Μια συνάντηση με την Κατερίνα Ευαγγελάτου

Μάριος Κάλλος

Η σκοτεινή πλευρά του Φάουστ

Ένα από τα εμβληματικότερα θέατρα της Ελλάδας, το Δημοτικό θέατρο Πειραιά, φιλοξενεί φέτος το έργο ζωής του Γκαίτε, τον Φάουστ. Εμείς συναντήσαμε την σκηνοθέτη της παράστασης Κατερίνα Ευαγγελάτου, η οποία μας μίλησε για το έργο, τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων, αλλά και πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να σκηνοθετεί κανείς στην Ελλάδα του σήμερα.

 

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να πείτε ναι, σε ένα τόσο δύσκολο έργο όπως ο «Φάουστ»;

Μου είναι πάντα πάρα πολύ δύσκολο να πω, γιατί διάλεξα το εκάστοτε έργο που ανεβάζω. Η αλήθεια είναι πως η αρχική μου αντίδραση στο έργο, ήταν αρνητική. Είπα όχι στον «Φάουστ»! Μετά όμως, όταν το ξαναδιάβασα, φυσικά έπεσα θύμα της γοητείας του και αυτού του ανεξάντλητου πλούτου, που προσφέρει για έναν σκηνοθέτη. Δεν μου αρέσει να λέω «γιατί ο Φάουστ», γιατί  έτσι είναι σαν να δίνεις έναν ορίζοντα για τη σκηνοθεσία λίγο στενό. Θα αρκεστώ να πω, πως είναι ένα έργο που δεν μπορείς να πεις όχι όταν το διαβάσεις.  Όπως σε όλα τα έργα που έχω πει ναι, είναι σαν να πραγματώνεται, ένας έρωτας που συμβαίνει ξαφνικά. Όταν λοιπόν, άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά, αν εγώ θα έχω να πω κάτι μέσα από αυτό, γιατί σε συνάρτηση με αυτό επιλέγω τα έργα που θα ανεβάσω και αν είχα και τους κατάλληλους ηθοποιούς, γιατί τελικώς δεν μπορείς να ανεβάσεις «Φάουστ» χωρίς τον Φάουστ και τον Μεφιστοφελή, αστραπιαία έγινε ένα πράγμα που μου είπε να πω ναι και φτάσαμε στην πρεμιέρα.

 

Ο Μεφιστοφελής μου θύμισε πολύ και μια παλαιότερη δουλειά σας, «Τη λέσχη της Αυτοκτονίας».

Οπωσδήποτε υπάρχει μία ποιότητα απόγνωσης στους ανθρώπους του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, όπως και στον Μεφιστοφελή. Ο Μεφιστοφελής, αντιπροσωπεύει τη σκοτεινή πλευρά του Φάουστ. Στο δικό μας ανέβασμα, δεν πρόκειται για τον διάβολο. Μεφιστοφελής, Φάουστ είναι το ίδιο πρόσωπο και όντως υπάρχει ίσως κάτι κοινό με τη «Λέσχη της αυτοκτονίας». Εκεί βλέπαμε ανθρώπους που μαζεύονταν, γιατί ήθελαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, αλλά δεν τολμούσαν. Εδώ, στην πρώτη σκηνή, ξεκινάμε με τον Φάουστ που είναι έτοιμος να πιει το φαρμάκι, είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει. Τελικώς δεν το κάνει, αλλά στην επόμενη σκηνή υποδέχεται τον Μεφιστοφελή. Είναι σαν να λέμε, πως πια συνομιλεί με αυτή την πλευρά του εαυτού του, τη σκοτεινή και μπαίνει μέσα στον κόσμο, προκειμένου να γνωρίσει την ανθρώπινη εμπειρία, που δεν είχε γνωρίσει σε όλα αυτά τα χρόνια της ζωής του, γιατί ήταν χωμένος μέσα στα βιβλία. Είναι μία άλλου είδους απόγνωση.

 

Μιλήσατε πριν για τη συνομιλία του Φάουστ με τη σκοτεινή του πλευρά. Μήπως οι άνθρωποι γοητευόμαστε περισσότερο από το σκοτεινό μας εαυτό?

Είναι ένα προσωπικό θέμα και θέμα συγκυριών. Ας μην ξεχνάμε τον «Καλό Άνθρωπο του Σε Τσουάν». Ο άνθρωπος γεννιέται καλός και γίνεται κακός μέσα σε μία φαύλη κοινωνία; Γεννιέται και με τις δύο ποιότητες; Τι συμβαίνει; Ο Μπρέχτ αποφαίνεται πως ο άνθρωπος γεννιέται καλός και η κοινωνία, οι κοινωνικές συνθήκες και συγκυρίες τον κάνουν κακό. Είναι ενδιαφέρουσα η συνομιλία, που έχουν αυτά τα δύο έργα, ο «Φάουστ» και «Ο Καλός Άνθρωπος του Σε Τσουάν». Η κοινωνία και οι συνθήκες σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό είναι υπεύθυνες για τις επιλογές που παίρνουμε αλλά όχι εξ ολοκλήρου. Υπάρχει η προσωπική ευθύνη και βούληση, η ποιότητα, η πάστα του ανθρώπου. Είναι πάρα πολύ εύκολο να τα ρίξεις προς τα έξω σε κάτι που σε ξεπερνάει και δεν το ορίζεις, όπως είναι η κοινωνικοοικονομική συγκυρία.

 

Ανέκαθεν υπήρχαν συζητήσεις για τον ρόλο του θεάτρου, σε κάθε εποχή. Στην δική μας, τη σύγχρονη, τι ρόλο πρέπει να έχει το θέατρο;

Από ότι φαίνεται, ο κόσμος, έχει ανάγκη από καλό θέατρο όλων των ειδών και έτσι πρέπει να είναι. Δεν νομίζω, πως θα είχε νόημα να γίνει σύγκλιση ειδών και να πούμε πως αυτή τη στιγμή έχουμε ανάγκη από πολιτικό θέατρο ή μπουλβάρ για να ξεχαστούμε ή Αριστοφάνη το καλοκαίρι. Νομίζω, πως πρέπει να υπάρχουν όλα με ποιοτικές συνθήκες και φυσικά, με ηθοποιούς και συντελεστές που αμείβονται σωστά και στην ώρα τους και μπορούν να παράξουν ένα αποτέλεσμα υψηλής ποιότητας, ο καθένας στο μέτρο που μπορεί και του αναλογεί. Το ευχάριστο είναι, πως ο κόσμος πηγαίνει θέατρο και δεν το έχει εγκαταλείψει.

 

Ειδικά σε μία χώρα που οι κρατικοί φορείς το έχουν εγκαταλείψει.

Αυτό είναι δράμα, είναι ντροπή, γιατί πραγματικά είναι τόσο μεγάλος ο πλούτος που προσφέρουν οι τέχνες στην κοινωνία, που είναι τόσο κρίμα, που κανένας πολιτικός δεν το έχει καταλάβει αυτό.

 

Πως είναι να δουλεύεις με ένα τόσο μεγάλο θίασο, ειδικά σε ένα έργο τόσο απαιτητικό υποκριτικά;

Είναι μεγάλη ευτυχία να δουλεύω και με τον Αργύρη Πανταζάρα και με τον Νίκο Κουρή. Δεν θα μπορούσε να γίνει η παράσταση χωρίς το Νίκο αρχικά και μετά χωρίς τον Αργύρη. Είχαν πολύ καλή επαφή μεταξύ τους και μπορέσαμε και φτιάξαμε μαζί αυτή την παράσταση. Όμως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί δούλεψαν με τρομερή αυταπάρνηση, σε αυτές τις εξαντλητικές πρόβες, που φυσικά απαιτούσε το έργο αυτό, αλλά και τα παιδιά της Δραματικής Σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου, που επίσης συμπορεύτηκαν μαζί μας από ένα σημείο και έπειτα. Πραγματικά, είναι μια εξαιρετική συνεργασία, γιατί κληθήκαμε να ανεβάσουμε αυτό το πολύ σημαντικό έργο ένας θίασος που δεν ήταν ανσάμπλ, αλλά έγινε ανσάμπλ, ακριβώς για να ανεβάσει αυτό το έργο.

 

Το κοινό στην Ελλάδα μπορεί να αντιληφθεί τόσο δύσκολα έργα;

Αν κρίνω από τις προηγούμενες παραστάσεις μου, αλλά και από την μέχρι τώρα ανταπόκριση του κοινού στο «Φάουστ», φαίνεται πως μπορεί μία χαρά. Εξάλλου, το τι βλέπει ο καθένας σε μία παράσταση είναι πολύ διαφορετικό. Μπορεί να πάμε μαζί θέατρο, να κάτσουμε δίπλα δίπλα και άλλα θα έχεις καταλάβει εσύ, αλλά θα έχω νιώσει εγώ, άλλους συνειρμούς μπορεί να κάνει ο καθένας, γιατί έχουμε άλλες προσλαμβάνουσες. Είμαστε άλλοι άνθρωποι. Άρα, δεν μπορείς ποτέ να εκτιμήσεις την αλήθεια βγαίνοντας από μία παράσταση, σε σχέση με αυτό που έχει πάρει ο άλλος. Ακριβώς αυτό όμως, είναι και το ωραίο.

 

Ως ένας άνθρωπος που έχει σπουδάσει και δραστηριοποιηθεί και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό γιατί επιλέγετε να μείνετε στην Ελλάδα;

Το θέατρο, όχι η όπερα, είναι μία τέχνη που ευχαριστιέσαι να την κάνεις με ηθοποιούς, που μιλούν τη γλώσσα σου. Στην όπερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν είναι όμως, απόλυτο αυτό και θα επιστρέψω με κέφι  στο εξωτερικό, όταν βρεθεί μία συνεργασία που θα είναι ενδιαφέρουσα. Βέβαια, έτσι όπως είναι τα πράγματα, η αλήθεια είναι πως το ιδανικότερο θα ήταν να είμαι και έξω και στην Ελλάδα. Πάντως, η επαφή με τη γλώσσα, το θεατρικό κείμενο και την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα ηθοποιού, είναι κάτι που δεν μπορείς να το βρεις αντίστοιχα στην Γερμανία ή κάπου αλλού. Μου δίνει μεγάλη χαρά να δουλεύω με έλληνες ηθοποιούς στη γλώσσα μας και παράλληλα μου δίνει τεράστια χαρά να γνωρίζω εντελώς νέα καλλιτεχνικά τοπία πηγαίνοντας σε άλλες χώρες.

 

Οι εργασιακές συνθήκες στο εξωτερικό είναι διαφορετικές από αυτές στην Ελλάδα;  Στο θέατρο υπάρχουν τα ίδια προβλήματα;

Υπάρχουν πολλές διαφορές αλλά και πολλά κοινά. Αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ στην Ελλάδα, είναι η φαντασία και η διαθεσιμότητα του έλληνα ηθοποιού, η αυταπάρνηση με την οποία εργάζεται. Αυτό που μου αρέσει στη Γερμανία, ας πούμε, είναι ότι οι ηθοποιοί προσέρχονται πιο έτοιμοι  στην πρώτη πρόβα. Συνήθως είναι περισσότερο μελετημένοι σε σχέση με τα λόγια τους και πολλές φορές μπορεί να είναι πιο έτοιμοι, να ανταποκριθούν στιγμιαία σε κάτι που ζητάς. Αρκεί να είναι μέσα σε κάτι που έχουν φανταστεί, διαφορετικά δεν τους είναι εύκολο. Πάντως, όσον αφορά την οργάνωση, είναι μύθος πως οι Γερμανοί, είναι καλύτεροι από εμάς. Τουλάχιστον στην εμπειρία που είχα εγώ, τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζω εδώ, αντιμετώπισα και εκεί.

 

Ως μία νέα σκηνοθέτης με πολύ δυνατή άποψη, πώς σας αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί σας;

Δεν τυγχάνω κάποιας ειδικής αντιμετώπισης. Υπάρχουν συνάδελφοι με τους οποίους έχουμε ένα διάλογο και βρισκόμαστε κοινωνικά, άλλοι με τους οποίους δεν έχουμε ακόμα επαφή, από μακριά λίγο πολύ όμως, γνωρίζουμε τι κάνει καθένας. Η αλήθεια είναι, πως είμαστε αρκετά απομονωμένοι στη γενιά μου. Δεν κάνουμε παρέα ή τουλάχιστον εγώ δεν έχω φίλους σκηνοθέτες. Χαίρομαι με τις επιτυχίες πολλών και με τις κατακτήσεις κάποιων από αυτούς, αλλά είναι κάπως μακρινές οι σχέσεις μας.

 

Η Ελλάδα, είναι από τις λίγες χώρες που δεν έχουν μία σχολή σκηνοθεσίας. Υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο ή μήπως όχι;

Φυσικά υπάρχει! Αυτή τη στιγμή το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος, αν έχει τη δυνατότητα, είναι να σπουδάσει στο εξωτερικό. Εγώ ευτυχώς την είχα, γιατί πήρα την υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση στην αρχή και μετά με βοήθησε η οικογένειά μου να πάω στο Λονδίνο και τη Μόσχα. Είναι κρίμα που τόσα χρόνια δεν υπάρχει μια σχολή σκηνοθεσίας και που η σχολή του Εθνικού, δεν έχει καταφέρει να είναι και σχολή σκηνοθεσίας. Ελπίζω πως τώρα πλέον, κάτι θα γίνει. Αρκεί να βρεθούν και οι κατάλληλοι να διδάξουν.

 

Ποιά η σχέση σας με τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία.

Υπάρχουν συγγραφείς που θαυμάζω και εκτιμώ, δυο από τους οποίους έχω ανεβάσει, ο Μάριος Ποντίκας, που έκανα πρόπερσι τους «Θεατές» στο Εθνικο και ο Γιάννης Μαυριτσάκης με το «Βόλφγκανγκ». Αναφέρομαι μόνο στους δύο που έχω ανεβάσει, γιατί έχουμε και μία προσωπική σχέση. Με ενδιαφέρει όμως που διαβάζω συχνά νέες φωνές συγγραφέων, που μου στέλνουν έργα τους. Πιστεύω, ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία ισχυρή τάση ανθρώπων που οδηγούνται στη θεατρική γραφή και νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ καλό δείγμα. Παλαιότερα δεν υπήρχε τέτοια άνθιση. Τώρα υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν πολύ και ελπίζω πως σύντομα θα μπορέσω να κάνω άλλο ένα ελληνικό σύγχρονο κείμενο.

 

Σαν σκηνοθέτης αφουγκράζεστε την πραγματικότητα;

Μέχρι ένα σημείο, γιατί η αλήθεια είναι πως από ένα σημείο και πέρα βουτάω τόσο βαθιά, που μοιάζει σαν να κλείνει ερμητικά γύρω γύρω το σύμπαν, πράγμα το οποίο μάλλον δεν είναι και πολύ καλό. Η αλήθεια είναι, πως όταν είσαι και πάρα πολλές ώρες μέσα σε κάτι, σε απασχολεί κυρίως αυτό και κάποια άλλα πράγματα, που απασχολούν φυσικά τον άνθρωπο, όπως το τι θα φάω. Όσο όμως, περνάνε οι εβδομάδες προετοιμασίας, ιδιαίτερα μέσα στις πρόβες, λιγότερο στο ζω έξω και περισσότερο ζω μέσα στο έργο.

 

Τι ευελπιστείτε, να προκαλέσει στους θεατές η παράσταση;

Θα ήταν πολύ μεγάλο κέρδος για εμάς, μέσα από αυτή την ανάγνωση, ο θεατής να έχει καταλάβει κάτι από το βάθος του έργου.

 

 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο