερα. Άλλοι παράγοντες ευνοούν τον κάθε παιζόμενο συγγραφέα. Φυσικά μια επιτυχία ανοίγει δρόμους. Αλλά στην Ελλάδα δυστυχώς συνεχώς πρέπει να αποδεικνύεις την όποια αξία σου. Δεν καταξιώνεσαι παρά μετά θάνατον! Η κάπου εκεί στα τελευταία σου. Τότε αγαπιέσαι και τιμάσαι από όλους. Έχουμε μια θανατολαγνεία εμείς οι Έλληνες. Αλλά εμείς οι συγγραφείς θέλουμε να μας παίζουν όσο είμαστε ζωντανοί. Και όσο είμαστε νέοι (αυτό δεν αφορά εμένα προσωπικά), όσο μπορούμε ακόμη να δημιουργούμε βελτιωνόμενοι. Και να χαιρόμαστε το χειροκρότημα. Η χαρά δεν είναι αμαρτία. Είναι ζητούμενο. Στο δικό μας λοιπόν Φεστιβάλ τον πρώτο λόγο έχει το έργο και ο συγγραφέας. Φυσικά και υπάρχει στενή συνεργασία συγγραφέα και όλων των άλλων συντελεστών. Είναι μέρος της διαδικασίας. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να έχεις μαζί σου τον ζώντα συγγραφέα να σου διευκρινίζει ορισμένα πράγματα και να μην αναρωτιέσαι τι θέλει να πει ο ποιητής.

 

Με βάση ποιον άξονα έγινε η φετινή επιλογή των έργων; Πέρσι είχατε μία θεματική που φέτος όμως δεν είναι τουλάχιστον «τιτλοφορεμένη».

Πέρσι είχαμε σαν φεστιβάλ ενταχθεί στην γενικότερη θεματική του Αγγέλων Βήμα που ήταν το νουάρ. Έψαξα να βρω έργα Ελληνικά που άγγιζαν έστω και χαλαρά το νουάρ. Δεν ήταν εύκολο γιατί δεν έχουμε παράδοση σ’ αυτό το είδος. Αυτό δεν είναι κακό. Και δεν νομίζω ότι το είδος μας ταιριάζει έτσι κι αλλιώς. Ίσως είναι και λίγο ξεπερασμένο. Παρουσιάστηκαν λοιπόν Ελληνικά έργα που όπως είπα ήδη είχαν μια πολύ χαλαρή σχέση με το νουάρ. Ήταν όμως καλά έργα. Εκεί δεν έγινε έκπτωση προκειμένου να συμπλεύσουμε με τη θεματική. Φέτος δεν έχουμε θεματική στο φεστιβάλ, είμαστε ελεύθεροι. Τα έργα έχουν μια μεγάλη ποικιλία και αυτό εξυπηρετεί περισσότερο τους στόχους του φεστιβάλ που είναι να αναδειχτούν τα Ελληνικά έργα σε κάθε μορφή τους. Υπάρχουν έργα με πολιτικό ή κοινωνικό ή ψυχολογικό ή μελλοντολογικό περιεχόμενο. Η ποικιλία στη θεματική μας δίνει τη δυνατότητα να αναδείξουμε τη μεγάλη γκάμα των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται τα σύγχρονα έργα. Το μεγάλο στοίχημα είναι να έρχονται στο φως της σκηνής πραγματικά καλά, σύγχρονα, δυναμικά έργα ουσίας. Και ευτυχώς υπάρχουν και τα ξετρυπώνουμε.

 

Εάν είχατε τη δυνατότητα να οργανώσετε ένα Φεστιβάλ ακριβώς όπως θα θέλατε, μπορείτε να μας το περιγράψετε;

Με προκαλείς. Και αυτό μου αρέσει. Υπάρχουν πολλές ιδέες, συσχετισμοί, σκέψεις, οράματα. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι’ αυτά. Είναι κάτι που με συναρπάζει. Να σχεδιάζω καινούρια πράγματα, καινούρια έργα, καινούρια μυθιστορήματα, να μπαίνω σ’ έναν καινούριο κόσμο. Θα ήθελα αυτό το φεστιβάλ να μπορούσε να ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, να δείξει το καινούριο Ελληνικό έργο, να φέρει την αύρα της χώρας μου σε άλλες κουλτούρες, να επικοινωνήσει και να γίνει πρεσβευτής. Θα μπορούσε. Αλλά υπάρχει ένα εμπόδιο. Η έλλειψη οικονομικής ευχέρειας. Ακόμη και όλα να μπορούσαν να γίνουν εθελοντικά πάλι θα χρειαζόντουσαν χρήματα τουλάχιστον για τα εισιτήρια και λοιπά πρακτικά. Κι έτσι αναγκαζόμαστε να μένουμε στη μικρή δικιά μας γειτονιά και να ανακυκλωνόμαστε. Αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα να ταξιδέψουμε όπου μας θέλουν…

 

Ποιο πιστεύετε ότι είναι το βασικό πρόβλημα του σύγχρονου ελληνικού έργου και ποιο το βασικό του προσόν;

Αν και δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες γιατί θεωρώ ότι αδικούν πρόσωπα και πράγματα, θα προσπαθήσω να πω με μια λέξη την απάντηση. Ατολμία. Ο Έλληνας συγγραφέας δεν τολμά εύκολα να πει αυτά που πραγματικά θέλει να πει. Το θέμα όμως δεν είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αλλά ο φόβος του θιασάρχη μην τρομάξει το κοινό γι’ αυτό και τείνει να επιλέγει κάτι ανώδυνο. Το κοινό βέβαια έχει κατατρομάξει κατ΄ επανάληψη με ξένα έργα που τολμούν να ξεσκεπάσουν μια πραγματικότητα και βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο. Αλλά αφορούν ξένες χώρες, ξένες κουλτούρες, είναι μακριά από μας. Το πρόβλημα αρχίζει όταν μιλάμε εμείς για μας και το κοινό βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Αλλά κι εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε τολμηροί σαν άνθρωποι. Υπεκφεύγουμε, βάζουμε πολλές φορές το κεφάλι στην άμμο. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις και μ’ αυτές τις εξαιρέσεις προχωρούμε προς τα εμπρός. Πιστεύω ότι σιγά σιγά το κοινό θα μάθει να μη φοβάται τον… εαυτό του και οι συγγραφείς θα απελευθερωθούν από τα κρατήματά τους.

Το βασικό προσόν του Ελληνικού έργου πιστεύω ότι είναι η εθνικότητά του. Είναι Ελληνικό. Και σαν δικό μας επικοινωνεί με τους δικούς μας όχι μόνο είπαμε με τα λόγια αλλά με τους κώδικες. Και νομίζω ότι εμείς, σαν μικρή χώρα, καλύτερα θα ήταν να κρατήσουμε την ιδιαιτερότητά μας παρά να προσπαθούμε να μιμηθούμε τα ξένα έργα επειδή κάνουν μια πετυχημένη πορεία αλλού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ανοιχτούμε στον κόσμο. Άλλωστε δεν έχουμε μείνει στην παλιά ηθογραφία. Έχουν βρεθεί νέοι τρόποι, νέες μορφές, φρέσκες ιδέες. Αλλά η μεγαλύτερη αξία του Ελληνικού έργου είναι ότι είναι Ελληνικό. Δεν αναρωτιέστε γιατί στην Αγγλία παίζονται τόσο πολλά αγγλικά έργα, στη Γαλλία Γαλλικά και ούτω καθ’ εξής; Άλλωστε το εθνικό μπορεί να είναι παγκόσμιο.

 

Ποια είναι η βασική του σχέση με το κοινό όπως τη ζείτε μέσα από το Φεστιβάλ αλλά και ως συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια.

Θα πω πολύ απλά ότι υπάρχει ταύτιση. Κι αυτό είναι κάτι ζητούμενο στο θέατρο. Στην τέχνη γενικότερα. Η ταύτιση φέρνει συγκίνηση. Και λέγοντας συγκίνηση δεν εννοώ βέβαια δάκρια στα μάτια. Το κοινό αγαπάει να βλέπει Ελληνικό έργο. Το νιώθει, ταυτίζεται, συγκινείται. Πηγαίνω συνήθως σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις έργων μου και παρακολουθώ το κοινό, τις αντιδράσεις του. Μαθαίνω από το κοινό. Πολλοί με ρωτούν μα καλά πόσες φορές θα το δεις το έργο; Πολλές, όλες τις φορές. Αυτή η πείρα είναι ανεκτίμητη. Και την εισπράττεις στο θέατρο ενώ αντίθετα δεν την έχεις όταν γράφεις μυθιστορήματα. Δεν διαβάζεις μαζί με τον αναγνώστη σου. Επίσης, έχω δει σχεδόν όλες τις παραστάσεις του Φεστιβάλ μας. Με ρωτάνε οι ηθοποιοί μα πάλι ήρθες να το δεις; Ναι. Γιατί κάθε φορά είναι άλλο κοινό. Και αντιδρά διαφορετικά. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας πρέπει να το κάνει αυτό. Είναι σαν μάθημα δημιουργικής γραφής για το θέατρο. Λοιπόν από όλες αυτές τις παρατηρήσεις μου επί σειρά ετών έχω διαπιστώσει και είμαι πλέον βέβαιη ότι το κοινό θέλει το Ελληνικό έργο, το ζητάει. Και τώρα έχει αρχίσει να απενοχοποιείται που πολλές φορές του αρέσει καλύτερα από το ξένο. Γιατί μέχρι πρότινος δίσταζε να διαφοροποιηθεί από την γνώμη των ειδικών που μπορώ να πω ότι συχνά είναι πιο «αυστηροί» με το Ελληνικό έργο απ’ ότι είναι με το ξένο. Μη με ρωτήσετε γιατί…   

 

Βάζετε στη συζήτηση το θέμα κριτική. Πιστεύετε ότι η κριτική στην Ελλάδα δεν έχει στηρίξει αρκετά το ελληνικό έργο; Δεν έχει βοηθήσει στην πρόσληψή του;

Είμαι στα καλλιτεχνικά πράγματα εδώ και τριάντα χρόνια. Έχω διαβάσει πολλές κριτικές θεατρικών έργων. Για συναδέλφους αλλά και για μένα. Έχουμε επαινεθεί, έχουμε απορριφθεί. Έχουμε πονέσει, πικραθεί, ορκιστεί ότι δεν θα ξαναγράψουμε, κι ύστερα πάλι το ίδιο λάθος ξανακάνουμε. Κι έρχεται και μια καλή κριτική και αναπτερωνόμαστε και μετά πάλι αγωνιούμε για την επόμενη. Αυτά είναι φυσικά πράγματα. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Η κριτική παλιότερα δεν ήταν η ίδια με την κριτική τώρα. Υπήρξαν βέβαια κριτικοί -δάσκαλοι που στήριξαν το Ελληνικό έργο ή τουλάχιστον ορισμένους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς που πίστεψαν στο έργο τους. Ωστόσο δεν στήριξαν την Ελληνική παραγωγή γενικότερα. Δεν δημιουργήθηκε ένα κλίμα θετικό για το Ελληνικό έργο. Έπαιζαν οι εξαιρέσεις. Τώρα έχει διαφοροποιηθεί η κατάσταση. Ο κριτικός σκύβει με επιστημονικό ενδιαφέρον στο Ελληνικό έργο. Ο κριτικός σήμερα τις περισσότερες φορές είναι και θεατρολόγος. Τον νοιάζει το έργο. Αλλά το ίδιο το έργο είναι φοβισμένο μετά από αρκετή απόρριψη. Δεν κάνει καλό η απόρριψη. Σου κόβει τα φτερά. Αλλά δεν πρέπει να τα περιμένουμε όλα από τους κριτικούς. Όσο και αν είναι ειδικοί επί του θέματος δεν παύει η άποψή τους να είναι υποκειμενική. Και όσο και αν είναι αδύνατο για έναν δημιουργό να πιστέψει σταθερά στον εαυτό του και στο έργο του, αυτό πρέπει να κάνει. Ωστόσο ο αληθινός καλλιτέχνης είναι αντιφατικός, ανασφαλής, αμφιθυμικός, έχει ένα σωρό στερητικά «α» στην καμπούρα του. Μ’ αυτά όμως προχωράει. Κι έτσι δεν βρίσκουμε άκρη ποτέ. Απλώς θα θέλαμε η κριτική να είναι πιο… ανοιχτόκαρδη! Γιατί σε κάποια φάση η πολύ αυστηρή, επιθετική, θα έλεγα, κριτική είχε γίνει και της μόδας. Με δυσάρεστα αποτελέσματα. Άνοιξε χάσμα ανάμεσα μας. Ο κριτικός δεν πρέπει να είναι αντίπαλος αλλά φίλος.  

 

Ως συγγραφέας η ίδια που νιώθετε πως θα μπορούσατε να απευθυνθείτε για ένα έργο σας; Πόσο έχει αλλάξει η πραγματικότητα μας τα τελευταία χρόνια; Τι σας δίνει ελπίδα και τι σας απογοητεύει;

Τώρα άγγιξες κάτι που πονάει πολύ. Η σημερινή πραγματικότητα στα θεατρικά μας πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετική από παλιότερα ως προς την αντιμετώπιση του Ελληνικού έργου. Τα κρατικά θέατρα παίζουν σύγχρονα Ελληνικά έργα ακόμη με το σταγονόμετρο. Και δεν ξέρω με ποιο κριτήριο επιλέγονται τα όσα ανεβάζονται. Δεν διακρίνεται μια σταθερή γραμμή. Αυτό βέβαια βλέπω ότι τείνει να αλλάξει τώρα στο Εθνικό με τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, τον Στάθη Λιβαθινό αλλά και στο ΚΘΒΕ με τον Γιάννη Αναστασάκη. Και εύχομαι να μπορέσει να γίνει πραγματικότητα. Το Ελληνικό έργο χρειάζεται τα κρατικά θέατρα.

Από την άλλη τα εμπορικά θέατρα τώρα ακόμη πιο πολύ επιλέγουν έργα από αυτά που «θα τα φέρουν στο ταμείο», όπως κοινώς λέγεται. Και οι Έλληνες συγγραφείς –εκτός κάποιων εξαιρέσεων- ανεβάζουν τα έργα τους μόνοι τους. Αυτό δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην κακό αλλά είναι προβληματικό γιατί το Ελληνικό έργο μοιάζει να έχει στην πλάτη του «σύμπλεγμα κατωτερότητας». Αυτό δεν ευνοεί την τύχη του. Ωστόσο έχουν υπάρξει Ελληνικά έργα που ξέφυγαν από τη μετριότητα και έκαναν μεγάλες επιτυχίες. Παίχτηκαν 2 και 3 χρόνια. Αυτό σημαίνει κάτι. Πως το Ελληνικό έργο έχει μια δυναμική στο κοινό. Συνομιλεί μαζί του όχι μόνο με τις λέξεις αλλά με κώδικες. Το κοινό το θέλει. Αλλά οι θεατρώνες δεν το εμπιστεύονται εύκολα. Προσωπικά έχω κάνει επιτυχίες στο θέατρο. Δεν θα αναφέρω τώρα ποιες. Είναι γνωστά αυτά. Ωστόσο δεν είναι εύκολο να ανοίξω πόρτες. Δεν θα ήθελα τώρα να μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό. Όσοι ξέρουν καταλαβαίνουν πως λειτουργούν τα πράγματα. Αλλά δεν είμαι απογοητευμένη. Όταν γνωρίζεις πώς λειτουργούν τα πράγματα δεν απογοητεύεσαι. Αντίθετα το παλεύεις. Ε, αυτό θέλω να πιστεύω ότι κάνω. Και αυτό μου δίνει ελπίδα. Μπορούμε ακόμη και μόνοι μας να παλεύουμε. Είτε σαν συγγραφείς, είτε σαν άνθρωποι, είτε σαν χώρα. Δεν αλλάζουν τα πράγματα με τα έργα στο συρτάρι, με τους ανθρώπους στον καναπέ. Με την απογοήτευση και την παραίτηση.

 

Οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί πιστεύετε πως αγαπούν το ελληνικό έργο;

Θα μπορούσα να πω ένα «ναι». Αλλά θα ήταν αβασάνιστο. Οι ηθοποιοί θέλουν έναν καλό ρόλο για να δημιουργήσουν και οι σκηνοθέτες θέλουν ένα έργο που να τους δίνει τη δυνατότητα να φτιάξουν μια καλή παράσταση. Νομίζω τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτουν κι αυτοί σιγά σιγά ότι και στα Ελληνικά έργα υπάρχουν υπέροχοι ρόλοι και με τα Ελληνικά έργα μπορείς να κάνεις παραστασάρα! Αρκεί να τα ανακαλύψεις και να τα εμπιστευτείς. Ακόμη όμως δεν είναι ευρέως διαδεδομένο. Όταν πάει συνήθως κάποιος σκηνοθέτης σε ένα θέατρο να προτείνει έργο αυτό θα είναι ξένο. Το ίδιο και ένας ηθοποιός. Αυτή είναι η αλήθεια. Στο φεστιβάλ αυτό το έχουμε ανατρέψει. Ξεκινάμε από τον συγγραφέα και το έργο που βέβαια είναι Ελληνικό. Και τότε, έχοντας ήδη ένα έργο στο χέρι, όλοι οι συντελεστές –ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, φωτιστές, μουσικοί- το ανακαλύπτουν και το αγαπούν. Αν δεν ξέρεις κάτι δεν μπορείς να το βάλεις στην καρδιά σου. Ναι;

 

Ποια είναι τα προσωπικά σας σχέδια για το άμεσο μέλλον;

Με έχει απορροφήσει πολύ τα τελευταία χρόνια το θέατρο και έχω αφήσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα στη μέση. Αυτό μου δημιουργεί τύψεις σα να έχω κάνει απιστίες σε κάποιον αγαπημένο. Αλλά έχω δυο αγαπημένους και τρέχω από τον έναν στον άλλον! Τελευταία είχα τη χαρά να δω μαζεμένα 3 έργα μου στη σκηνή. Το Ζεϊμπέκικο στο studio Μαυρομιχάλη, που φέτος παίζεται για τρίτη συνεχή χρονιά, και πέρσι άλλα δυο έργα μου ταυτόχρονα, το Addio del passato και τη Νύχτα στην Εθνική που παίχτηκε στο Φεστιβάλ μας, και την οποία θα επαναλάβω ξαναδουλεμένη από τον Φεβρουάριο – αν όλα πάνε καλά -, στο θέατρο Μεταξουργείο. Είναι ένα πολύ σύγχρονο έργο που αφορά στο καυτό θέμα των ξένων και της μετανάστευσης αλλά και του τρόπου που αντιμετωπίζουμε τους ξένους και τους διαφορετικούς μέσα από μια φασιστική οπτική. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα θέμα που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο και πρέπει να βρούμε την τόλμη και τους τρόπους να το αντιμετωπίσουμε αποδεχόμενοι την πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Συγχρόνως έχω αρχίσει έρευνα για ένα καινούριο θεατρικό που με απασχολεί εδώ και καιρό και έχει να κάνει με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας σε σχέση με τον άλλο κόσμο. Αλλά μπορεί να προηγηθεί η ιστορία της γυναίκας που με σημάδεψε με βαρύ σημάδι, κι αυτή είναι η μαμά μου.

 

Βιτάλη

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο