Scarbo του Γιάννη Μανταφούνη.

Ποιητικές διασχίσεις ανάμεσα στην τέχνη και το πραγματικό

 

Τελευταία παράσταση του φεστιβάλ χορού Καλαμάτας, το Scarbo του Γιάννη Μανταφούνη. Ένα βαθιά προσωπικό και εύθραυστο σόλο της Manon Parent  που αξιοποίησε το συναίσθημα, ή μάλλον μια παλέτα συναισθημάτων, χωρίς να γίνεται ποτέ «μελό». Σε ένα άδειο σκηνικό με λευκό πάτωμα η Parent ξεκινά να χορεύει με το αναγνωρίσιμο ιδίωμα της χορογραφικής μεθοδολογίας του Μανταφούνη. Απομακρύνεται έπειτα από τη σκηνή, πλένει μεταξύ άλλων το πρόσωπό της με νερό από έναν πλαστικό γκρι κουβά, κουβαλά ένα σακίδιο και χορεύει ξανά. Έπειτα φέρνει στη σκηνή δύο καρέκλες, κάθεται στη μία, πίνει νερό, μας προσφέρει μία ριζογκοφρέτα, αφηγείται μία προσωπική -τραυματική ιστορία, πετά με φόρα πλαστικές καρέκλες στη σκηνή, χορεύει ξανά, τραγουδά. Κρατά προσοχή μας αμείωτη για σαράντα πέντε λεπτά χωρίς να μας καθηλώνει μαγεμένους. Διατηρεί σε όλη τη διάρκεια μια αδιόρατη και ισορροπία μετέωρη ανάμεσα στην υλικότητα και το λυρικό, τη δράση και την ποίηση, το «αληθινό» που υπερβαίνει τη σκηνή και εκείνο που ανήκει στον κόσμο της παράστασης.

Ένα έργο όπου η μορφή και το περιεχόμενο ήταν εξίσου με τρυφερότητα φροντισμένα. Ο χορός, η αφήγηση και το τραγούδι, που η Parent εκτελεί με αρτιότητα (έχει σπουδάσει εξίσου χορό και μουσική) φανερώνονται να είναι φτιαγμένα από το ίδιο «υλικό». Ένα υλικό που δεν ανήκει στον κόσμο των «ονείρων» αλλά διασχίζει και διασχίζεται από το πραγματικό.

Τα όρια άλλωστε ανάμεσα στην καλλιτεχνική χειρονομία, όπως τις στιγμές που χορεύει, και τις κυριολεκτικές πράξεις, όπως όταν φυσά τη μύτη της, ή τρώει μια ριζογκοφρέτα προτείνοντας μας να πάρουμε και εμείς μία, παραμένουν ρευστά και πορώδη, χωρίς να είναι φορτισμένες από συμβολισμούς.

Το αμήχανο γέλιο κάποιων θεατών όταν έτεινε το χέρι της προς το μέρος μας με το ανοιχτό σακουλάκι, καθώς και η μη ανταπόκριση σε αυτό από κανέναν, εμφάνισε, για λίγο, τις ρωγμές αλλά και τις εντάσεις που ενυπάρχουν στον «χώρο» ανάμεσα στον κόσμο της παράστασης και εκείνον της συνηθισμένης εμπειρίας. Σε ποιόν άραγε από τους δύο κόσμους η Parent, πετάει με μανία τις καρέκλες; και είναι εκείνη τη στιγμή ερμηνεύτρια ή «εαυτός»;

Οφείλει ακόμη κλείνοντας, να σημειώσει κανείς τον τρόπο που δραματουργικά λειτούργησε η μουσική. Η Parent  χόρεψε τη μουσική των Maurice Ravel και Claude Debussy χωρίς να τις ακολουθεί. Συνομίλησε μαζί τους και με έναν τρόπο μη προφανή αναδεικνύοντάς -στη διάρκεια των δύο έργων- τα εκφραστικά (δυναμικές, χρωματισμοί, ηχοχρώμαντα) και δομικά τους στοιχεία ( ρυθμικές και μελωδικές φράσεις, μοτίβα, μορφή). Εξαιρετική επιλογή το κλείσιμό της παράστασης με το τραγούδι Jesus Blood never failed me yet. Η περφόρμερ ξεκίνησε να το τραγουδά a capella, για να «μπλεχτεί» έπειτα τη φωνή της με εκείνη του άστεγου από την ηχογράφηση του έργου του Gavin Bryars (1971).

Η επιλογή αυτού του τέλους επικύρωσε την αίσθηση των συνεχών διασχίσεων ανάμεσα στο πραγματικό και το καλλιτεχνικό. Επέτεινε το συν-αίσθημα (affect), τη συγκίνηση και -ίσως έτσι- την ενσυναίσθηση, κάνοντάς μας σιωπηλά να αναλογιστούμε τη δική μας τοποθέτηση στα «πράγματα» εξίσου της τέχνης αλλά και της ζωής.

Τεκτονίδου Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο