Η Ιώ Βουλγαράκη αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής σκηνής.
«Γιατί»; θα σκεφτείτε και λογικό είναι.
Πέρα από τις σημαντικές σπουδές της σε Ελλάδα και Ρωσία, που μπορείτε να βρείτε πληκτρολογώντας το όνομά της και τη λέξη «βιογραφικό» σε μια μηχανή αναζήτησης, φέρει την ποιότητα ενός ήρεμου, συγκροτημένου, σοβαρού και αληθινά χαμηλών τόνων ατόμου. Πριν διαβάσετε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που τις έστειλα, οι οποίες ανάμεσα στις λέξεις επιβεβαιώνουν τα παραπάνω, επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας μια εικόνα της που κουβαλώ από πέρυσι το καλοκαίρι και που και η ίδια θα μάθει διαβάζοντας τις παρακάτω γραμμές.
Πριν από μερικούς μήνες, η Ιώ με την ομάδα ΠΥΡ ανέβασαν τους Ληστές του Φρίντριχ Σίλλερ στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Είχα ακουστά το όνομά της αλλά δεν είχα εικόνα του προσώπου της, ούτε είχαμε ποτέ μιλήσει. Όταν λοιπόν έτυχε να βρεθούμε στο ίδιο φουαγιέ μετά την πρεμιέρα της παράστασής της παρατήρησα, πάντα από ευγενική απόσταση, δύο βασικά στοιχεία της που η διαδικτυακή μας επικοινωνία ήρθε να ενισχύσει: α) Ότι άκουγε πραγματικά τα σχόλια των οικείων της για τη δουλειά της και β) αντιμετώπιζε κάθε άτομο που την προσέγγιζε για να την συγχαρεί και να της μιλήσει με ενδιαφέρον και προσοχή.
Πάμε λοιπόν να δούμε τι είπε στο www.greek-theatre.gr για τη νέα της δουλειά, τον Δημήτρη Δημητριάδη, τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία και το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να της προταθεί να διδάξει σε μια ελληνική Ακαδημία Θεάτρου.
Η νέα σου σκηνοθετική δουλειά έχει τον τίτλο KASSANDER. Γιατί επέλεξες το συγκεκριµένο έργο του Δημητριάδη; Γιατί τώρα; Τί σε οδήγησε σε αυτό ως δηµιουργό;
Η Κασσάνδρα, που αργότερα έγινε Kassander, ήρθε και µε βρήκε το καλοκαίρι του 2013, το καλοκαίρι που µόλις είχα τελειώσει από το GITIS στη Μόσχα, ενώ ετοιµαζόµουν για την πρώτη µου δουλειά εκεί και πολύ πριν την πρόταση των Ληστών στο Φεστιβάλ Αθηνών. Με την συνεργάτιδα και φίλη πολλών χρόνων Αλεξάνδρα Καζάζου θέλαµε διακαώς να δουλέψουµε µαζί. Και για κάποιον ανεξήγητο και ενστικτώδη λόγο, όταν είδα τη ράχη του βιβλίου σ’ένα ράφι βιβλιοπωλείου και διάβασα τον τίτλο Ο Ευαγγελισµός της Κασσάνδρας, αντί να το αγοράσω ή έστω να το ανοίξω, είπα µέσα µου «θα το πάρουµε µε την Αλεξάνδρα µαζί αυτό να το διαβάσουµε». Και πράγµατι µαζί το πήραµε, µαζί το διαβάσαµε –εγώ διάβαζα κι εκείνη άκουγε- και όταν κλείσαµε το βιβλίο, είπαµε να πάρουµε τον Δηµήτρη τον Δηµητριάδη τηλέφωνο. Το λες και παρόρµηση λοιπόν όλο αυτό που γέννησε την παράσταση.
Πέρα από τον τρόπο της συνάντησης πάντως, πρόκειται για ένα κείµενο που µιλά για το σώµα βαθιά και αληθινά, αφτιασίδωτα, σε µια εποχή που είµαστε πολύ πουριτανοί όσον αφορά στο σώµα και τη σεξουαλικότητα, κι ας υποδυόµαστε το αντίθετο. Επίσης, µε συγκίνησε το θέµα της αδύνατης ένωσης της Κασσάνδρας και του Απόλλωνα. Αυτό το θέµα έγινε άλλωστε και ο πυρήνας της παράστασης, στην οποία υπάρχει ο Απόλλων επί σκηνής, ενώ στο έργο όχι. Κι αυτή η αδύνατη ένωση γίνεται µια παραβολική αφήγηση, που µέσα της µπορεί ο καθένας να αναγνωρίσει κοµµάτια της βιογραφίας του, πραγµατικής ή και φαντασιακής.
Μίλησέ µας για την παράσταση έτσι όπως την είδε το κοινό στην Πολωνία. Τί κράτησες από τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του;
Το κοινό αγκάλιασε την παράσταση στην Πολωνία και η ανταπόκριση που είχαµε ήταν πραγµατικά συγκινητική. Για µένα, ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κοινό το πολωνικό. Από τη µια συντηρητικοί σε πολλές πτυχές της ζωής τους, καθολικοί µε ένα εύθικτο θρησκευτικό αίσθηµα κι από την άλλη µαθηµένοι να πηγαίνουν στο θέατρο για να ξεκινήσουν διάλογο µε κάτι. Αντιµετωπίζουν το θέατρο σαν µια δύναµη που εξ ορισµού προβοκάρει, αλλά χωρίς προφάνεια, επί της ουσίας. Αυτό έχει να κάνει, φαντάζοµαι, µε την σπουδαία παράδοση που έχουν τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεµά.
Πολλοί µίλησαν για την ποίηση του κειµένου και της παράστασης, πολλοί για το χιούµορ και άλλοι πάλι για τη σκληρότητα µε την οποία αντιµετωπίσαµε την Γυναίκα. Μου έκανε εντύπωση πως το κοινό µε τις µικρότερες αντιστάσεις ήταν οι νέοι, των 17, 20, 25 χρόνων, και οι πολύ µεγαλύτεροι, άνω των 60. Ήταν πολύ ελεύθεροι να ακούσουν και να αντιδράσουν. Στις µέσες ηλικίες οι µηχανισµοί άµυνας, τους οποίους ένιωθα να βοµβαρδίζουµε, ήταν περισσότεροι και ισχυρότεροι.
Κεφάλαιο:Δηµήτρης Δηµητριάδης. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γραφής του που σε γοητεύουν; Ποια, ενδεχομένως, σε δυσκολεύουν και σε προβληµατίζουν ως σκηνοθέτιδα;
Στο σύµπαν του Δηµητριάδη οι άνθρωποι έχουν µονίµως ένα αίτηµα –άρα και έλλειµµα- αγάπης. Κι αυτό είναι τεράστιο θέµα για µένα. Επίσης, µε γοητεύει η πρόκληση να αναµετρηθείς µε κάποιους µηχανισµούς γραφής του Δηµητριάδη, όπως είναι η επανάληψη ή οι εντελώς καινούριες λέξεις που πλάθει ο ίδιος. Θα είναι λάθος να τους προσπεράσεις αλλά και λάθος να τους αντιµετωπίσεις σαν ένα στοίχηµα φόρµας µονάχα. Άλλωστε η φόρµα από µόνη της δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει µόνο του το σώµα, παρά µόνο το νεκρό. Νοµίζω πως στα έργα του ψάχνει να βρει κάτι που δεν έχει ειπωθεί ακόµα ή που δεν έχει ειπωθεί έτσι όπως το βιώνει ο ίδιος.
Στην Κασσάνδρα –θα µιλήσω γι’αυτήν συγκεκριµένα γιατί µόνο εµπειρικά µπορώ να απαντήσω- µε προβληµάτισε από την πρώτη στιγµή η έλλειψη της πλοκής, που σου επιτρέπει να αφηγηθείς µια ιστορία. Δηλαδή τι κάνεις όταν έχεις στα χέρια σου ένα κείµενο «ποταµό», χωρίς σηµεία στίξης, χωρίς σκηνές, χωρίς άλλα πρόσωπα, ένα κείµενο που µοιάζει περισσότερο µε εξαγγελία, µε µανιφέστο, παρά µε θεατρικό έργο υπό την συνήθη έννοια του όρου; Πώς το αντιµετωπίζεις σκηνικά ώστε να µην είναι λογοτεχνία αλλά θέατρο; Αυτό µε ανάγκασε να είµαι πολύ πιο έτοιµη για την πρόβα και να δώσω ευθύς εξαρχής στους ηθοποιούς τη διασκευή του κειµένου, ξεκινώντας δουλειά από αυτή και όχι από το κείµενο ως έχει.
Πώς µπορεί µια νέα δηµιουργός να αποφύγει τις σειρήνες της µόδας (όσον αφορά το σκηνοθετικό στίγµα, τη διαχείριση του λόγου επί σκηνής); Πώς παρακολουθώντας µια παράσταση µπορεί κάποιος να διακρίνει αν αυτή αποτελεί αποτέλεσµα µιας προσωπικής διαδροµής, µελέτης και πειραµατισµού και όχι µια άνευ όρων υποταγή σε δηµοφιλείς ή επίκαιρες φόρµες;
Δεν ξέρω, για να είµαι ειλικρινής, τι ακριβώς είναι οι «σειρήνες της µόδας», πού υπάρχουν και πώς τις ακούµε. Κάθε παράσταση είναι µια φέτα της ζωής σου. Είναι χρόνος και ο χρόνος µας είναι πολύ λίγος για να ασχολούµαστε µε µόδα, νοµίζω. Ό,τι κι αν θέλεις να κάνεις µε µια παράσταση –να εξοµολογηθείς κάτι, να προτείνεις κάτι, να καταγγείλεις, να παρηγορήσεις, όποιος κι αν είναι ο στόχος για τον καθένα- συναντιέσαι µε πολλούς πολύ διαφορετικούς ανθρώπους για να το κάνετε αυτό. Κι αυτό δεν είναι απλό. Θέλει φλόγα, ειλικρίνεια, γνώση και καθηµερινή σκληρή δουλειά. Πού καιρός και χώρος λοιπόν για σειρήνες της µόδας.
Το τι διακρίνει κανείς σε µια παράσταση είναι πάρα πολύ σχετικό και ρευστό. Είµαστε όλοι τόσο διαφορετικοί, ευτυχώς. Κάποιος έχει αγαπήσει µια παράσταση βαθιά, την έχει δει και ξαναδεί και ξαναµαταδεί, κι άλλος την ίδια παράσταση δεν τη θυµάται καν. Νοµίζω πάντως πως συνήθως η πραγµατική και ακατανίκητη ανάγκη να πεις την ιστορία που θέλεις να πεις, όταν υπάρχει, λάµπει σαν καθαρή αφετηρία της δουλειάς και αυτό τελικά «αγκιστρώνει» µυστηριωδώς τον θεατή, ακόµη κι όταν θα διαφωνήσει µε τον τρόπο που τη λες την ιστορία. Είµαι από αυτούς που πιστεύουν πως το «Πώς» κάνει τη διαφορά στην τέχνη, αλλά προσπαθώ να θυµίζω πάντα στον εαυτό µου ότι το «Πώς» προϋποθέτει το «Τι».
Ελληνική δραµατουργία. Μίλησέ µας για τους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς που αγαπάς ή θέλεις να ερευνήσεις σκηνικά.
Φοβάµαι πως αγνοώ πολλά στο πεδίο της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής, θες λόγω των χρόνων που λείπω έξω, θες λόγω της λατρείας µου για τα κλασικά κείµενα. Οµολογώ πως όταν είδα, για παράδειγµα, τον Βόλφγκανγκ του Μαυριτσάκη ή όταν διάβασα το Γάλα του Κατσικονούρη, σκέφτηκα «τι ωραία, έχουµε σύγχρονα ελληνικά έργα!». Μ’ενδιαφέρει επίσης να διαβάζω την Λένα Κιτσοπούλου, τον Αλέξη Σταµάτη. Στη δουλειά µας διαρκώς ψάχνεις το υλικό σου… Ο δάσκαλός µου λέει «Ό,τι κι αν κάνετε, να διαβάζετε ένα έργο την ηµέρα. Ποιος θα βρει τον νέο Τσέχωφ;».
Νιώθεις ότι υπάρχει ένα διακριτό ρεύµα στο οποίο ανήκουν κάποιοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς; Και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Αν όχι, κατά πόσο αυτό βοηθά ή όχι να ακουστούν τα έργα τους στο εξωτερικό;
Δε θα το’λεγα. Είµαστε σε µια περίοδο µάλλον χαοτική, που γράφονται πολύ διαφορετικά πράγµατα και ανεβαίνουν…τα πάντα! Ίσως αυτή η ποικιλία να είναι µία νέα ταυτότητα ή να οδηγήσει σε µία τέτοια. Μακάρι. Είµαστε µόνο στην αρχή του 21ου αιώνα. Τώρα το πόσο ακούγεται το ελληνικό έργο στο εξωτερικό είναι, νοµίζω, µέρος ενός µεγαλύτερου προβλήµατος που αφορά συνολικά στην παρουσία του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό, µια παρουσία δυστυχώς ελλιπέστατη.
Αν σου πρότειναν να ηγηθείς µιας εκπαιδευτικής οµάδας Ακαδηµίας Θεάτρου µε έµφαση τη διδασκαλία σκηνοθεσίας θα δεχόσουν να το κάνεις µε τίµηµα να µην σκηνοθετήσεις ξανά ποτέ; Και αν µπορούσες να τα συνδυάσεις τί δεν θα έλειπε από την ιδανική για εσένα διδακτέα ύλη;
ΑΝ υποθέσουµε ότι αποκτούσαµε επιτέλους µία Ακαδηµία Θεάτρου, ότι σχεδιαζόταν µε σοβαρότητα και ψυχραιµία και ότι µπορούσε κανείς να σπουδάσει σκηνοθεσία θεάτρου, όπως σε όλες τις πολιτισµένες χώρες, µόνο ευτυχής θα ήµουν να εργάζοµαι σε αυτήν. Δεν πιστεύω, ωστόσο, πως το να είναι ο παιδαγωγός εκτός δουλειάς είναι καλό. Φυσικά πρέπει η διδασκαλία να µην είναι γι’αυτόν πάρεργο.
Δηλαδή πρέπει να µπορεί να αφιερώσει χρόνο, ποσοτικό και ποιοτικό, στους µαθητές του, αλλά δεν είναι ζητούµενο, για µένα, να µην δουλεύει. Το αντίθετο. Στη Μόσχα είχα την ευλογία να έχω δασκάλους που έχουν αφιερώσει µια ζωή στην παιδαγωγική και µοιράζουν αυτή τη ζωή ανάµεσα στην ακαδηµία και την πρόβα. Το να δουλεύεις σε κρατά µέσα στη ζωντανή θεατρική πραγµατικότητα, εδώ και τώρα, παραµένεις ενεργός ως καλλιτέχνης και αυτό µόνο κέρδος µπορεί να είναι για τους µαθητές σου.
Το θέµα της διδακτέας ύλης δεν είναι καθόλου απλό και δεν πιστεύω πως µπορεί να καλυφθεί σε µια σύντοµη συζήτηση σαν τη δική µας, εφόσον µιλάµε για µια ακαδηµία. Ένα πρόγραµµα σπουδών εξαρτάται καταρχάς από το µοντέλο λειτουργίας της ακαδηµίας ή του πανεπιστηµίου, από τον ίδιο τον τρόπο που θα συγκροτηθεί. Μιλάµε για τµήµατα σκηνοθετών µονάχα ή σκηνοθετών και ηθοποιών µαζί; Μιλάµε για διαφορετικούς δασκάλους ή για έναν επικεφαλής που θα δουλεύει µε την οµάδα του; Μιλάµε για ορίζοντα τετραετούς φοίτησης; Είναι πάρα πολλές οι παράµετροι… Και στην Ακαδηµία δεν είσαι µόνος ως δάσκαλος, δεν πρέπει να είσαι. Ακόµη και όταν είσαι επικεφαλής, χρειάζεται να είσαι σε διαρκή διάλογο και συνεργασία µε την οµάδα σου. Φυσικά, όσον αφορά στο υλικό µε το οποίο θα καταπιάνονταν αυτά τα παιδιά µέσα στα χρόνια των σπουδών τους, θεωρώ πως θα’πρεπε να περάσουν από ελληνική δραµατουργία (κλασική και σύγχρονη), από κλασικό παγκόσµιο ρεπερτόριο, από πρόζα (πεζό λόγο), από ποίηση και έµµετρη δραµατουργία, δηλαδή από όλες τις περιοχές του δραµατικού θεάτρου.
Συνεντεύξεις