ΛΕΥΚΩΜΑ: Μηνάς Βιντιάδης – οι συγγραφείς απαντούν

 

Θυμάστε την πρώτη φορά που πήγατε θέατρο; Ποια παράστασή ήταν; Ή ποια ήταν η πρώτη παράσταση που θυμάστε;

Μια επιθεώρηση στο Παρκ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το 1970, καλοκαίρι. Eίχα έλθει παιδί από την Κάσο, μαγεύτηκα με τα φώτα, τις μουσικές, του πρωταγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, γέλασα πολύ με τον Βουτσά θυμάμαι. Αλλά, η παράσταση που με σημάδεψε ήταν στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το 1978, «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού», του Καμπανέλλη, σε σκηνοθεσία του Κουν. Από τότε είπα «το θέατρο είναι το ίδιο δυνατό με τη ζωή».

 

Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γράψετε θέατρο;

Γύρω στα 17, όταν αγόραζα μετά μανίας θεατρικά έργα από τη «Δωδώνη». Πίντερ, Μπέκετ, Ουίλιαμς και Άλμπι  ήταν οι πρώτοι που με συγκλόνισαν. Το αποτόλμησα στα 40 μου, μετά από… 1000 έργα που είχα διαβάσει και είχα δει στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

 

Ποια ήταν η σχέση σας με το θέατρο μέχρι εκείνη τη στιγμή;

Η σχέση του θεατή, αλλά και, αργότερα, του δημοσιογράφου που καταγράφει την εποχή του με το έργο που βλέπει πάνω στη σκηνή. Ίσως και μέσα από τη συγγραφή των μυθιστορημάτων μου καταλάβαινα μέρα με τη μέρα ότι θα οδηγηθώ σ’ αυτή τη μορφή έκφρασης.

 

Ποιο ήταν το πρώτο έργο που γράψατε;

Ένας μονόλογος με τίτλο «Τάρτα ροδάκινο», που θα σκηνοθετούσε ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη μου Δήμητρα Χατούπη, είχε αναγγελθεί μάλιστα. Τα προβλήματα με τη  στέγη του Μιχαηλίδη και το κλείσιμο του «Ανοιχτού Θεάτρου», εμπόδισαν την πραγματοποίησή του. Ο μονόλογος αυτός μετεξελίχθηκε στο έργο μου «Ζάχαρη πάχνη», που ελπίζω να δούμε κάποια στιγμή με τη Δήμητρα να δίνει τέλος σε μια πολύχρονη εκκρεμότητά μας…

 

Από που αντλείτε έμπνευση;

Από  πολλά πράγματα. Από την καθημερινότητά μου, τις εφημερίδες που διαβάζω, ιστορίες που μου λένε, εικόνες στο μετρό, μια λέξη.

 

Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διαδικασία συγγραφής που ακολουθείτε;

Σημειώσεις σ’ ένα τετράδιο, πρώτη γραφή με μαύρο μαρκαδοράκι σε Α4, πληκτρολόγηση στον υπολογιστή, εκτύπωση και βιβλιοδεσία, πολλές αναγνώσεις με κόκκινο στυλό, διορθώσεις στον υπολογιστή, νέα εκτύπωση, συζήτηση με τους αγαπημένους μου, νέες διορθώσεις, ανάγνωση με τον σκηνοθέτη, συζήτηση με τους ηθοποιούς, νέες διορθώσεις… ουφ, ποτέ δεν τελειώνει ένα έργο τελικά!   

 

Που γράφετε συνήθως;

Στο σπίτι και μερικές φορές σ’ ένα κοντινό καφέ.

 

Ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει τα έργα σας;

Συνήθως η σύντροφός μου και ο άντρας της αδελφής μου, ένας εξαίρετος ηθοποιός, ο Νίκος Χύτας, που είναι και πολύ αυστηρός μαζί μου.

 

Πόσο περιορίζουν ή ορίζουν τη συγγραφή ενός  θεατρικού έργου, οι τεχνικές δυσκολίες παρουσίασης του;

Κανονικά ο συγγραφέας πρέπει να γράφει χωρίς να σκέφτεται το πώς θα παρουσιαστεί το έργο του. Σίγουρα αν γράφει γι’ ανοιχτό θέατρο, ή για μια κρατική σκηνή ή ένα μικρό θίασο «δωματίου», επηρεάζεται στο πως θα βάλει τους ήρωες του να κινούνται.

 

Τα έργα σας γράφονται πρώτα μέσα σας;

Χρόνια ολόκληρα!

 

Πως βρήκε το πρώτο σας έργο το δρόμο του για τη σκηνή;

Το οφείλω σ’ ένα άνθρωπο του θεάτρου που εκτιμώ πολύ, τον Σωτήρη Χατζάκη, αγαπημένο μου φίλο πλέον, μέχρι τότε δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ από κοντά. Βρεθήκαμε το 2011 σε μια εκδήλωση -ήταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ- μας σύστησαν, ήξερε για τα βιβλία μου, με ρώτησε αν γράφω θέατρο, του είπα για τον «Κάτω Παρθενώνα», μου ζήτησε να του το στείλω και σε μια εβδομάδα μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι του άρεσε πολύ. Αυτό ήταν. Το έργο μάλιστα ανέβηκε τέσσερα χρόνια μετά, αφού ο Σωτήρης είχε πάει στο Εθνικό!

 

Πως νιώθετε όταν βλέπετε ένα έργο σας στη σκηνή;

Αγωνία, αγωνία, αγωνία!

 

Αγαπάτε κάποιο έργο σας περισσότερο;

Όχι, βέβαια. Είναι όλα τους παιδιά μου. Όπως δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις δυο πολυαγαπημένες μου κόρες Αντιγόνη και Εμμανουέλλα, έτσι δεν μπορώ ν’ αγαπήσω κάποιο από τα δέκα έργα που έχω ολοκληρώσει μέχρι στιγμής περισσότερο από τα άλλα.

 

Επιθυμείτε, επιδιώκετε τη συμμετοχή σας στη διάρκεια των δοκιμών;

Μόνο όταν με καλέσει ο σκηνοθέτης πάω στην πρόβα και κάθομαι σιωπηλός σε μια γωνιά. Πρέπει ο συγγραφέας να εμπιστεύεται απόλυτα τον σκηνοθέτη, αλλιώς ας πάει σε μια δραματική σχολή να σκηνοθετεί και να παίζει μόνος του τα έργα που γράφει!

 

Υπάρχει κάποιο έργο σας που δεν αγαπάτε;

Αυτό που δεν έχω τελειώσει ακόμα! Μετά θα το λατρέψω…

 

Οι ήρωες σας επανέρχονται στα έργα σας;

Μερικές φορές για να μου λύσουν απορίες σε σχέση με τους καινούργιους πρωταγωνιστές της φαντασίας μου…

 

Υπάρχει κάποιος ήρωάς σας που για κάποιο λόγο σας ακολουθεί;

Ο Βαν Γκογκ. Δέκα χρόνια τώρα γράφω και ξαναγράφω την «Έναστρη μέρα του Βικέντιου», διαβάζω και ξαναδιαβάζω ό, τι γράφεται για εκείνον, τον αγαπώ τόσο, γιατί είναι ο πιο ιδιοφυής και αδικημένος δημιουργός που «γνώρισα» ποτέ.

 

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας θεατρικός συγγραφέας;

Ο Μπέκετ. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι για μένα οδηγός. Α, και μια φράση του: «Οι λέξεις ήταν η μόνη μου αγάπη», έχει πει κι είναι μια μεγάλη αλήθεια…

 

Πιστεύετε ότι μπορεί να διδαχθεί η θεατρική γραφή;

Μια καλή ανάλυση του έργου του  Αριστοτέλη, ιδέες από όσα συμβαίνουν γύρω μας, συμβουλές από μεγαλύτερους, διάβασμα και ξαναδιάβασμα των κορυφαίων έργων της δραματουργίας, ταξίδια, μελέτη του αρχαίου δράματος και παρατήρηση. Είναι αυτά διδασκαλία;

 

Υπάρχει μια ιστορία που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας για κάποιο έργο σας;

Γράφω τώρα ένα έργο για έναν μανιώδη καπνιστή που προσπαθεί να κόψει το τσιγάρο. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα Ιατρείο Διακοπής Καπνίσματος και σ’ ένα ιατρείο ενός διάσημου βελονιστή. Θα ήθελα ιδέες, προσωπικές ιστορίες, κωμικές στιγμές  και… δράματα, από όσους φίλους του θεάτρου θα μας διαβάσουν. Στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση και θα είναι όλοι δίπλα μου στην πρεμιέρα!

Βιντιάδης

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο