Γιώργος Κιμούλης: Η υποκριτική δεν βγαίνει από την υποκρισία
Στην πρώτη συνέντευξη των «Αστερισμών» επιλέξαμε τον Γιώργο Κιμούλη. Που γεννήθηκε τον μήνα Σεπτέμβριο.
Ο Γιώργος Κιμούλης είναι ευφυής, αεικίνητος, υπηρέτης και κύριος της τέχνης του θεάτρου, κομψός στον λόγο, αιχμηρός και βαθύς στο νόημα. Έχει μια δυναμική που ως θεατή σε τοποθετεί -από μακριά- στη θέση σου, με ορθάνοιχτα μάτια, αυτιά, μυαλό και καρδιά. Για να καταλάβεις ότι το θέατρο είναι σπουδή. Το ίδιο κάνει και από κοντά. Σε κάθε συνέντευξη, σε κάθε κουβέντα. Σε τοποθετεί. Για να σκεφτείς.
Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα Παρασκευής, κάτω από το σπίτι του. Εκείνος, εγώ και ο Πάτροκλος. Πάντα ευγενής μας άνοιξε την πόρτα, μπήκαμε στο ασανσέρ και στο σύντομο ταξίδι της άνωσης στη ξηρά μέχρι τον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας σκεφτόμουν ότι πρωτίστως με ενδιαφέρει να τον ακούσω να μιλάει για την εποχή, για το σήμερα και το αύριο. Για τη θέση του πολιτισμού. Για την ιδέα. Και έτσι αρχίσαμε. Σαλπάραμε στα υψηλά νοήματα. Με τον άχρονο Γιώργο Κιμούλη.
Ποιο είναι το προφίλ του Νεοέλληνα σήμερα; Και ποια είναι η σχέση του με τον πολιτισμό;
Οι νεοέλληνες βρίσκονται σε μια περίεργη σχοινοβατική στάση. Από τη μία θεωρούν δεδομένο ότι αυτό το οποίο κινείται στον χώρο του πολιτισμού είναι γνωστό στους έξω από αυτή τη χώρα ζώντες, λόγω του παρελθόντος που υπάρχει, από την άλλη νιώθουν ένα είδος αποκλεισμού, γιατί οι «έξω» αμφισβητούν, από την εποχή του Φαλμεράιερ και μετά, τη σχέση τους με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αυτή η αμφισβήτηση ή η αμφιβολία έχει σχεδόν εισχωρήσει μέσα στο «DNA της σκέψης τους» παρόλο που αν κάποιος τους αμφισβητήσει αυτή τη συνέχεια κατά πρόσωπο θα θυμώσουν.
Ακροβατούν ή μου φαίνεται;
Ακροβατούν κι αδιαφορούν. Σ’ αυτήν την ακροβασία μάλιστα βρίσκεται κι η αδιαφορία, που πολλοί από τους νεοέλληνες έχουν για την ίδια τους τη χώρα. Ας επικεντρωθούμε όμως στο χώρο του πολιτισμού. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια οι περισσότεροι αδιαφορούν για την εξωστρέφεια που μπορεί να έχει ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, γιατί εκτός από το φαλμεραΐερινό σύνδρομο, που τους αναγκάζει να λένε κάθε τόσο «ποιοι είμαστε εμείς που θα μιλήσουμε, από τη στιγμή που οι πάντες σχεδόν αμφισβητούν για την ταυτότητά μας», κυριαρχεί μέσα τους η ηττοπάθεια ενός επαρχιωτισμού. Η περίφημη δικαιολογία ότι η ελληνική γλώσσα πλέον δεν είναι μια γλώσσα η οποία ομιλείται από πολλούς, υπάρχει λοιπόν πρόβλημα επικοινωνίας λένε, τους οδηγεί σ’ ένα ομφαλοκεντρισμό. Αυτό είναι μια δικαιολογία, που κατά τη γνώμη μου βολεύει τον νεοέλληνα μιας και αρέσκεται, αφού τον βολεύει, να ασχολείται με τον μικρόκοσμό του και όχι με τον μακρόκοσμο. Έτσι σιγά σιγά συσσωρεύεται και συρρικνώνεται σταματώντας στον θαυμασμό ή στις αντεγκλήσεις των ομότεχνων της χώρας μας. Από την άλλη δεν υπάρχει καμία πολιτική βούληση από το υπουργείο πολιτισμού όλων των κυβερνήσεων, ώστε να αλλάξει αυτή η νοοτροπία. Μπορεί να το συζητούν περί πολιτιστικής εξωστρέφειας, αλλά στην ουσία τίποτα δεν κάνουν.
Δηλαδή βρισκόμαστε σε «Ακρασία», κατά τον αριστοτελικό όρο;
Εγώ πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια «μετα – ακρασία». Ακρασία σημαίνει: «ξέρω τι θέλω και τι πρέπει να κάνω, αλλά δεν το κάνω». Πιστεύω όμως ότι ο νεοέλληνας αυτή τη στιγμή ούτε ξέρει ούτε θέλει να ξέρει τι πρέπει να κάνει. Μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιώ τον νεολογισμό της έννοιας «μετα – ακρασία». Η Ελλάδα, ως ένα δοχείο, αν θέλεις, τουριστικών επισκέψεων που νιώθουμε ότι είναι αυτή η χώρα, μας οδηγεί στο να πιστεύουμε εκ των προτέρων, πως αφού θα έρθουν εδώ, οι περαστικοί τουρίστες, θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν μαζί με τα αρχαία μνημεία και τα προϊόντα του νέου ελληνικού πολιτισμού. Και αρχίζουμε διάφορες ανόητες προσπάθειες, όπως το να «ψευδοδιαφημίζονται» κάποια έργα του σύγχρονου πολιτισμού στα διάφορα τουριστικά φυλλάδια μέχρι να φτιάχνουμε διάφορους υπότιτλους ή υπέρτιτλους στα θεάματά μας. Νομίζοντας πως έτσι κάνουμε αυτό που πρέπει. Ξεχνάμε όμως πως ο τουρίστας εδώ έρχεται για να κολυμπήσει στη θάλασσα, να γευτεί τον ήλιο και να επισκεφτεί κάποια μνημεία. Το ίδιο θα έκανε και σε άλλες χώρες, το ίδιο θα έκανε και στην Αβινιόν, το ίδιο θα έκανε και στο Εδιμβούργο, το ίδιο θα έκανε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αν αυτές οι χώρες δεν είχαν ενδιαφερθεί για τη δική τους εξωστρέφεια. Ένας ξένος σε μία χώρα παρακολουθεί έργα καλλιτεχνών του σύγχρονου πολιτισμού της χώρας που επισκέπτεται, επειδή έχει δει έργα αυτών των καλλιτεχνών στη δική του χώρα! Έχουν πάει εκεί οι καλλιτέχνες, έχουν ταξιδέψει εκεί με τα έργα τους! Άρα προηγείται, με λίγα λόγια, η προσπάθεια εξωστρέφειας του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Οφείλουμε εμείς να πάμε στον τόπο τους και όχι να νομίζουμε ότι μπορεί ο κάθε τουρίστας ή ο κάθε περαστικός σε αυτή τη χώρα να έρθει και να δει ένα καλλιτεχνικό έργο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό. Πολύ δε περισσότερο από τους υπουργούς πολιτισμού. Και η αιτία είναι γιατί το υπουργείο πολιτισμού ανέκαθεν ήταν το «παραπαίδι» της εκάστοτε κυβέρνησης. Παλαιότερα μάλιστα με τα «περιέργα κονδύλια», ήταν και το περίπτερο του εκάστοτε πρωθυπουργού. Δυστυχώς για τον κάθε υπουργό πολιτισμού, το υπουργείο αυτό ήταν σχεδόν πάντα ένα υπουργείο που ασχολείται με κάποιους καλλιτέχνες εκεί που τσακώνονται μεταξύ τους για τα καλλιτεχνικά τους προϊόντα και λίγο πιο δίπλα είναι και κάποιοι αρχαιολόγοι που τσακώνονται για τα δικά τους ευρήματα, που ευτυχώς αυτούς τους δεύτερους τους έχει αναλάβει το ΚΑΣ, το οποίο είναι ένα σχεδόν κράτος εν κράτει κι έτσι ο υπουργός ησυχάζει, μιας και δεν ασχολείται. Αυτή είναι η συνθήκη δυστυχώς. Κρίμα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
Πως κρίνετε το κράτος απέναντι στον πολιτισμό και την τέχνη την τελευταία 20ετία;
Τα τελευταία 20 χρόνια μία προσπάθεια έχει γίνει κατά τη γνώμη μου, δηλαδή μιάμιση. Η μια προσπάθεια είναι η προσπάθεια που έκανε ο Θάνος Μικρούτσικος, όπου για μένα ήταν ο μόνος υπουργός πολιτισμού με όραμα και μιλάω για όλη αυτή την προσπάθεια, και όχι μόνο, του «δίκτυου πόλεων» που προσπάθησε να οργανώσει. Έβλεπες πίσω από αυτό ένα όραμα. Σπάνιο για υπουργό πολιτισμού. Στη συνέχεια η προσπάθεια για να οργανωθεί το υπουργείο πολιτισμού με ένα οργανόγραμμα το οποίο, σκέψου!, ισχύει μέχρι και τώρα που μιλάμε, που έκανε ο Παύλος Γερουλάνος. Από ‘κει και πέρα ένα νέφος επικρατεί.
Με ποιον ήρωα θα παρομοιάζατε τον σύγχρονο Έλληνα;
Εγώ μπορώ να πω ότι σε έναν μόνο ήρωα θα έπρεπε να αναφερόμαστε, όπως είναι τώρα τα πράγματα. Κι αυτός είναι ο Σίσυφος. «Σισύφεια» είναι λοιπόν η στάση του Νεοέλληνα. Ή μάλλον οφείλει να είναι. Άντε πάλι από την αρχή, δηλαδή. Τράβα ξανά την ανηφόρα. Αυτό!
Ποια είναι η σχέση πολιτικής και θεάτρου;
Οι πολιτικοί κατ’ αρχάς πρέπει να ασχοληθούν με μεγαλύτερη σοβαρότητα με την γλώσσα μας και να καταλάβουν ότι η υποκριτική δεν βγαίνει από την υποκρισία. Να σταματήσουν να χρησιμοποιούν αυτή την την ανόητη φράση: «Σταμάτα να παίζεις θέατρο σε εμένα», εννοώντας «σταμάτα να μου λες ψέματα». Η υποκριτική βγαίνει από το ρήμα «αποκρίνομαι» που σημαίνει: «απαντώ ερμηνεύοντας» ή «ερμηνεύω απαντώντας». Είναι ο τρόπος με λίγα λόγια που θα πρέπει ο κάθε άνθρωπος να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται. Δεν έχει σχέση με το ψέμα, έχει σχέση μόνο με την αλήθεια. Και η α-λήθεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό το οποίο δεν πρέπει να βυθιστεί στη λήθη. Άρα θα πρέπει να σέβονται αυτήν τέχνη και όχι να έρχονται απλώς για να φωτογραφηθούν με κάποιους ηθοποιούς. Αυτό όμως απαιτεί έναν άλλον πολιτισμό και ένα άλλον αξιακό κώδικα. Απαιτεί να γνωρίζουν οι πολιτικοί πως είναι διανοούμενοι, οι οποίοι έχουν ιδέες. Πως έχουν όραμα για την κοινωνία και τους πολίτες της. Και το όραμα αυτό πάνω απ’ όλα είναι το να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι τη ζωή τους ως έργο τέχνης. Κι όχι να θεωρούν πως ο πολιτικός είναι ένας απλός διαχειριστής – λογιστής του οικονομικού τοπίου αυτής της χώρας.
Το θέατρο είναι εργαλείο αυτογνωσίας;
Αυτογνωσία; Μάλιστα… Έτσι πίστευα. Ξέρεις… ένας από τους πιο ωραίους στίχους είναι ο στίχος του Διονύση Σαββόπουλου «Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου δε θα βρεις τον εαυτό σου, αλλά όλους τους άλλους, τους μικρούς και τους μεγάλους» άρα όλο αυτό το… «εδιζησάμην εμεωυτόν», η αυτογνωσία που λες, αυτή η περίφημη καταβύθιση στον εαυτό μας, που γίνεται με την ελπίδα μπας και μάθουμε κάτι για εμάς, δεν ισχύει. Τους άλλους βρίσκουμε τελικά, όλους τους άλλους. Νεκρούς και ζωντανούς. Γι΄ αυτό και είπα «έτσι πίστευα». Τον εαυτό μας δεν τον βλέπουμε μέσα μας, έξω μας τον βλέπουμε. Στα βλέμματα των άλλων, και το σύνολο αυτού που είσαι το βλέπεις στο άθροισμα των βλεμμάτων των άλλων και αυτό ολοκληρώνεται δύο δεύτερα πριν φύγεις από την ζωή. Αλλά τότε δεν έχεις να την κάνεις κάτι αυτή τη γνώση. Αυτό το οποίο ίσως να κατορθώνεις μέσα από το θέατρο είναι, στην προσπάθειά σου να επιστρέφεις στα ίδια έργα που είχες παίξει πριν από κάποια χρόνια, να βλέπεις κάποια θραύσματα των μεταμορφώσεών σου – μιας και άλλος δεν γίνεσαι ποτέ, ίδιος μένεις πάντα. Ίδιος μες στις μεταμορφώσεις σου. Αν κάτι μαθαίνεις από το θέατρο επίσης είναι ότι ο οποιοσδήποτε ρόλος ή ο οποιοσδήποτε χαρακτήρας κατ’ αρχάς δεν υπάρχει. Ο ρόλος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο μεσολαβητής για να εμφανίσεις ανάλογα με τη δύναμη που έχεις – γιατί περί δύναμης ο λόγος – όλες τις μάσκες συμπεριφοράς που έχεις εντός σου. Γιατί ο καθένας από εμάς εντός του έχει όλες τις μάσκες που αναγνωρίζει στον έξω από αυτόν κόσμο. Να γιατί η η περίφημη ετυμολογία που γνωρίζουμε, ότι η «μίμηση» βγαίνει από το σανσκριτικό «μάγια» που σημαίνει «απάτη», κατά τη γνώμη μου δεν ισχύει. Είμαι φίλος περισσότερο με την ετυμολογία που δίνει ο Ησύχιος στην «μίμηση» ότι βγαίνει από το «μέμνησο» σαν κάτι να προστάζει την μνήμη σου με λίγα λόγια κι εσύ το φέρνεις απ’ τα έγκατα στο φως.
Υιοθετείτε ως σύντροφο τον ρόλο στην ζωή σας;
Δεν υπάρχει ρόλος, είπαμε. Έχω τη δύναμη – όταν την έχω – επάνω στην σκηνή να εμφανίσω τις μάσκες που μπορεί ακόμα και να μισώ. Πιο παλιά έλεγα σε συναδέλφους μου: «Ναι, καταλαβαίνω, πως ο Έλληνας δεν έχει βιώσει ούτε Αναγέννηση, ούτε Ρομαντισμό και αυτή η έλλειψη φαίνεται. Σας παρακαλώ όμως μην παίζετε λες και είστε ο Λάνσελοτ επάνω στο άλογό του, ο καλός και ηρωικός ιππότης, δεν έχετε μόνο πρώτα πράγματα, έχετε και δευτεράντζες». Και αυτές οι δευτεράντζες είναι ότι πιο σημαντικό υπάρχει στον χώρο της ποιητικής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτό όμως θέλει κότσια για να το δείξεις πάνω στη σκηνή. Να δείξεις δηλαδή το πόσο πραγματικά κακός μπορείς να γίνεις, το πόσο ζηλιάρης μπορείς να γίνεις, το σιχαμένο του εαυτού σου δηλαδή. Όχι για να το συγχωρέσεις, όχι για να το ηρωποιήσεις, ούτε για να το εξωραΐσεις, αλλά γιατί και αυτό – το δεύτερο του εαυτού μας – έχει την ποιητική του αξία. Γιατί είναι στοιχείο του ανθρώπου. Ξέρεις, στη ζωή μας μαθαίνουμε να συμπεριφερόμαστε με πέντε ή έξι μάσκες συμπεριφοράς μόνο. Με αυτές που μας έχουν επιβάλει, με αυτές που μας έχουν μάθει ή με αυτές που νομίζουμε ότι είμαστε συμπαθητικοί και αρέσουμε. Το θέατρο λοιπόν μας δίνει τη δυνατότητα να εμφανίσουμε όλες αυτές τις μάσκες με έναν πολύ απλό απώτερο σκοπό, το να δείχνουμε την πολυπλοκότητα και το πολυσύνθετο του ανθρώπινου όντος.
Η κριτική βοηθάει έναν καλλιτέχνη;
Η επαγγελματική κριτική όχι: από την στιγμή που οι κριτικοί δεν έχουν καταλάβει ποιος είναι ο βασικός τους ρόλος όχι απλώς δεν βοηθάει, γκρεμοτσακίζει και θρυμματίζει μια τέχνη που εκ φύσεως είναι θνησιγενής. Οι κριτικοί ουσιαστικά είναι οι ιστορικοί του μέλλοντος μιας θνησιγενούς τέχνης. Γι΄ αυτό υπάρχουν και είναι πολύ σπουδαία η δουλειά τους και αναλώνονται οι χαζοί σε ηλίθια παιχνίδια του αγοραίου τμήματος της αγοράς. «Είναι καλή να πάτε», «Είναι κακή να μην πάτε».
Διαβάζετε κριτικές;
Υπάρχουν κριτικοί οι οποίοι τηρούν κάποιους κανόνες ευγένειας. Είναι σαν κάποιον που θα σου πιάσει το χέρι σε μια δύσκολη στιγμή σου παρόλο που ο ίδιος δεν ζει με την ίδια ένταση αυτή τη δυσκολία. Και αυτό είναι τρυφερό, το έχεις ανάγκη. Γιατί όταν εκθέτεις τον εαυτό σου με τέτοια βιαιότητα έχεις ανάγκη μία τρυφερή κίνηση. Πολλοί ρωτούν περί ταλέντου και αν υπάρχει. Εγώ πιστεύω πως ταλέντο, όπως το εννοούν αυτοί, δεν υπάρχει…
Αλλά;
Υπάρχει μόνο δουλειά, τίποτε άλλο. Δουλειά και αφοσίωση. Και συμφιλίωση με την μοναχικότητα, όχι τη μοναξιά. Εννοώ την επιλογή του να είσαι μόνος. Ούτως ώστε να μπορείς να παρατηρείς τη ζωή συμμετέχοντας παράλληλα σ’ αυτήν. Χωρίς μεσολαβητές και χωρίς πολλούς δικούς σου ανθρώπους γύρω σου, που ουσιαστικά σε τραβούν δίπλα τους για να σε κρατούν μόνο για τον εαυτό τους. Το ταλέντο ουσιαστικά κατά τη γνώμη μου βγαίνει από το «τάλαντο», αλλά δεν είναι αυτό με το οποίο πληρώνεσαι. Είναι αυτό με το οποίο πληρώνεις, επειδή έχεις την έπαρση να εκθέσεις την ψυχή σου στο αγοραίο τμήμα της αγοράς. Πράγμα που δεν το κάνει σχεδόν κανείς. Και τότε σου λένε «έχεις την έπαρση να κάνεις κάτι τέτοιο; ε! θα το πληρώσεις», η αντοχή αυτής της πληρωμής είναι αυτό που λένε: «ταλέντο». Τόσο απλό. Όλα τα άλλα είναι σκληρή δουλειά και μελέτη.
Έχετε δει ανθρώπους να προοδεύουν με τα χρόνια δουλειάς; Με αυτή τη συνταγή;
Βεβαίως. Ό,τι καλύτερο βλέπουμε στον χώρο αυτό συνειδητά ή ασυνείδητα είναι μοναχοί.
Το θέατρο είναι σπουδή;
Μόνο! Είναι μια πνευματική εργασία από την αρχή μέχρι το τέλος. Η υποκριτική άρχισε να αποκτά την επιστημοσύνη της τέλη 19ου, αρχές 20ου αιώνα, γιατί μέχρι τότε δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα κείμενα τα οποία μιλούν περί υποκριτικής. Ντιντερό, Γκραιγκ, Άππια. Ελάχιστα. Αυτός ο οποίος προσπάθησε να βάλει τις βάσεις της υποκριτικής σε έναν δρόμο επιστημονικού τρόπου σκέψης ήταν ο Στανισλάφσκι. Κατ’ επέκτασιν οτιδήποτε υπάρχει σε αυτό το επίπεδο και σε αυτόν τον τομέα – δηλαδή υποκριτικής τέχνης και επιστήμης – είναι νεογνό. Είναι ενός αιώνα και κάτι.
Το θέατρο είναι επίκαιρο ή σύγχρονο;
Σύγχρονο. Αλλά κάποια έργα οφείλουν να είναι και επίκαιρα. Ας πούμε ο Αριστοφάνης οφείλει να είναι και επίκαιρος. Γιατί ο ίδιος ήταν επίκαιρος στην εποχή του. Ο ίδιος αναφερόταν σε συγκεκριμένα πρόσωπα με όνομα. Πρέπει λοιπόν εσύ να βρεις τις αντιστοιχίες. Γιατί αν χάσει αυτό το επικαιρικό, επιθεωρησιακό στοιχείο, χάνεται η μισή αξία του έργου του. Παρόλο που πολλοί υβριστικά αναφέρονται στην επιθεώρηση όταν μιλούν για τον Αριστοφάνη: «Το ανέβασε σαν επιθεώρηση», λένε. Επιθεώρηση με την έννοια του πολιτικού θεατρικού σχόλιου. Υπάρχει αυτό το στοιχείο της επιθεώρησης – για την ακρίβεια η επιθεώρηση πήρε και από εκεί – και ως προς την δομή της αλλά και ως προς το σχόλιο που έχει σχέση με την επικαιρότητα. Ο Αριστοφάνης είναι λες και ο Εμπειρικός να αποφάσιζε με την γλώσσα του «Μεγάλου Ανατολικού» να κάνει πολιτική επιθεώρηση. Υβριστής, αλήτης, απενοχοποιημένος από οποιαδήποτε ψευδοπροτεσταντική φοβία χρήσης λέξεων.
Ποιος είναι ο ευτυχισμένος άνθρωπος;
Θα μπορούσα να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση αν πίστευα στην ευτυχία και στην δυστυχία. Δεν πιστεύω ούτε στην ευτυχία ούτε και στην δυστυχία. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος δεν έχει έρθει σε αυτή την ζωή για να είναι ευτυχισμένος, ούτε για να είναι δυστυχισμένος. Έχει έρθει σε αυτή τη ζωή για να ζήσει. Αυτός ο οποίος κυνηγάει με νύχια και με δόντια την ευτυχία του κινδυνεύει να έχει περισσότερες δυστυχισμένες στιγμές από ευτυχισμένες. Γιατί δεν ζει. Ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που ζει την ζωή του. Είναι αυτός που δεν φοβάται τις δυστυχίες, αλλά ούτε κυνηγάει τις ευτυχίες.
Ζείτε τη ζωή σας;
Δεν απαντώ.
Πως ζει τη ζωή ένας άντρας που είναι πατέρας;
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι έτοιμοι να γίνουν γονείς και άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να γίνουν γονείς. Αν είσαι έτοιμος να γίνεις γονιός τότε αλλάζει ολόκληρη η ζωή σου. Είσαι έτοιμος να μάθεις δηλαδή τι σημαίνει «αγαπάω»- ασυναίρετο πάντα το ρήμα αυτό – έχεις μάθει, είσαι έτοιμος να μάθεις ότι «αγαπάω» σημαίνει «οφείλω». Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε μια ερωτική σου σχέση. Ακόμη και αν μιμηθείς ότι έχει μεταλλαχτεί ο έρωτας σε αγάπη. Το παιδί κουβαλάει κάτι πολύ βασικό: την ανάγκη ενός αδύναμου. Ενώ στην ερωτική σχέση έχει προηγηθεί μια άλλου είδους διαδικασία: έχεις γοητεύσει με τη δύναμή σου μπας και κατορθώσεις να αγκαλιαστεί η δική σου αδυναμία στον μέλλοντα χρόνο. Με το παιδί «δεν παίζει αυτό». Το παιδί εκ φύσεως είναι πιο αδύναμο από εσένα και έχει ανάγκη εσένα. Έχει ανάγκη ακόμη και την δύναμη που δεν έχεις. Και οφείλεις να του την προσφέρεις. Όχι για να το γοητεύσεις, αλλά για να είσαι εκεί, δίπλα του, όποτε αυτό θελήσει να γυρίσει το βλέμμα του σ’ εσένα. Αυτή η διαρκής οφειλή είναι η αγάπη που μπορεί να σου προσφέρει μόνο το παιδί.
Είστε αισιόδοξος άνθρωπος;
Εκ φύσεως. Έχω την εντύπωση ότι δικαίωμα στην ελπίδα έχει μόνον ο γνώστης του απέλπιδου.
Ποια είναι η σχέση σας με το χρόνο; Και τα «γενέθλια»;
Έχω γεννηθεί το 1956. Ένας εξηντάχρονος λοιπόν αυτό που βλέπει μπροστά του είναι μικρότερο από αυτό που βλέπει πίσω του. Άρα τα γενέθλια είναι σαν να είναι κάποιου άλλου. Σε κανέναν δεν αρέσουν τα γηρατειά όταν τα βιώνει ο ίδιος. Γιατί τα γηρατειά φέρνουν στοιχεία που δεν θες να έχεις. Σωματικά προβλήματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για μένα είναι το πρόβλημα της σχέσης σου με τον χρόνο. Λόγω της βραδύτητας, που αρχίζει να εμφανίζεται. Όταν το σώμα αργεί να ανέβει τα σκαλοπάτια και δεν τα ανεβαίνει με την ταχύτητα που τα ανέβαινε κάποτε, αυτή η βραδύτητα αρχίζει να επηρεάζει και τον τρόπο της σκέψης σου. Και για έναν άνθρωπο που δυστυχώς δεν έχει χρησιμοποιήσει τόσο τα χέρια του για να δημιουργήσει ένα έργο, όσο την σκέψη του, είναι σαν να ευνουχίζεται σύνολη η ύπαρξή του. Άρα τα γενέθλια ως ημερομηνία ή ως χρονική εορτάσιμη περίοδος δεν είναι κάτι το οποίο με ευχαριστεί.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα μας.
Κι εγώ.
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Συνεντεύξεις