Αργύρης Φασούλας: Μια συνάντηση για την ΠΟΜΟΝΑ

Αγγελική Πούλου

Ο άντρας που καπνίζει μες στο καταμεσήμερο τα δάχτυλά του. Η Κική που μετράει συλλαβιστά τα στρώματα του αέρα. Η κόρη που σκότωσε και φύτεψε τη μητέρα της. Ο Γιούλης στον Επιτάφιο, στην πλατεία, όπου είχι πλακωσ’ όλη η Λαρ’σα. Ο Τάσσος ο Βίγκας καθισμένος στο σαράβαλο του ήλιου. Η Χρύσα και τα ασάλευτα ψάρια που στάζουν πηχτά απ’ τα χείλη της. Ο Γιώργος ο Ζίτσιος που κλαίει πάνω απ’ το πρόβατό του. Είναι οι ήρωες που μας παρουσιάζει ο Αργύρης Φασούλας στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο ΠΟΜΟΝΑ (εκδόσεις Μάγμα 2021). Πομόνα λέγεται η αντλία που τραβάει νερό για τα ποτίσματα. Η επαφή του ίδιου με τη γη έχει ενδιαφέρον, όντας ερευνητής αρχαιολόγος, με έμφαση στα προϊστορική τέχνη αλλά και με καταγωγή από τη γόνιμη Θεσσαλία.  Οι οκτώ ήρωες των ισάριθμων διηγημάτων του βιβλίου είναι τσακισμένοι και με τις ιστορίες τους θέτουν τον κόσμο σε πειραματική αταξία. Πυκνές εικόνες ξεπηδούν μέσα από θραύσματα καθημερινής ζωής, γεμάτης αφόρητη υπαρξιακή αγωνία.

Οκτώ ιστορίες-ωδή στην προφορικότητα. Τα πάντα ξεκινάν απ’ την εικόνα και την αίσθηση. Διηγήματα που σπαρταρούν, προσωπικές αφηγήσεις, σαν σκηνικοί μονόλογοι. Μακάρι η ΠΟΜΟΝΑ να βρει τον δρόμο της και στη θεατρική σκηνή, συμμετέχοντας στην αναζήτηση νέων δραματουργιών και στην ανανέωση του σκηνικού λόγου.

Υπάρχει μια τάση στην τέχνη (μουσική-θέατρο-λογοτεχνία) επιστροφής στο τοπικό, το παρελθόν, το παραδοσιακό, το λαογραφικό. Η Πομόνα αν και εν πρώτοις μοιάζει να συνομιλεί με όλο αυτό το ρεύμα, θα έλεγα ότι στην ουσία της διαφοροποιείται.

Είναι πολύ μεγάλο θέμα αυτό… Συμφωνώ με τη διαπίστωση, υπάρχει όντως εδώ και πάνω από μια δεκαετία μια τέτοια τάση. Απ’ την άλλη όμως είναι λάθος να νομίζουμε ότι η τέχνη σταμάτησε κάποια στιγμή ν’ ασχολείται με την παράδοση κι ερχόμαστε εμείς δήθεν να την ανακαλύψουμε. Στη μουσική για παράδειγμα, το δημοτικό τραγούδι δεν σταμάτησε ποτέ, οι παραδοσιακοί μουσικοί πάντοτε έπαιζαν κι εξακολουθούν να παίζουν τα ίδια και τα ίδια τραγούδια. Αλλά και οι λεγόμενοι «λόγιοι» καλλιτέχνες έχουν κατά καιρούς σκύψει πάνω απ’ την παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό με πολλή αγάπη και εξαιρετικά γόνιμο τρόπο –δεν νομίζω ότι μπορεί να τα ξεχνάει κανείς αυτά τα πράγματα. Η ελληνική λογοτεχνία ανδρώθηκε μέσα στην αγωνία αυτή, της σχέσης μας δηλαδή με την παράδοση. Αυτό που μοιάζει να έχει αλλάξει παρόλα αυτά, είναι ο τρόπος προσέγγισης της παράδοσης. Μου φαίνεται πως έχει «τουριστικοποιηθεί» σε μεγάλο βαθμό, δεν βλέπω κάποια αγωνία πλέον, κάποια αληθινή αναζήτηση. Απλώς χρησιμοποιούμε σχήματα και μορφές, εν είδει πρότζεκτ, χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Υπάρχει μια αμηχανία πίσω απ’ αυτό βεβαίως και μια ρηχότητα, επιτηδευμένη πολλές φορές. Δεν συμφωνώ ότι δείχνει υγεία τούτη η αποστασιοποίηση, ότι φανερώνει δήθεν μια λύτρωση απ’ τα βαρίδια του παρελθόντος ή κάποια απενοχοποίηση, όπως λέγεται συχνά. Επιπολαιότητα είναι.

 

Εκτός, λοιπόν, από τον Θεσσαλικό κάμπο, που υπάρχει ως μοτίβο, ποιες άλλες είναι οι επιρροές σου θα έλεγες ως αναγνώστης/συγγραφέας; Είναι και ο υπερρεαλισμός σωστά;

Ναι. Και ο υπερρεαλισμός, αλλά και ο μοντερνισμός γενικότερα, αν και οι πρώτοι συγγραφείς που αγάπησα πάρα πολύ ήταν ο Χόφμαν, ο Μέλβιλ, ο Μάτσουριν, ρομαντικοί δηλαδή περισσότερο. Γενικώς, δεν έχω πολύ «ειδικά» γούστα. Δεδομένου ότι μόνο και μόνο για τα βασικά χρειάζεσαι μια ολόκληρη ζωή, προτιμώ τη μεγάλη ξένη λογοτεχνία κυρίως -την ελληνική λίγο λιγότερο. Προσπαθώ να διαβάσω τουλάχιστον κάποια απ’ τα σημαντικότερα έργα, γιατί όλα είναι δυστυχώς αδύνατον. Ακόμα και αν δεν σου «ταιριάξει» καταρχάς κάποιο απ’ αυτά τα έργα -από πλευράς ύφους ας πούμε- είναι τέτοιο το βάθος των ιδεών και η ποιότητα των συγγραφέων αυτών που δεν μπορεί να σε αφήσουν ασυγκίνητο. Κι άλλες τέχνες βέβαια λειτουργούν ως έμπνευση, όχι μόνο η λογοτεχνία: είναι η μουσική, η ζωγραφική, το σινεμά -δεν είναι ξένα μεταξύ τους όλα αυτά.

 

Έντονη η προφορικότητα στα διηγήματα. Ποια η σχέση και η θεώρησή σου για αυτή; Γνωρίζω ότι σε αφορά πολύ ο προφορικός πολιτισμός, η προφορική παράδοση, τόσο στη μουσική όσο και ως πρακτική η «εξιστόρηση», η προφορική επικοινωνία.

Για μένα το γράψιμο πρέπει να γίνεται με το στόμα -το ‘χει πει ο Γουίλλιαμ Γκας αυτό. Ότι δηλαδή πρέπει να γράφεις για το αυτί και όχι για το βλέμμα. Το πιο σύνηθες είναι να γράφει κανείς αδιαφορώντας για τον ρυθμό, για τον τρόπο που ηχεί το κείμενο. Και βεβαίως ως αναγνώστης εάν επιχειρήσεις να διαβάσεις φωναχτά αυτά τα κείμενα, το αποτέλεσμα είναι άθλιο. Κι εδώ είναι η ουσία νομίζω. Ο προφορικός λόγος έχει περιεχόμενο εξωλεκτικό, έχει παύσεις, έχει επαναλήψεις, λάθη, εντάσεις. Όλα αυτά στο γραπτό χάνονται εάν δεν φροντίσεις να τα λάβεις υπόψιν σου. Και το να τα λάβεις υπόψιν σου πάλι δεν είναι καθόλου εύκολο. Για τους ανθρώπους που αφηγούνταν ιστορίες, ειδικά παλιότερα, όλο το ζουμί ήταν ο τρόπος της αφήγησης, και για τον ίδιο τον αφηγητή και για τους ακροατές. Την ιστορία, πολλές φορές, την ήξεραν όλοι και παρόλα αυτά τον έβαζαν τον άλλον να την ξαναδιηγηθεί γιατί τους άρεσε να τον ακούν. Όπως και τα παιδιά με τα παραμύθια δηλαδή, ζητάν να τους λες ξανά και ξανά τα ίδια, ιστορίες που έχουν ακούσει χιλιάδες φορές. Γιατί; Γιατί η ευχαρίστηση που αντλούν έγκειται στην ίδια τη γλώσσα, στην αφήγηση δηλαδή, στη χρήση του λόγου. Αυτό, κατ’ εμέ, είναι θεμελιώδες για τη λογοτεχνία. Και για τις υπόλοιπες τέχνες εδώ που τα λέμε το ίδιο είναι. Πόσοι ζωγράφοι για παράδειγμα δεν έχουν ζωγραφίσει τα ίδια μυθολογικά ή αγιογραφικά θέματα με τρόπο ωστόσο εντελώς πρωτότυπο και πραγματικά αξιοθαύμαστο! Στην αρχαία Αθήνα οι άνθρωποι που πήγαιναν θέατρο ήξεραν τι παν να δουν -οι μύθοι ήταν γνωστοί! Και μάλιστα υπήρχε κι ο λεγόμενος προαγώνας, όπου πριν από την παράσταση μαζευόταν όλος ο κόσμος στο Ωδείο και ενημερώνονταν συγκεκριμένα για τις υποθέσεις των έργων. Τι έμενε λοιπόν; Ε, αυτό το οποίο έμενε είναι, σε μεγάλο βαθμό, η ουσία της τέχνης, κατά τη γνώμη μου.

 

Ασχολείσαι ως ερευνητής με την αρχαιολογία.  Η επιστημονική σου αυτή πορεία σε βοηθά να προσεγγίζεις επίσης το ερώτημα «πώς να κατοικήσουμε στον κόσμο;» Κάτι, δηλαδή, που μοιάζει να κάνεις με την ΠΟΜΟΝΑ-παράγεις μια αφήγηση, ένα βλέμμα για τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο. 

Αυτό έχει να κάνει με τη συγκρότηση μιας αφήγησης με άξονα θεμελιώδη ανθρώπινα ερωτήματα. Δεν είναι μόνο η αρχαιολογία, ούτε μόνο η λογοτεχνία. Όλη η επιστήμη και όλη η τέχνη κανονικά με αυτά τα ζητήματα ασχολούνται. Και λέω «κανονικά» καθώς σήμερα είναι τέτοια η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα και στην επιστημονική έρευνα, αλλά και στην καλλιτεχνική δημιουργία που συχνά χάνουμε απ’ τον ορίζοντά μας αυτήν την τόσο βασική διεκδίκηση της οικουμενικότητας. Η αξίωση της οικουμενικότητας είναι απαραίτητη όταν κανείς θέτει τέτοιας φύσεως ερωτήματα σαν αυτό που μου κάνατε: «ποια είναι η θέση μου στον κόσμο;», ειδάλλως η αναζήτηση δεν αφορά παρά μόνον εμένα, άρα και η απάντηση. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν είναι δείγμα αλαζονείας (είτε επιστημονικής, είτε καλλιτεχνικής) το να εργάζεται κανείς με μια τέτοια ευθύνη κατά νου. Το αντίθετο θα έλεγα, είναι δείγμα ανθρωπιάς και ταπεινότητας. Διότι κατανοεί ακριβώς ότι η τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης τον ξεπερνάει κι ότι το βάσανο της ύπαρξης είναι κοινό. Και βέβαια, με τον τρόπο αυτό, γίνεται και η μοναξιά μας λίγο λιγότερο ανυπόφορη.

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο