Μια συνάντηση με την Βένια Σταματιάδη και την Μαρία Χούχου

Ειρήνη Μουντράκη

Μεταξύ Ελλάδας – Γαλλίας δύο νέες και ταλαντούχες γυναίκες χτίζουν με την τέχνη τους πολιτισμικές γέφυρες. Η Μαρία Χούχου και η Βένια Σταματιάδη, απόφοιτες και οι δύο της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης, ετοιμάζονται η μία να σκηνοθετήσει το έργο του Άκη Δήμου «…και Ιουλιέτα» και η άλλη να πρωταγωνιστήσει. Πρεμιέρα στις 16 Μαΐου στο Παρίσι από την εταιρία θεάτρου Théâtre MOX!

 

Πως είναι για έναν νέο καλλιτέχνη να ζει ανάμεσα σε δύο χώρες; Μπορεί να δημιουργήσει σε μία χώρα που δεν είναι η γενέτειρά του;

 

Μ. Χ.: Η ζωή ανάμεσα σε δύο χώρες, όχι μόνο για έναν καλλιτέχνη αλλά για οποιονδήποτε, έχει ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά. Από τη μία πλευρά, τροφοδοτείσαι συνεχώς από νέα πράγματα, νέες εικόνες και ερεθίσματα, ενώ από την άλλη, κάποιες φορές νιώθεις να μην ανήκεις πουθενά, να είσαι ξένος παντού.

Σχετικά με τη δημιουργία, σαφέστατα και μπορεί κάποιος να δημιουργήσει σε μια άλλη χώρα από τη γενέτειρά του. Ωστόσο, οι χρόνοι εξέλιξης λειτουργούν διαφορετικά.  Δεδομένου ότι ξεκινάς από το μηδέν σε επίπεδο αναφορών ή δικτύου ανθρώπων, πρέπει να έχεις την υπομονή και την επιμονή να εξερευνήσεις, να προσπαθήσεις να καταλάβεις και να αρχίσεις να χτίζεις σιγά σιγά στην κοινωνία στην οποία δημιουργείς, διατηρώντας πάντα την ταυτότητα και την ιδιαιτερότητά σου. Και αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι χρονοβόρα και επίπονη σε βαθμό που κάποιες φορές να θέτεις υπό αμφισβήτηση τις επιλογές σου. Με το πέρασμα του χρόνου ωστόσο, και με την εμπειρία σου που εμπλουτίζεται διαρκώς, συνειδητοποιείς ότι αυτή η ίδια αμφισβήτηση είναι που τελικά καθιστά πιο ισχυρή και πιο ξεκάθαρη τη σχέση σου με τους στόχους σου. 

 

 

Β. Σ.: Είναι σίγουρα περίεργη αίσθηση. Για μένα το Παρίσι και η Αθήνα είναι ταυτόχρονα κοντά και μακριά, δύο «σπίτια» που χρειάζεται, όμως, αεροπλάνο για να πας από το ένα στο άλλο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα κάθε φορά που φεύγω, – από όποιο από τα δύο κι αν φεύγω -, να νοιώθω ότι αφήνω πράγματα μισοτελειωμένα πίσω μου, ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή κι ότι θα ήθελα να μείνω εκεί που είμαι. Όταν όμως φτάνω αισθάνομαι πως ανοίγεται ένας εντελώς καινούριος κόσμος, τόσο οικείος όσο και ο προηγούμενος, αλλά διαφορετικός. Κι εγώ είμαι εκεί, έτοιμη να τον εξερευνήσω. Με δυο λόγια, θα μπορούσα πω πως το να ζει ένας νέος καλλιτέχνης ανάμεσα σε δύο χώρες τον κάνει να βιώνει συνεχώς απώλειες και σμιξίματα, άρα είναι δύσκολο, ασταθές αλλά και όμορφο, γλυκό, απελευθερωτικό. Όσον αφορά το κομμάτι της δημιουργίας, αυτός ο «ενδιάμεσος χώρος», αυτό το διαρκές πάρε-δώσε σε εμπλουτίζει, σου ανοίγει το μυαλό και σε κάνει αυτομάτως φορέα νέων πραγμάτων, «γέφυρα» μεταξύ δύο  διαφορετικών θεατρικών παραδόσεων. Κι αυτό είναι υπέροχο.

 

 

 

Πως βρεθήκατε στη Γαλλία;

 

Β. Σ.: Από το 2010 που αποφοίτησα από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, είχα την περιέργεια να δω τι συμβαίνει στο θέατρο και λίγο παραέξω. Επίσης θεωρούσα μεγάλη προσωπική πρόκληση το να δοκιμάσω να παίξω σε μια ξένη γλώσσα.  Και ήταν το 2013 που κατάλαβα πως αν δεν το έκανα τότε δεν θα το έκανα ποτέ. Έψαξα τις ημερομηνίες εξετάσεων εισαγωγής στο Conservatoire, έδωσα, πέρασα κι έτσι άρχισαν όλα.

 

Μ. Χ.: Έφυγα από την Ελλάδα το 2009 για να κάνω σπουδές σκηνοθεσίας στο Λονδίνο. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου αποφάσισα να μείνω και να εργαστώ στο Λονδίνο για να εφαρμόσω αυτά που είχα μάθει αλλά και για να δω πώς λειτουργεί η αγγλική κοινωνία και το θέατρό της. Θεωρώ πως έμαθα πάρα πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής μου καθώς και πως είχα την τύχη να γνωρίσω πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ωστόσο, ένιωσα πως αυτός ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί και άρχισα να αναζητώ το επόμενο βήμα. Δεν ένιωθα ακόμη την ανάγκη να γυρίσω μόνιμα στην Ελλάδα. Επιπλέον, η Γαλλία και ο πολιτισμός της ασκούσαν ανέκαθεν πάνω μου μια ιδιαίτερη γοητεία. Θέλησα λοιπόν να διερευνήσω και τη θεατρική παράδοση αυτής της χώρας που, κατά την άποψή μου, έχει πολλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. 

 

 

 

Έχοντας δράση και στις δύο χώρες μπορείτε να εντοπίσετε βασικές διαφορές στους όρους παραγωγής – θετικές και αρνητικές;

 

Β.Σ.: Όσον αφορά τους όρους παραγωγής δεν νομίζω ότι εύκολα μπορώ να βρω κάποιο θετικό της Ελλάδας έναντι της Γαλλίας. Και το λέω αυτό γιατί το κράτος στηρίζει τη δημιουργία με επιδοτήσεις και οι καλλιτέχνες αμείβονται με αξιοπρεπείς μισθούς και λαμβάνουν σημαντικά επιδόματα, με δυο λόγια -και είναι λυπηρό που αναφέρω ως προσόν το αυτονόητο- αντιμετωπίζονται σαν επαγγελματίες. Από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχουν και προσωπικοί λόγοι για το πού θέλει να ζήσει και να δημιουργήσει κανείς.  Όπως έχει πει ένας φίλος, σε οτιδήποτε μετρήσιμο υπερτερεί η Γαλλία, οτιδήποτε όμως μη μετρήσιμο σε σπρώχνει στην Ελλάδα.

 

Μ.Χ.: Μία βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες, είναι ότι στη Γαλλία το κράτος λειτουργεί ακόμη και σήμερα ως μαικήνας των τεχνών. Μέσα από δομές και θεσμούς, δίνονται οι ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους να αναπτύξουν τη σκέψη και τη δραστηριότητά τους σε πολλούς τομείς χωρίς ωστόσο να μπαίνουν σε μία λογική ελεγχόμενης δημιουργίας. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι με έναν τρόπο η δυνατότητα συμμετοχής σε καλλιτεχνικές δράσεις είναι πιο εκδημοκρατισμένη. Σ’ αυτήν την ιδέα συναινεί και το γεγονός ότι στη Γαλλία ευνοείται ακόμη και η καλλιτεχνική παραγωγή εκτός του κέντρου της. Το θέατρο ως παραγωγή εξακολουθεί να θεωρείται σημαντικό μέσο διαπαιδαγώγησης και να χρησιμοποιείται ως τέτοιο, πράγμα που στην Ελλάδα, δυστυχώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει ατονήσει.

 

 

 

Πως σας αντιμετωπίζουν οι Γάλλοι συνάδελφοί σας και η κριτική;

 

Β.Σ.: Προσωπικά δεν έχω παράπονο από τον τρόπο που έχω αντιμετωπιστεί, μου έχουν δοθεί πολλές ευκαιρίες και η σχολή στην οποία έγινα δεκτή ήταν μία από αυτές. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να δώσω μία απολύτως ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση. Κι αυτό γιατί, στην πραγματικότητα, το Παρίσι δεν είναι τόσο πολυπολιτισμικό όσο νομίζει κανείς. Οι Γάλλοι είναι αρκετά προσκολλημένοι στη δική τους παράδοση και παρότι επιφανειακά είναι ανοιχτοί και αγαπούν το διαφορετικό, στην πραγματικότητα δύσκολα το αποδέχονται πλήρως. Οπότε συμβαίνει το εξής παράδοξο: από τη μία δίνουν χώρο σε ξένους καλλιτέχνες και νέες προτάσεις και από την άλλη επιδίδονται σε μία κούρσα «γαλλοποίησης» και οικειοποίησης αυτών. Και εσύ κάπου εκεί ανάμεσα προσπαθείς να ισορροπήσεις.

 

Μ. Χ.: Τουλάχιστον μέχρι στιγμής η αντιμετώπιση από τους συναδέλφους μου έχει υπάρξει θετική. Αυτό έχει εκφραστεί κυρίως αφενός ως εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη δουλειά μας και αφετέρου ως πρακτική βοήθεια σε ό,τι αφορά διαδικαστικά ζητήματα οργάνωσης που τώρα ανακαλύπτουμε. Για τους κριτικούς δεν έχω ακόμη σχηματίσει συγκεκριμένη άποψη.

 

 

Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια επαφή μεταξύ των δύο  πολιτισμών και κυρίως του θεάτρου μας;

 

Μ.Χ.: Πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς κοινά στοιχεία ανάμεσα στην  ελληνική και τη γαλλική κουλτούρα. Ωστόσο στον τομέα του θεάτρου βρίσκω αρκετές διαφορές. Μία σημαντική που θα μπορούσα να αναφέρω είναι το ότι το θέατρο στη Γαλλία δεν είναι ένα. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη, πολλές διαφορετικές παραδόσεις. Παρατηρούμε λοιπόν κατά συνέπεια και μία ποικιλομορφία και σε επίπεδο κοινού. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά κοινά που θα μπορούσαν και να μη συναντηθούν ποτέ. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, έχουμε έναν κεντρικό κορμό και ένα κοινό που μετακινείται σε όλο το φάσμα των παραστάσεων. Αυτό ενδεχομένως από τη μία να ευνοεί την επικοινωνία σε κοινωνικό επίπεδο, από την άλλη όμως ενδέχεται και να δυσκολεύει την ανάπτυξη καινούριων διαφορετικών ιδεών που θέλουν να αποκλίνουν από αυτόν τον κορμό.

 

 

Β.Σ.: Σε ένα βαθμό πιστεύω πως ναι. Οι Γάλλοι ενδιαφέρονται πολύ για τα κλασικά κείμενα και ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική τραγωδία. Αυτή άλλωστε έχει εμπνεύσει τον Ρακίνα, τον δικό τους κλασικό, όπως, κατά τη γνώμη μου, και τα φιλοσοφικά τους κείμενα, σαν αυτά του Καμύ. Όσον αφορά το σύγχρονο κείμενο, βέβαια, πήραν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Έχουν ελάχιστη σχέση με το ρεαλιστικό θέατρο, ενώ στην Ελλάδα αυτό κυρίως αγαπάμε.

 

 

…και Ιουλιέτα του Άκη Δήμου τώρα. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο; Και τι πιστεύετε ότι μπορεί να επικοινωνήσει στο γαλλικό κοινό;

 

Β.Σ.: Από πού να ξεκινήσει κανείς. Αρχικά είναι αδιαμφισβήτητο νομίζω πως το πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας. Του αξίζει όσο τίποτα να ταξιδέψει, να μιλήσει άλλες γλώσσες και να συστηθεί σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Επίσης, υπάρχουν και σημαντικότατοι συναισθηματικοί λόγοι. Είναι ένα πολύ αγαπημένο μας κείμενο και για μένα προσωπικά αποτελεί τεράστια τιμή το να παίξω αυτή την Ιουλιέτα. Ανυπομονώ και αγωνιώ. Και τέλος, σε μία χώρα σαν τη Γαλλία με μία αρκετά «εγκεφαλική» και «κλασική» θεατρική παράδοση, το μπόλιασμα μίας τέτοιας ηρωίδας-σύμβολο με συναίσθημα ανθρώπινο και δύναμη γήινη με δυο λόγια, η αποσυμβολοποίηση αυτού του σαιξπηρικού ερωτικού συμβόλου, είναι, νομίζω, σε θέση να ταράξει λίγο τα νερά, να μετακινήσει το κοινό απ’ το προφανές και το αναμενόμενο.

 

Μ.Χ.: Πρόκειται για ένα έργο που αγαπώ πολύ εδώ και χρόνια. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω το πρώτο ανέβασμά του από τον Πέτρο Ζηβανό με τη Λυδία Φωτοπούλου στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη τη θεατρική περίοδο 1996-1997. Είδα την παράσταση περισσότερες από μία φορά εκείνη τη σεζόν. Θυμάμαι πως με είχαν μαγέψει το κείμενο, η ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου αλλά και η λιτότητα των μέσων που χρησιμοποιούσε ο Πέτρος Ζηβανός με τα οποία είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα θεατρικό διαμάντι. Αργότερα, στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης είχα επιλέξει ένα απόσπασμα από το …και Ιουλιέτα για να παίξω στις διπλωματικές μου εξετάσεις με την καθοδήγηση της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Η ιδέα να το σκηνοθετήσω είχε ήδη γεννηθεί από το Λονδίνο αλλά δεν υπήρχε ακόμη τότε επίσημη μετάφρασή του. Όταν βρεθήκαμε στο Παρίσι με τη Βένια, η οποία επίσης αγαπά πολύ αυτό το έργο, θελήσαμε να το ανεβάσουμε. Δεδομένου ότι ήταν ανεκαθεν για μένα ένα κείμενο απ’αυτά που επανέρχονταν στη σκέψη μου σε διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικές αφορμές, αποφάσισα να αντιμετωπίσω την πρόκληση.  Βρήκαμε την εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Ζέρβα και ξεκινήσαμε δουλειά.

Όσον αφορά την παρουσίασή του στο γαλλικό κοινό, καταρχάς βρίσκω ενδιαφέρουσα την ίδια την παρουσίασή του. Είναι η πρώτη φορά που αυτό το κείμενο ανεβαίνει στη Γαλλία. Ανοίγει λοιπόν ένας δρόμος επαφής και επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Η αλήθεια είναι ότι τα έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας σπάνια ανεβαίνουν στο Παρίσι. Είμαστε πολύ γνωστότεροι για τα έργα της κλασικής περιόδου απ’ότι για τη σύγχρονη δραματουργία μας. Χωρίς να πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι αρνητικό, βρίσκω σημαντικό το να παρουσιάσουμε και μια εικόνα που βγαίνει από το σήμερα. Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Άκης Δήμου καταπιάνεται με ένα θέμα παγκόσμιο, τον απόλυτο έρωτα, μέσα από μια αφορμή που είναι πασίγνωστη σε όλο το δυτικό κόσμο : την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Δίνει το προσωπικό του στίγμα γραφής που χωρίς να είναι καθόλου φολκλόρ, δεν παύει να είιναι ελληνικό. Μέσα από ένα λόγο ποιητικό, που στη δομή του είναι πολύ κοντά στον γαλλικό τρόπο έκφρασης, καταφέρνει να φτάξει ένα χαρακτήρα και να αφηγηθεί μια ιστορία που δεν μπορεί παρά να αγγίξει και να επικοινωνήσει με ανθρώπους έξω από τα σύνορα της χώρας μας. Αυτό το κείμενο λοιπόν γίνεται το όχημά μας για να μιλήσουμε για κάτι που μας ενώνει : ένα κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.  

 

Ποια είναι τα σχέδια για το μέλλον;

 

Β.Σ.: Θα ήθελα, έχοντας σαν βάση την Αθήνα,  να συνεχίσω  να ζω ανάμεσα στις δύο χώρες. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το να συμβάλλω κατά το δυνατόν ώστε να ταξιδέψει η σύγχρονη δραματουργία, τόσο η ελληνική στη Γαλλία, όσο και η γαλλική στην Ελλάδα. Υπάρχουν διαμάντια και στις δύο  χώρες και είναι αληθινή απώλεια το να γνωρίζουν σύνορα.

        

Μ. Χ.: Με βάση τη Γαλλία και με πυρήνα το σχήμα με το οποίο τώρα ξεκινάμε τη δραστηριότητά μας, θα ήθελα να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε και να εξερευνούμε τρόπους έκφρασης μέσω της θεατρικής δημιουργίας. Με ενδιαφέρει σαφέστατα μία προοπτική ανταλλαγής και μετακίνησης κειμένων και ιδεών από τη μία προς την άλλη χώρα. Υπάρχει όμως και ένα κομμάτι μου που δεν έχει να κάνει καθόλου με περιορισμό συνόρων και θα ήθελε να δοκιμάσει να κινηθεί εκτός αυτών με όχημα κείμενα και ιδέες που με αφορούν προσωπικά ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.

 

 

 

 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο