Μία συζήτηση με την Αναστασία Ρεβή

Χρήστος Καρανάτσης

Φωνή που κινείται ανάμεσα στη σιγουριά του δημιουργικού πάθους και την αμφισβήτηση των πάντων που οφείλει στον εαυτό του κάθε καλλιτέχνης.

Αυτή είναι σε δυο αράδες η Αναστασία Ρεβή, καλλιτεχνική διευθύντρια του Theatre Lab Company που δραστηροποιείται από το 1997 με έδρα το Λονδίνο και παρουσία σε σεβαστό αριθμό φεστιβάλ ανά τον κόσμο με τις παραγωγές του.

Συναντηθήκαμε μέσω skype. Στο βιογραφικό της βρίσκεις οικείους τίτλους έργων – Μήδεια, Αντιγόνη, Ορέστεια, Λυσιστράτη –ανάμεσα σε άλλα. Έτσι δεν μπορούσα να αποφύγω την ερώτηση: Πόσο εξοικειωμένο είναι τελικά το λονδρέζικο κοινό με το αρχαίο ελληνικό θέατρο; Ποιες είναι οι αντιδράσεις των συνεργατών της και των θεατών στις σκηνικές προσεγγίσεις της τραγωδίας και της κωμωδίας που έχει παρουσιάσει;

«Όταν ξεκινήσαμε την ενασχόλησή μας με το αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Λονδίνο συνειδητοποιήσαμε ότι τουλάχιστον το 50% του κοινού που ερχόταν να δει παράσταση μπορεί να μην ήξερε καν την ιστορία πίσω από την Αντιγόνη, την Μήδεια, τον Ορέστη και την Ιφιγένεια. Είχαν μάτια αγνά, με μια διάθεση να γνωρίσουν τόσο τη δουλειά του Theatre Lab όσο και τα κλασσικά αυτά θεατρικά κείμενα. Έτσι χτίζεται από την αρχή ένα άλλο είδος επικοινωνίας ανάμεσα στο κοινό και τον καλλιτέχνη. Διέκρινα λοιπόν, ένα πραγματικό ενδιαφέρον για αυτές τις ιστορίες που έχουν μια ζωή 2.500 χρόνων αλλά μπορούν να παρουσιάζονται το 2014 στο Riverside Studio, σε ένα κλειστό θέατρο στο Λονδίνο. Μια συνθήκη αρκετά διαφορετική από εκείνη της Επιδαύρου για παράδειγμα, όπου οι περισσότεροι κάπως το έχουμε στο μυαλό μας το έργο και ανάλογα με αυτό κρίνουμε αν μια παράσταση μας αρέσει ή όχι, αν ανταποκρίνεται τελικά στις προσδοκίες μας».

Πριν προλάβω να μάθω για το άλλο 50% του λονδρέζικου κοινού με προλαβαίνει. « Εκεί ανήκουν οι ακαδημαϊκοί, οι φοιτητές θεατρικών σπουδών ή δραματικών σχολών, όσοι έχουν σπουδάσει classics ή ακόμα και οι μαθητές των A levels, που η αρχαία ελληνική γραμματεία είναι μέρος της διδαχθείσας ύλης τους. Παρόλα αυτά, ακόμα και οι συνεργάτες της ομάδας που καλούνται να ερμηνεύσουν αυτούς τους ρόλους, τους προσεγγίζουν ναι μεν με σεβασμό, αλλά ταυτόχρονα παραμένουν ανοιχτοί σε οποιαδήποτε προσέγγιση ή διάθεση για εξερεύνηση».

Μου διηγείται τις προκλήσεις που συνάντησε στην αναμφίβολα δύσκολη διαδρομή που επέλεξε. Πως προωθεί κάποιος την ελληνική κουλτούρα και τον πολιτισμό έξω από τα τείχη;

Η Αναστασία είναι μια δημιουργός που δεν βλέπει εμπόδια όταν θέλει να κάνει κάτι. Μου λέει πως και στην Αγγλία, όπως σε όλα τα  μέρη του κόσμου υπάρχουν οι άνθρωποι που μιλούν και οι άνθρωποι που κάνουν. Μου αναφέρει παραδείγματα μεγάλων θεατρικών ομάδων που τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους δεν είχαν χρήματα και ζούσαν από το τίποτα. Για αυτές τις ομάδες δεν υπήρχε η δικαιολογία «δεν έχουμε χρήματα άρα δεν θα το κάνουμε».

Δεν πρέπει όμως κάπως και οι συντελεστές μιας παράσταση να πληρώνονται;

Μου εξηγεί πως στο Theatre Lab οι συντελεστές ζούσαν χρόνια με τα κέρδη από τα εισιτήρια των παραστάσεων ενώ ο κεντρικός φορέας χρηματοδότησης στη Μεγάλη Βρετανία, το Arts Council, ακόμα και όταν δεν έχεις τα χρήματα να ανεβάσεις μια παράσταση θα σε ρωτήσει: «Θα το κάνεις»;

Με αυτό της το επιχείρημα είναι σαν να ακούω μια δεύτερη φωνή να μου λέει, πως απέναντι στο τίποτα δουλεύεις και οργανώνεις ένα κάτι, αν θέλεις να σε προσέξουν (κοινό, συνάδελφοι, μελλοντικοί χρηματοδότες ή χορηγοί).

Το 1997 το Theatre Lab βραβεύτηκε με το βραβείο Hellenic Foundation για το ανέβασμα της Παρέλασης της Λούλας Αναγνωστάκη στα αγγλικά.

Η διήγηση της Αναστασίας γίνεται απολαυστική. «Τη δεκαετία του ’90 ο ελληνικός πολιτισμός στο εξωτερικό ήταν συνώνυμος τριών λέξεων: Σεξ, σουβλάκι και συρτάκι. Εμείς είχαμε την τρελή ιδέα – εμένα προσωπικά το άγνωστο πάντα με εξιτάρει – να ανεβάσουμε αυτό το κείμενο που γράφτηκε τη δεκαετία του ’60 και να δούμε πως αντιδρά το ξένο κοινό σε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει».

Από τότε μέχρι σήμερα η καλλιτεχνική διευθύντρια του Theatre Lab έχει ασχοληθεί με τουλάχιστον τριάντα έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων, σε επίπεδο παράστασης, ανάγνωσης κειμένου με τη μορφή αναλογίου ή μετάφρασης. Τί μπορεί να εμποδίζει τα κείμενα των νέων Ελλήνων συγγραφέων για την ίδια, από το να αφορούν ένα μεγαλύτερο κοινό, πέρα από το ελληνικό;

«Κάποια σύγχρονα ελληνικά θεατρικά έργα είναι εκπληκτικά» επισημαίνει. «Κάποια άλλα όμως δεν διαθέτουν την οικονομία που είχαν για παράδειγμα τα έργα των μεγάλων τραγικών. Δεν μιλάμε φυσικά για συγκρίσιμα μεγέθη. Ορισμένα σύγχρονα ελληνικά θεατρικά κείμενα πάσχουν από μια λεξιλαγνεία, μια προσπάθεια υπερεξήγησης ενώ θα μπορούσαν να είναι πιο περιεκτικά. Πολλοί ξένοι συνεργάτες μου το έχουν επισημάνει αυτό επίσης. Μετά είναι και το ζήτημα της μετάφρασης. Διακρίνουμε συχνά λάθη και κενά στις μεταφράσεις σύγχρονων ελληνικών έργων. Έτσι για να αποφύγουμε τις επισημάνσεις των ηθοποιών «μα γιατί αυτό το λέει ξανά ο συγγραφέας;», χρειαζόμαστε και μεταφραστές- εξαιρετικούς γνώστες και των δύο γλωσσών αλλά και σκηνοθέτες που θα κάνουν σεβαστές παρεμβάσεις ώστε να παρουσιαστούν αυτά τα έργα στο εξωτερικό».

Λίγο πριν από τη διακοπή στην επικοινωνία μας που ακολούθησε λόγω μερικών τεχνικών προβλημάτων, προλαβαίνει να συμπληρώσει: «Αν έκανα μια “σεζόν σύγχρονων ελληνικών κειμένων” σήμερα όπου θα ήθελα να μπορώ να πάρω την απόλυτη ευθύνη αυτού του εγχειρήματος, αρχικά θα τσέκαρα όλες τις μεταφράσεις των κειμένων με τους ίδιους τους μεταφραστές. Θα συνομιλούσα με τους συγγραφείς και θα τους ρωτούσα πόσο διατεθειμένοι είναι να ξαναδούμε παρέα το έργο τους. Να κοιτάξουμε τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε ενδεχομένως. Χρειάζεται δουλειά και ανταλλαγή ιδεών χωρίς κόμπλεξ. Και όταν λέω δουλειά εννοώ πως στην φράση “το έκανα” ενός ηθοποιού καλό είναι να ζητάς να το ξανακάνει. Χρειάζεται ορισμένες φορές αυτή η αυστηρότητα».

Όταν η σύνδεση μας αποκαθίσταται πλήρως η Αναστασία υπογραμμίζει μια σημαντική ανάγκη.

«Πρέπει να δημιουργηθούν ανοιχτές πλατφόρμες και να κάνουμε εποικοδομητική κριτική σε ό,τι νέο γράφεται. Να λέμε στα νέα παιδιά  “κάνε περισσότερη έρευνα και ξαναγράψτο” ή “αυτό που δημιούργησες έχει προοπτική αλλά μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερο αν ψάξεις και άλλο μέσα σου”. Αυτή η κριτική, το γνωστό feedback, μπορεί να σε κάνει καλύτερο. Η σχέση μεταξύ δημιουργών είναι σχέση ανταλλαγής και όχι σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Ας μάθουν οι νεώτεροι άνθρωποι πως αν κάνουν λάθος δεν τρέχει και τίποτα. Αρκεί να το κάνουν. Αν είναι όμως να αποτύχουν, ας αποτύχουν επικά. Και από εκεί θα ξεκινήσουν να μαθαίνουν».

Περισσότερα για το έργο της Αναστασίας Ρεβή μπορείτε να δείτε στους παρακάτω ιστότοπους.

www.anastasiarevi.co.uk

www.theatrelab.co.uk

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο