Μια συνάντηση με την Αγνή Παπαδέλη και την Ίριδα Καραγιάν

Το MIR Festival προσγειώθηκε για 5η φορά στην πόλη της Αθήνας, παρουσιάζοντας την τέχνη που γεννιέται και αναδύεται τώρα, καλλιτεχνικά έργα από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που ψυχογραφούν ή και προπορεύονται της εποχής τους. Ένα μικρό ανεξάρτητο φεστιβάλ-διαμάντι για την τέχνη της περφόρμανς και τις παράδοξες διασταυρώσεις της.

Συνομιλήσαμε με την Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου και την Ίριδα Καραγιάν, εκρηκτικές χορογραφικές και χορευτικές δυνάμεις, που με τα έργα τους «Βλέμμα και το Τέρας»  και «Moving Parts»  εγγράφονται στη φετινή θεματική του MIR για τη σχέση με την πραγματικότητα και την ιστορία, την πίστη στο όνειρο, το μέλλον, και τον άνθρωπο, κοντολογίς για την Ουτοπία.

 

________________________________________________________________________

 

 

Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου

Θα μας μιλήσετε λίγο για την παράστασή σας;

 

Α.Π.Ρ.: Το «Βλέμμα και το Τέρας» είναι μια αλληλουχία μεταμορφώσεων τριών ανθρώπινων σωμάτων, τα οποία κρατούν τα πρόσωπά τους κρυμμένα. Οι μεταμορφώσεις αυτές, ανθρωπόμορφες ή όχι, συμβαίνουν σαν αναπαραστάσεις αναμνήσεων ή εικόνων εντυπωμένων στο μυαλό, με μια σειρά η οποία είναι φαινομενικά αυθαίρετη.

Το έργο αποτελείται από ιστορίες που το σώμα θέλει να αφηγηθεί και αφορά την επιθυμία του τελευταίου να δοκιμάζει διάφορες φόρμες: είτε αυτές είναι φόρμες στις οποίες το ίδιο είχε μπει στο παρελθόν, είτε φόρμες που έχει δει άλλα σώματα να  μπαίνουν -σώματα άλλης ηλικίας, σωματικής κατάστασης ή υγείας, ή ακόμα φόρμες που παίρνουν μη ανθρώπινα σώματα: σκύλοι ή γάτες, ή ακόμη και ρομπότ.

Όλες αυτές οι μεταμορφώσεις ξεκινούν με τη συνθήκη ενός ατόμου που δεν αποκαλύπτει το πρόσωπό του. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα επωμίζεται όλο το βάρος της αφήγησης, καθώς το πρόσωπο δεν είναι πια εκεί για να ενισχύσει με την εκφραστικότητά του και να εξατομικεύσει τις δράσεις του.  Αυτή η αποπροσωποποίηση επιφέρει μια ειρωνεία, η οποία ισορροπεί το χάσμα μεταξύ αυτού που βλέπουμε και αυτού που επιτελούν οι χορευτές/τριες.

Η παράσταση πραγματοποιήθηκε στην οικία Σπητέρη. Η ιδέα να μην παρουσιαστεί σε θέατρο γεννήθηκε μετά την παρότρυνση της Χριστιάνας Γαλανοπούλου να δοκιμάσω μια άλλη σχέση μεταξύ κοινού και σκηνής, κάτι για το οποίο -ανάμεσα σε όλα- την ευχαριστώ ιδιαίτερα. Σκέφτηκα ότι θα ήθελα πολύ να κάνω την παράσταση σε ένα σπίτι, αφενός γιατί σημαντικό μέρος των αναμνήσεων μας εντοπίζονται εκεί (άνθρωποι και ζώα, μαζί και οι συνήθειές τους), αφετέρου γιατί το σπίτι αποτελεί συχνά ένα σημείο αναφοράς για έναν άνθρωπο, έναν μετρητή του χρόνου, αλλά και έναν τόπο ο οποίος άλλες φορές φαίνεται οικείος, και άλλες εμφανίζεται εντελώς ανοίκειος.

Η οικία Σπητέρη, σχεδιασμένη από τον Αριστομένη Προβελέγγιο τη δεκαετία του ‘50, ήταν ο χώρος που σκέφτηκα πρώτο και είμαι ιδιαίτερα τυχερή που ο ιδιοκτήτης της Διονύσης Σοτοβίκης μας την παραχώρησε. Πρόκειται για ένα κτίριο ιδιαίτερα απλό στις γραμμές και τα υλικά του αλλά ταυτόχρονα και γοητευτικά περίπλοκο, το οποίο προκαλεί αναπόφευκτα την κίνηση του σώματος στον χώρο, καθώς αποτελείται από μικρούς χώρους και αναπτύσσεται προς τα επάνω. Είναι ένας χώρος προσιτός στο ανθρώπινο σώμα. Σε αυτό το σπίτι λοιπόν τα τρία σώματα θα αφηγηθούν τις ιστορίες τους, ενώ το κοινό θα παρακολουθεί ακολουθώντας τους στους διάφορους χώρους.

 

Ι.Κ.: Το «Moving parts» είναι ένα κινητικό σόλο που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ακρόασης ενός εγχειριδίου οδηγιών για την συναρμολόγηση μιας συσκευής. Το ακουστικό σκορ παραθέτει όλες εκείνες τις οδηγίες και τους κανόνες που καλείται κάποιος να ακολουθήσει για να επιτύχει την σωστή και ασφαλή συναρμολόγηση και λειτουργία μιας συσκευής που έχει στα χέρια του. Παράλληλα, το σώμα της χορεύτριας ακολουθεί και εκτελεί με ακρίβεια μια αλληλουχία κινήσεων και θέσεων δίνοντας στον θεατή το χρόνο να παρακολουθήσει την κίνηση, να ακούσει τις οδηγίες και να συμπληρώσει τη δραματουργία του έργου.

Τα δύο υλικά, σώμα και ήχος, συνομιλούν ποικιλοτρόπως, ανορθόδοξα και επίμονα.  
 

 

Πως πιστεύετε ότι ερευνά το έργο σας τη φετινή θεματική του MIR, την Ουτοπία;

 

Α.Π.Ρ.: Το «Βλέμμα και το Τέρας», είναι ένα σύνολο αναμνήσεων, που το σώμα αφηγείται κινούμενο, περνώντας μέσα από αλλεπάλληλες φόρμες. Βασίζεται πάνω  στην ικανότητα του σώματος να ανασύρει εικόνες από το φαντασιακό και να τις ζωντανεύει αναπαριστώντας τες. Συγχρόνως ενεργοποιεί τη σωματικότητα της μνήμης μας.

Η ιστορία, -προσωπική και συλλογική-, δεν εγγράφεται μόνο στο μυαλό μας αλλά και στο σώμα μας. Το σώμα μας φέρει σημάδια από αυτά που έχει ζήσει και διαμορφώνεται βάσει αυτών, αλλά και ο νους μας αντιλαμβάνεται και κρατά στη μνήμη γεγονότα και καταστάσεις μέσα από το σώμα- είτε από τη σωματική αίσθηση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τις εμπειρίες, είτε αντίστοιχα από την παρατήρηση της μορφής και της κίνησης των άλλων σωμάτων.

Με τον ίδιο τρόπο που η σχέση μας με το παρελθόν και την ιστορία είναι και σωματική, όπως και ο τρόπος που θυμόμαστε, έτσι σωματική είναι και η επιθυμία μας.  Όπως ο φόβος για παράδειγμα δεν είναι μια έννοια καθαρά πνευματική, αντιθέτως εύκολα μπορούμε να θυμηθούμε την αίσθηση που μας προκαλεί και το πως αλλοιώνει το σώμα μας, αντίστοιχα και η ελευθερία δεν είναι μόνο μια έννοια θεωρητική, αλλά και μια κατάσταση σωματική, που χαρακτηρίζει κάθε κίνηση και κάθε δραστηριότητά μας.

Το σώμα μας, μέσω της πραγματικότητας του, είναι ένας τόπος που συνδέει το παρελθόν και την ιστορία, με την επιθυμία του να υπάρξει καλύτερα στο μέλλον. 

Αυτή η πίστη λοιπόν στο όνειρο απαντάται στο σώμα σα μια λαχτάρα να ξαναβιώσει αισθήσεις απόλαυσης ή και ηρεμίας καθώς και να αποφύγει άλλες που συνδέονται με τα τραύματά που φέρει.

 

Ι.Κ.: Το «Moving parts» κατασκευάζει μια συγκεκριμένη, αυστηρή και παράδοξη συνθήκη που βασίζεται σε κάτι πολύ οικείο: σε οδηγίες και κανόνες για την συναρμολόγηση και χρήση μιας συσκευής. Η συσκευή αυτή δεν αναπαρίσταται ούτε κατονομάζεται, παραμένει στο χώρο της φαντασίας, δίνοντας έτσι την επιλογή στον θεατή να συμπληρώσει την ερμηνεία της εικόνας με τη δική του σκέψη και να συνθέσει τον ήχο με την κίνηση.

Με αυτόν τον τρόπο ο καθένας κατασκευάζει τη δική του αφήγηση οργανώνοντας τα δύο υλικά που του δίνονται.  

 

 

Το Greek Play Project ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να καλύψει το κενό που υπάρχει στην καταγραφή και συγκέντρωση της σύγχρονης ελληνική δραματουργίας. Όταν λέμε «δραματουργία» ο νους πηγαίνει στο θέατρο. Ήδη όμως ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως και για την περφόρμανς, και πιο πρόσφατα στον χορό. Οι δικές σας παραστάσεις έχουν δραματουργική ανάλυση; Ταυτίζεται αυτή με τη χορογραφία;  Πως αντιλαμβάνεστε τη διαδικασία; Εντέλει το ερώτημα: ποια η θέση της δραματουργίας στον σύγχρονο χορό;

 

Α.Π.Ρ.: Σε όσες παραστάσεις έχω κάνει μέχρι τώρα, είτε μόνη, είτε συνεργαζόμενη με την Ηρώ Αποστολέλλη δεν είχα εμπειρία συνεργασίας με δραματουργούς. Αυτό νομίζω πως συνέβη γιατί δεν έχω ξεκινήσει ποτέ ένα έργο με την επιθυμία να μιλήσω ή να εξετάσω ένα θέμα, ένα ερώτημα ή ένα γεγονός, ή να ασχοληθώ με κάποιο κείμενο που προϋπάρχει -κάτι δηλαδή που να είναι εκτός του σώματος, έτσι ωστε να προαπαιτείται μια θεωρητική έρευνα ή μια δραματουργική ανάλυση. Αντίθετα μέχρι τώρα το έναυσμα για ένα καινούριο έργο δίνεται από τον ορισμό μιας πολύ συγκεκριμένης συνθήκης, κάτι το οποίο πυροδοτεί κατευθείαν τη δράση, την ανάγκη να μπω στο στούντιο και να δουλέψω σωματικά.

 Για παράδειγμα, στην προκειμένη περίπτωση η συνθήκη είναι ένα σώμα με καλυμμένο πρόσωπο. Μπορεί να υπήρχαν στο μυαλό μου και άλλα ερεθίσματα, όπως για παράδειγμα η ατμόσφαιρα που επικρατεί στο  «Rabbits’» του David Lynch, ή υλικά που είχαν προκύψει από το προηγούμενο σόλο μου και που ήθελα να ερευνήσω περισσότερο, αλλά η αρχική συνθήκη και συνεπώς η ιδέα που προκύπτει απ’ αυτήν είναι σταθερή και κυρίαρχη. Απ’ αυτή ξεκινάω και σ’ αυτήν πάντα επιστρέφω. Η παράσταση λοιπόν, είναι, θα έλεγα, μια παρουσίαση αυτών που προέκυψαν από τη δουλειά στο στούντιο, βαλμένα σε μια δομή απλή, κάποιες φορές σχεδόν ωμή, και που ακολουθεί την αισθητική που έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Αυτή η τραχύτητα των υλικών βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο, η συχνά μη ομαλή ροή, οι επιβραδύνσεις ή επιταχύνσεις που μπορεί να απομακρύνονται από τον σφιχτό σκηνικό χρόνο, είναι στοιχεία που προς το παρόν με ενδιαφέρουν πολύ.

Φυσικά πρέπει να αναφέρω πως πολύτιμες για «Το Βλέμμα και το Τέρας» ήταν οι συζητήσεις που κάναμε με τον Μιχάλη Βαρουξάκη με στόχο τη συγγραφή από μέρους του του κειμένου για τον κατάλογο. Αυτές έγιναν την περίοδο που ακόμη δούλευα μόνη μου στο στούντιο εξερευνώντας τη συνθήκη του να κινούμαι χωρίς πρόσωπο και ανακαλύπτοντας τις μεταμορφώσεις με τις οποίες με ενδιέφερε να ασχοληθώ. Με βοήθησαν καθοριστικά, καθώς αναγκάστηκα να βάλω σε λόγια τι ήθελα να κάνω και με τι θα ήθελα να μοιάζει. Τι είναι εντός και τι εκτός πλαισίου. Αυτή φαντάζομαι είναι μια πολύ σημαντική φάση στη συνεργασία με έναν δραματουργό.

Συνοψίζοντας, θα έλεγα πως είναι για μένα πολύ σημαντικό να φτιάχνω ένα πολύ ισχυρό «πλαίσιο» το οποίο αφορά και τη μορφή και το περιεχόμενο, αφήνοντας στη δομή την ελευθερία να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα αλλοιωθεί αυτό που ο θεατής θα προσλάβει.

 

Ι.Κ.: Η δραματουργία είναι μια διαδικασία που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός έργου και κατά τη διάρκεια της θέασης του έργου. Δηλαδή συμβαίνει από αυτόν που παρακολουθεί δημιουργώντας συνάψεις και σχέση με το έργο. Οπότε σε αυτή τη περίπτωση υπάρχει δραματουργική ανάλυση που ταυτίζεται με τη χορογραφία και τη διαδικασία θέασής της, τον τρόπο που επικοινωνεί και αυτά που προκύπτουν μέσα από αυτό τον μηχανισμό. Όταν μου δίνεται η ευκαιρία προσκαλώ δραματουργό, ή αλλιώς ένα «εξωτερικό μάτι» και συνεργαζόμαστε κατά τη διάρκεια της έρευνας και κατά τη διάρκεια των προβών.   

 


Η Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Ξεκίνησε χορό και σύστημα Orff στη σχολή της Πολυξένης Ματέυ. Είναι απόφοιτος του επαγγελματικού τμήματος της ΚΣΟΤ και του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Έχει συνεργαστεί ως χορεύτρια και χορογράφος με σημαντικούς καλλιτέχνες, στους οποίους συγκαταλέγονται οι Δημήτρης Παπαϊωάννου, Γιάννης Σκουρλέτης, Kendell Geers, Ερμίρα Γκόρο, Jeroen Bogaert, Matthias Fritsch, Κωνσταντίνα Πολυχρονοπούλου, Χρυσάνθη Σιέμπου, Στεφανία Μυλωνά. Το 2009 ίδρυσε μαζί με την Ηρώ Αποστολέλλη την ομάδα χορού Carnation, με την οποία δημιούργησαν τρία έργα. Τον Ιούλιο του 2015 παρουσίασε το σόλο Blossom στο Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με τον εικαστικό Ανδρέα Κασάπη και την αρχιτέκτονα Ηρώ Βαγιώτη.


Η Ίρις Καραγιάν είναι χορεύτρια και χορογράφος. Ζει στην Αθήνα. Σπούδασε χορό στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα των Παραστατικών Τεχνών και του Πολιτισμού στο Goldsmith’s College του Λονδίνου. Έργα της έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως και στο πλαίσιο διαφόρων φεστιβάλ της Ευρώπης. Το 2010 απέσπασε το Α΄ βραβείο χορογραφίας Jarmila Jebrakowa στο New Europe Festival. Το έργο της Mothers επελέγη από το διεθνές ευρωπαϊκό δίκτυο Aerowaves το 2013 και από το δίκτυο Dancenet Sweden το 2014.
 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο