Μία συζήτηση με την Ακτίνα Σταθάκη

Χρήστος Καρανάτσης

Μεσόγειος. Η θάλασσα γύρω από την οποία αναπτύχθηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους, ιστορικά, πολιτισμούς του κόσμου.

2014 και η ίδια γεωγραφική περιοχή απασχολεί όσο ποτέ τα διεθνή μέσα για τις οικονομικοπολιτικές εξελίξεις και κοινωνικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σχεδόν στο σύνολο των κρατών που βρέχονται από τα νερά της διάσημης θάλασσάς της.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην άλλη πλευρά του Aτλαντικού, το όραμα μιας Ελληνίδας να συστήσει το σύγχρονο μεσογειακό πολιτισμό στο κοινό της Νέας Υόρκης και των ΗΠΑ αποτελεί μια ελπιδοφόρα και δημιουργικά εξελισσόμενη πραγματικότητα.

Χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά την τεχνολογία μηδενικού κόστους που εμπνεύστηκε το όνομά της από τις λέξεις «ουρανός» και «ομότιμος»(βλέπε Skype) συνομιλώ αυτή την φορά με την Ακτίνα Σταθάκη, την καλλιτεχνική διευθύντρια του Between the Seas Festival.

Αναρωτιέμαι τί ήταν αυτό που οδήγησε μια θεατρική ερευνήτρια και ηθοποιό να δημιουργήσει ένα, τέτοιου χαρακτήρα, φεστιβάλ.

Η Ακτίνα, με μια ευδιάκριτη ευγένεια στον τόνο της φωνής της, μου εξηγεί: «Το Between the Seas ξεκίνησε για διάφορους λόγους, τόσο προσωπικούς όσο και καλλιτεχνικούς. Ως Ελληνίδα που ζούσα και στον Καναδά και στις ΗΠΑ αισθανόμουν ότι οι καλλιτέχνες μεσογειακής καταγωγής και ιδιαιτέρως εκείνοι της Νότιας Ευρώπης, δεν είχαμε κάποια οργανωμένη πλατφόρμα έκφρασης για εμάς. Με τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα εδώ στις ΗΠΑ, ή θα είσαι αυτό που λένε visible minority (ορατή-αναγνωρίσιμη μειονότητα) και  θα υπάρχουν συγκεκριμένες διέξοδοι και πλατφόρμες έκφρασης για εσένα ή αλλιώς αν είσαι λευκός μη Αμερικάνος είναι πιθανότερο να συναντήσεις δυσκολίες μέχρι να βρεις τον χώρο σου και την κοινότητά σου.

Οπότε ήθελα να δημιουργήσω ένα πεδίο όπου άνθρωποι που αισθανόνταν ότι φέρουν μια διαφορετική κουλτούρα, μια διαφορετική καλλιτεχνική παράδοση θα είχαν τη δυνατότητα να συναντηθούν, να ανταλλάξουν απόψεις, να εκφραστούν. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ένιωθα πως εμείς οι καλλιτέχνες της Μεσογείου δεν γνωρίζουμε αρκετά καλά τι συμβαίνει, όσον αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα, στις γειτονικές μας χώρες. Για παράδειγμα, από λάθος μας ίσως, στην Ελλάδα είχαμε πολλές πληροφορίες για το τι συμβαίνει στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά για τις γειτονικές μας χώρες στη Μεσόγειο δεν έφταναν μέχρι πρόσφατα, πολλές πληροφορίες στη χώρα.

Ο τρίτος λόγος ήταν ότι προσωπικά αντιλαμβάνομαι τη Μεσόγειο σαν ένα χώρο με σημαντική παράδοση και ιστορία πολιτιστικών ανταλλαγών, μια περιοχή με τεράστιες δυνατότητες να λειτουργήσει ως πολιτικός, οικονομικός και πολιτιστικός χώρος ανταλλαγής και προόδου για όλα τα κράτη που ανήκουν σε αυτήν».

Στη συνέχεια μου εξηγεί τους πιθανούς λόγους που οι σύγχρονοι συγγραφείς της Μεσογείου, ίσως λόγω των πολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων των τελευταίων ετών, παρουσιάζουν παρόμοιους προβληματισμούς στα έργα τους και κοινά στοιχεία στο στυλ γραφής τους, ενώ μου μιλά και για το φετινό αφιέρωμα του φεστιβάλ σε τέσσερις συγγραφείς από την Συρία, το Κόσοβο, την Ισπανία και την Ελλάδα (Λένα Κιτσοπούλου).

Η κουβέντα μας οδηγείται, ως λογικό επόμενο, στο κατά πόσο είναι γνωστό το σύγχρονο ελληνικό θέατρο εκτός Ευρώπης. Τα λόγια της επιβεβαιώνουν την άμεση ανάγκη χάραξης μιας πιο εξωστρεφούς και οργανωμένης πολιτιστικής πολιτικής.

«Νομίζω ότι θα οφείλαμε και θα έπρεπε να έχουμε πολύ εντονότερη παρουσία στο εξωτερικό γιατί πιστεύω ότι έχουμε πολύ ενδιαφέρον θέατρο, και είναι κρίμα που δεν το βλέπεις να εκπροσωπείται πουθενά εδώ. Δεν ξέρω που αλλού στην Αμερική έχουν παρουσιαστεί δουλειές νέων Ελλήνων συγγραφέων ή θεατρικών ομάδων, ή για παράδειγμα, στα συνέδρια που έχω πάει μόνο μία φορά έχω δει άλλον Έλληνα θεατρολόγο να μιλάει για τα θεατρικά πράγματα στην Ελλάδα. Καταλαβαίνω ότι είναι και οικονομικό το θέμα – δεν υπάρχουν, ή μάλλον δεν δίνονται τα χρήματα  για να ταξιδέψουν οι καλλιτέχνες και οι θεωρητικοί ερευνητές που θέλουν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους – αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει.

Θεωρώ λοιπόν, πως μπορούν να ληφθούν πρωτοβουλίες και να παρθούν αποφάσεις ακόμα και σε κρατικό επίπεδο που δεν χρειάζονται λεφτά. Στις ΗΠΑ είμαστε τόσοι Έλληνες, αξιόλογοι νέοι άνθρωποι που δουλεύουμε με όρεξη και μεράκι χωρίς λεφτά ή με ελάχιστα χρήματα και θέλουμε να προωθήσουμε το σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Για την οργάνωση δεν χρειάζονται λεφτά. Χρειάζεται θέληση. Οι ιδιώτες ίσως θα έπρεπε να ασχοληθούν λίγο περισσότερο και να υποστηρίξουν την ελληνική δραματουργία. Για παράδειγμα σε εμάς, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών βοήθησε τη θεατρική ομάδα Κανιγκούντα να έρθει εδώ για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο Between the Seas. Αν τέτοιοι αντίστοιχοι οργανισμοί έστω και μια φορά τον χρόνο μπορούν κάνουν κάτι αντίστοιχο αμέσως αυτό θα υπάρξει διαφορά».

Επιμένω σε αυτό το ζήτημα, γιατί μοιάζει σαν ένα τεράστιο πρόβλημα με απλές λύσεις που ελάχιστοι έχουν προσπαθήσει να διαχειριστούν σε βάθος χρόνου στην Ελλάδα. Ρωτάω την Ακτίνα ποιος θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός λόγος που δεν επικοινωνείται η δουλειά των ημεδαπών δημιουργών στο εξωτερικό και ειδικά στην Αμερική.

«Ίσως ένα πρόβλημα είναι ότι εδώ στη Νέα Υόρκη δεν ξέρουμε ακριβώς ποιο είναι το κοινό μας. Δηλαδή για εμένα η ιδέα είναι να προσεγγίσουμε το αμερικάνικο κοινό και τους νέους ανθρώπους, όχι μόνο την ελληνική κοινότητα. Το κομμάτι εκείνο της ελληνικής κοινότητας που είναι εδώ από δεκαετίες δεν ξέρει τι συμβαίνει στην Ελλάδα όσον αφορά το πολιτιστικό κομμάτι. Οπότε χρειάζεται ένας καλός σχεδιασμός και να πούμε: «Ποιο είναι το κοινό μας; Σε ποιους θέλουμε να απευθυνθούμε; Πώς θέλουμε να το οργανώσουμε, ώστε να είμαστε πιο ελκυστικοί στο διεθνές κοινό ή σε νέους ανθρώπους εκτός του ελληνικού μπλοκ; Από την άλλη στην Ελλάδα η έννοια της πολιτιστικής διαχείρισης (culture management) με σύγχρονους όρους, δεν υπάρχει».

Ανάμεσα στις προτάσεις της είναι η δημιουργία ιστότοπων που θα προωθούν πιο οργανωμένα το σημερινό ελληνικό θεατρικό προφίλ, ή η επαφή με ξένους εκδοτικούς οίκους και πανεπιστήμια που ενδιαφέρονται να δημοσιεύσουν έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας.

Με αφορμή το τελευταίο συνεχίζουμε την κουβέντα μας, που έχει αρχίσει να ξεπερνά το ερώτηση-απάντηση μιας κλασσικής συνέντευξης, και συζητούμε τόσο για τα σύγχρονα ελληνικά έργα στα οποία η Ακτίνα διακρίνει μια μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση με το παρελθόν, μια απομάκρυνση από τη μίμηση έργων του αμερικανικού ρεαλιστικού θεάτρου ή του ευρωπαϊκού των προηγούμενων δεκαετιών, όσο και για το θέμα της διδακτορικής της διατριβής: «Σκηνικές αναφορές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στη μετά-Απαρτχάιντ εποχή στην Νότιο Αφρική».

Τη ρωτώ πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα.

«Ο λόγος που με ώθησε να κοιτάξω τις διασκευές αρχαίου ελληνικού δράματος στη Νότιο Αφρική, ήταν γιατί έχουν πολύ έντονο πολιτικό θέατρο στη συγκεκριμένη χώρα.Η περίοδος που ερεύνησα χαρακτηρίστηκε από τεράστιες κοινοτικές αλλαγές και αυτό που με ενδιέφερε είναι το πως η αρχαία ελληνική τραγωδία, σαν κείμενο, σαν φορέας ιδεών, ακόμα και σαν δομή, μπορεί να εκφράσει μια κοινωνία υπό διαμόρφωση. Την περίοδο που γεννήθηκε η τραγωδία, η Αθήνα είχε μια κοινωνία υπό διαμόρφωση, γιατί η δημοκρατία εγκαθιδρυόταν και αναπτυσσόταν. Μελέτησα λοιπόν τον παραλληλισμό. Πως μπορεί η τραγωδία να εκφράσει μια κοινωνία σε μεταβατική φάση.

Για πολλά χρόνια η προσέγγιση της τραγωδίας αφορούσε αισθητικούς πειραματισμούς με το είδος που ήταν και αξιόλογοι και παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Νομίζω πως πια μπορούμε να κοιτάξουμε την τραγωδία και από την πολιτική της πλευρά και τι μπορεί να μας προσφέρει σε επίπεδο νοήματος, ιδεών που σχετίζονται με τον ρόλο της συλλογικότητας, πως  δηλαδή μπορεί να παρέμβει το συλλογικό στοιχείο στη διακυβέρνηση της χώρας, στην διαμόρφωση μιας κατάστασης. Στη Νότιο Αφρική και στις σκηνικές προσεγγίσεις που είδα ο Χορός, για παράδειγμα, εξέφραζε πολύ έντονα και πραγματικά όλον αυτό τον κόσμο που ήταν υπό διαμόρφωση τότε».

Στη συνέχεια η Ακτίνα επισημαίνει τις διαφορές ανάμεσα στις συχνά πιο στυλιζαρισμένες απόπειρες του δυτικοευρωπαϊκού θεάτρου πάνω στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες σε σχέση με τον έντονα σωματικό διάλογο Χορού και πρωταγωνιστών που γνώρισε μέσα από την μελέτη των παραστάσεων στη Νότιο Αφρική, μια χώρα με πολλές διαφορετικές γλώσσες, λαούς και τρόπους έκφρασης.

Όταν η πινέζα της συζήτησης επιστρέφει στις ΗΠΑ και στο τώρα μου μιλά για το πότε συνήθως κατευθύνονται τα φώτα ενδιαφέροντος μιας τόσο μεγάλης χώρας στον σύγχρονο πολιτισμό μιας μικρότερης χώρας σαν την Ελλάδα. «Όταν υπάρχουν έντονες ανακατάξεις, κάποια μορφή κρίσης».

«Αφού μας κοιτάνε» σκέφτομαι, «ας τους δείξουμε». Η Ακτίνα συμφωνεί πως υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία που έχουμε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε αυτήν την περίοδο, αλλά υπογραμμίζει και την ανάγκη της διατήρησης μιας συνέχειας.

Ας μην ξεχνάμε εξάλλου, πως ο Freud και ο Lacan συμφωνούσαν πως οι καλλιτέχνες πάντα προπορεύονταν των υπολοίπων, στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τον λόγο και την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, το ζωτικό κέντρο κάθε θεατρικής πράξης.

 

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε τους ιστότοπους:

www.aktinastathaki.com

www.betweentheseas.org

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο