Μια συνάντηση με την Έλενα Σωκράτους
Η Έλενα Σωκράτους ζει και εργάζεται στο Βερολίνο όπου από το 2012 έχει ιδρύσει την ομάδα ithAKT. Ήδη από το 2009 με την ομάδα της «εκ-δράσης» παρουσιάζει κάθε καλοκαίρι παραστάσεις στον γενέθλιο τόπο της. Στον ελλαδικό χώρο όμως μας συστήνεται αυτές τις μέρες με ένα φιλόδοξο και ήδη δοκιμασμένο με επιτυχία εγχείρημα: με την παράσταση του σημαντικού έργου του Θανάση Τριαρίδη Lebensraum (Ζωτικός χώρος), μια παράσταση που έκανε την πρεμιέρα της λίγο νωρίτερα στο Βερολίνο και την Φρανκφούρτη και μετά την Αθήνα θα συνεχίσει το ταξίδι της σε Πάτρα (Λιθογραφείο), Θεσσαλονίκη (BlackBox) και Κύπρο.
Η νεαρή σκηνοθέτις με ουσιαστική ματιά και θέση απέναντι σε όσα συμβαίνουν ρίχνει γέφυρες μεταξύ πολιτισμών και ανθρώπων σε ανήσυχες περιόδους, επιλέγει τα δύσκολα δουλεύοντας με Έλληνες συγγραφείς και μας μιλάει για την ευθύνη του θεάτρου και του ατόμου.
Η Έλενα Σωκράτους είναι από τις περιπτώσεις που ήρθαν και αξίζουν να μείνουν.
-Για ποιους λόγους ένας νέος καλλιτέχνης που ζει στο εξωτερικό θέλει να δείξει τη δουλειά του και στην Ελλάδα; Ποια είναι η συναισθηματική συνθήκη;
Το θέατρο είναι λέξεις, εικόνες, συναισθήματα. Θέλοντας και μη όλα αυτά είναι απόλυτα συνδεδεμένα με τη γλώσσα. Όταν το θέατρο είναι στη μητρική μου γλώσσα, εννοείται ότι όλα είναι πιο έντονα, πιο γεμάτα αναμνήσεις και βιώματα. Επίσης, το να μοιράζεται κανείς την αλήθεια του μέσα από μια παράσταση με φίλους, οικογένεια και σε ένα οικείο περιβάλλον, έχει από μόνο του μια άλλη δυναμική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού όλη η παραγωγή, αλλά κυρίως οι ηθοποιοί μπορούσαν να παίξουν και στα ελληνικά και αφού το πρωτότυπο έργο είναι γραμμένο στα ελληνικά, αποφασίσαμε σε συνεννόηση με τον Θανάση (Τριαρίδη) να κάνουμε την περιοδεία.
– Πώς αντιμετωπίζει η γερμανική σκηνή Έλληνες που συμπράττουν σε ένα ελληνικό έργο; Λειτουργείτε με όρους ισότητας;
Νομίζω ότι οι όροι ισότητας στην καλλιτεχνική κοινότητα του Βερολίνου, είναι αυτοί που ελκύουν τόσους καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες να μεταναστεύουν στο Βερολίνο. Και αυτό λειτουργεί ως μια αέναη κίνηση, αφού όλοι αυτοί οι άνθρωποι δημιουργούν ένα ακόμη πιο πολυπολιτισμικό Βερολίνο και το Βερολίνο με τη σειρά του αναπτύσσει μοχλούς όχι μόνο αποδοχής αλλά και προώθησης αυτής της διαφορετικότητας. Απλώς να αναφέρω ότι υπάρχουν θέατρα που ανεβάζουν σχεδόν μόνο μεταναστευτικά έργα και επίσης υπάρχουν συγκεκριμένα κρατικά κονδύλια, τα οποία δίνονται μόνο σε διαπολιτισμικά project.
– Το Lebensraum του Τριαρίδη είναι ένα προκλητικό έργο. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να το επιλέξετε;
Πιστεύω στο προκλητικό θέατρο. Το θεωρώ απαραίτητο. Το Lebensraum πιάνει από τους ώμους τον θεατή και τον ταρακουνάει. Να ξυπνήσει! Να καταλάβει! Να δράσει! Η απάθεια στη σημερινή κοινωνία είναι καταστροφική. Είναι αυτή που μας έχει οδηγήσει στο να είμαστε χειραγωγήσιμοι, να βλέπουμε τον δυτικό κόσμο να κάνει μεταφορές πληθυσμού ανάλογα με την καταγωγή και τα χαρακτηριστικά τους και να στέλνει ανθρώπους πίσω στον θάνατο, γιατί έτυχε να γεννηθούν σε ένα άλλο κομμάτι γης, και να το θεωρούμε φυσιολογικό. Το θέατρο ήταν από πάντα συνδεδεμένο απόλυτα με την κοινωνία και σήμερα, σε αυτή την κοινωνία, δεν χρειαζόμαστε θέατρο που ηρεμεί τις ψυχές, χρειαζόμαστε θέατρο που αφυπνίζει τα μυαλά.
-Πιστεύεις πραγματικά στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων;
Ναι! Το πιστεύω και πιστεύω επίσης στη θετικότητα, στα όμορφα συναισθήματα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να γεννιέται κακός, δεν υπάρχει παιδί που γεννιέται δολοφόνος. Ο άνθρωπος έρχεται ως tabula rasa και από την πρώτη στιγμή η οικογένειά του, το σχολείο, το περιβάλλον, η κοινωνία, τον πλάθουν, του δίνουν μορφή και σχήμα. Πιστεύω στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων, αλλά πιστεύω και στην τρομερή αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Όλοι γεννιούνται καλοί, όλοι μπορούν να καταλήξουν «κακοί» και για όλους υπάρχουν περιθώρια να ομορφύνουν συναισθηματικά, φτάνει να μην περιθωριοποιούνται, να μην αποκλείονται, αλλά να εντάσσονται και όπως λέει και ο αγαπημένος μου Vygotsky: «Εκείνοι που έχουν όραση πρέπει να αλλάξουν τη θέση τους προς την τύφλωση και τους τυφλούς». Έτσι και αλλιώς ο καθένας μας έχει βρεθεί ή θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του «κακού» ή του «καλού».
– Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού στη Γερμανία;
Σίγουρα η παράσταση τους προβλημάτισε. Αυτός ήταν και ο στόχος άλλωστε. Να πω χαρακτηριστικά ότι στη συζήτηση μετά την πρεμιέρα, παρέμειναν και συμμετείχαν σχεδόν όλοι οι θεατές. Γενικά ακούσαμε πολλές διαφορετικές γνώμες κυρίως για το κείμενο αλλά και για τον τίτλο του έργου. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε σε όλους το γεγονός ότι και το πρωτότυπο έργο στα ελληνικά, έχει τον συγκεκριμένο γερμανικό τίτλο.
– Πώς αντιμετωπίσατε τις δύο γλώσσες;
Οι πρώτες αναγνώσεις του έργου έγιναν στα γερμανικά, οι καθημερινές πρόβες για δυο μήνες ήταν επίσης στα γερμανικά, πολλά από τα στοιχεία που εντάχθηκαν από τους ηθοποιούς αλλά και από εμένα ήταν αρκετά επηρεασμένα, θέλοντας και μη, από τη βερολινέζικη σκηνή και τέλος απευθυνόμασταν σε γερμανόφωνο κοινό. Μέχρι εκεί όλα καλά. Όταν λοιπόν μετά από όλα αυτά πήραμε στα χέρια μας το πρωτότυπο κείμενο στα ελληνικά, νιώθαμε ότι έχουμε να δουλέψουμε ένα άλλο έργο. Μας φαινόταν μάλιστα περίεργο να ακούμε τους διαλόγους στα ελληνικά. Επίσης, πρακτικά, η τονικότητα της φωνής είναι εντελώς διαφορετική στις δύο γλώσσες και όσο καλή και να είναι η μετάφραση του έργου, επηρεάζει σίγουρα την ερμηνεία του. Ξεκινήσαμε λοιπόν αναγνώσεις από την αρχή, σχεδόν σαν να παίρναμε να δουλέψουμε ένα νέο έργο και το αφήσαμε να μας καθοδηγήσει. Μέρα με τη μέρα, από μόνο του το κείμενο μάς οδήγησε σε γνώριμα συναισθήματα, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μια εντελώς νέα ταυτότητα. Βέβαια το πιο δύσκολο θα είναι ίσως για τον Κωστή και τον Κωνσταντίνο, τους δύο ηθοποιούς, το ότι θα πρέπει να παίζουν την μια μέρα στα ελληνικά και την αμέσως επόμενη στα γερμανικά.
– Πιστεύεις στο ελληνικό έργο;
Πιστεύω πολύ στο ελληνικό έργο και χαίρομαι που υπάρχουν άτομα σαν εσάς για να προωθήσουν την ελληνική δραματουργία. Νομίζω ειδικά για όσους Έλληνες ζούμε στο εξωτερικό, τέτοιες προσπάθειες είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Οι τέχνες είναι λυτρωτικές και η συγγραφή ως μέσο έκφρασης αναπτύσσεται ιδιαίτερα σε συνθήκες προβληματισμού. Νομίζω ότι η κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα δίνει πολλή τροφή για σκέψη σε όλους μας και οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς έχουν να δώσουν πολλά στη δραματουργία.
– Πιστεύεις σε ένα θέατρο ευθύνης; Επιθυμείς ένα στοχευμένο θέατρο;
Το θέατρο, όπως και όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτό, έχουν μεγάλη ευθύνη. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας, ο ρόλος του θεάτρου ήταν δραστικής σημασίας. Επίσης νομίζω ότι από μόνη της η συνθήκη του θεάτρου το κάνει στοχευμένο. Από τη στιγμή που συγκεκριμένοι άνθρωποι μοιράζονται τη δική τους υποκειμενική αλήθεια δεν μπορεί παρά το θέατρο να είναι στοχευμένο. Και δεν εννοώ με αυτό ότι επιδιώκω μέσα από τη σκηνοθεσία μου να «καθοδηγήσω», αλλά εάν δεν κατανοήσω εγώ η ίδια τους ήρωες που πλάθονται μέσα από τις πρόβες, εάν δεν τους δικαιολογήσω, εάν δεν τους συγκεκριμενοποιήσω στο μυαλό μου μαζί με τους ηθοποιούς, δεν μπορούν να υπάρξουν αληθινοί πάνω στη σκηνή. Επίσης, για να ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη θεματολογία, πρέπει να νιώθω ότι με αφορά και με προβληματίζει και το θέατρο έχει τη μαγεία να κάνει τους προσωπικούς προβληματισμούς συλλογικούς και γι΄ αυτό έχει τεράστια κοινωνική ευθύνη ως μέσο για στοχασμό, κατανόηση και αλλαγή.
– Ως ένας νέος άνθρωπος που ζει και δημιουργεί στο εξωτερικό και έχει μια καθαρή ματιά πώς βλέπεις τα όσα συμβαίνουν στο θέατρο στην Ελλάδα; Ποια είναι η γνώμη σου για όσα έγιναν με το Φεστιβάλ Αθηνών;
Θεωρώ ότι είναι άδικο να κρίνω το τι γίνεται σήμερα στο θέατρο στην Ελλάδα, από την ασφάλεια της απόστασής μου από αυτό. Υπάρχουν πολλά σημαντικά θετικά στοιχεία στους Έλληνες καλλιτέχνες αλλά δυστυχώς δεν βοηθάνε οι κρατικοί θεσμοί στην προώθησή τους. Αυτό φαίνεται ήδη ξεκάθαρα από τον ρόλο του θεάτρου στην εκπαίδευση ο οποίος υποβαθμίζεται, ενώ έχουμε παραδείγματα χωρών με εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο αποτελεί πρότυπο, τα οποία έχουν το θέατρο ενταγμένο στο σχολικό πρόγραμμα ήδη από το νηπιαγωγείο και μέχρι την ενηλικίωση των μαθητών. Και δεν αναφέρομαι καν στην έλλειψη των επιχορηγήσεων, στη μη προώθηση των καλλιτεχνών και της δουλειάς τους, στην απώλεια στήριξης των θεατρικών ομάδων που παλεύουν για να επιβιώσουν, στην απίστευτη λογοκρισία που δέχεται η τέχνη σήμερα στην Ελλάδα. Όσον αφορά στο φεστιβάλ Αθηνών και όλα όσα παρακολούθησα από μακριά, θέλω να αναφερθώ μόνο σε κάτι που έμαθα και η ίδια πολύ πρόσφατα. Στο Βερολίνο, πριν μερικές μέρες, μαζεύτηκαν, όλοι όσοι ασχολούνται με το θέατρο σε κάθε τομέα του και ψήφισαν δημοκρατικά, όπως γίνεται κάθε χρόνο σε αυτές τις ανοικτές εκλογές, ποια άτομα θα αποτελούν τις επιτροπές για τις επιχορηγήσεις και τα φεστιβάλ που θα γίνουν στην πόλη. Όλα μπορούν να βελτιωθούν φτάνει να μην εφησυχαζόμαστε.
Συνεντεύξεις