Ο Τζο Ντι Πιέτρο (Νιου Τζέρσεϋ, 1961) είναι ο συγγραφέας του Μέμφις (2002), βραβευμένο με Τόνι ως το καλύτερο μιούζικαλ (2010) και, μεταξύ άλλων επιτυχιών του Μπρόντγουεη, του Έξυπνα, μικρά ψέματα (2013). Το Fucking Men (2008) αποτελεί διασκευή του πασίγνωστου έργου του Άρθουρ Σνίτσλερ Ερωτικό γαϊτανάκι ή La ronde (1897) που δημιούργησε θόρυβο για την προκλητικότητά του την εποχή του, έργο το οποίο συνεχίζει να παρουσιάζεται συχνά ακόμη και στην ελληνική σκηνή. Πρόκειται για ένα έργο που συνήθως παίζεται από δύο ηθοποιούς -έναν άνδρα και μια γυναίκα- οι οποίοι εναλλάσσονται με ταχύτατους ρυθμούς αναλαμβάνοντας όλα τα πρόσωπα που αποτελούν το ερωτικό γαϊτανάκι καθώς παρακολουθούμε την επόμενη ερωτική συνάντηση του ενός εκ των δύο με έναν άλλο παρτενέρ έως ότου ο κύκλος κλείσει στο πρόσωπο που εμφανίζεται στην πρώτη συνάντηση.
Η διασκευή του Τζο Ντι Πιέτρο μεταφέρει αυτή τη σειραϊκή αλλαγή συντρόφων σε ομοφυλόφιλο περιβάλλον έχοντας έτσι την ευκαιρία να προσθέσει νέες προβληματικές από εκείνες που έθιγαν οι ετεροφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις (και απιστίες), δίνοντας μια παρεμφερή προς τις τελευταίες εικόνα ερωτικής συμπεριφοράς αλλά και τονίζοντας τις όποιες ομοφυλόφιλες ιδιαιτερότητες αλλά και τη χαρακτηρολογία των προσώπων. Τελικά, στον ομοφυλόφιλο ή ετεροφυλόφιλο έρωτα, ισχύει αυτό που θα πει ένα από τα πρόσωπα με το δικό του λεκτικό ύφος: «Γιατί οι άντρες ζητάνε να γαμιούνται με αγνώστους; Γιατί είναι σούπερ γιόλο. Σούπερ γιόλο. Αυτό μόνο, τελεία και παύλα». Μόνο που στο έργο του Σνίτσλερ, με άλλο λεκτικό, φαίνεται να ισχύει το ίδιο και για τις γυναίκες.
Στο κείμενο (που στην ελληνική εκδοχή του μπαίνει ο υπότιτλος: «γαμώντας άντρες») παρελαύνουν διάφορες τυπολογίες ανδρών: ο στρατιώτης (Άρης Βέβης) που θα δοκιμάσει για πρώτη φορά ομοφυλόφιλο έρωτα με εκδιδόμενο νεαρό (Νίκος Μέλλος) και θα «εθιστεί» στον στοματικό έρωτα συχνάζοντας πλέον στα γυμναστήρια όπου θα συναντήσει τον άρτι χωρισμένο, κολλημένο στο τηλέφωνο Λούκα (Θαλής Πολίτης)˙ ο οποίος σε λίγο θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον απελευθερωμένο ερωτικά φοιτητή (Βλάσσης Χρυσικόπουλος) στου οποίου το σπίτι βρίσκεται για να του κάνει ιδιαίτερα αλλά θα υποκύψει τελικά στις διαθέσεις του καταλήγοντας να συζητάει με τη μητέρα του ˙ ο απογοητευμένος από τον σύζυγό του Ηλίας (Ορφέας Γεωργίου) που θα βρεθεί με τον ίδιο φοιτητή που φαίνεται ότι γνωρίζει από το ίντερνετ αλλά και στο σπίτι του με τον σύζυγό του Ανδρέα (Νίκος Σαμουρίδης) ο οποίος τον απατά πράγματι με πρώτη ευκαιρία όπως τώρα, ενθουσιασμένος από τη γνωριμία του με νεαρό πορνοστάρ (Γιώργης Παρταλίδης) στον οποίο θα προτείνει να τον συντηρεί σε ωραίο διαμέρισμα ˙ εκεί όπου εκείνος θα συναντηθεί με τον έχοντα πρόωρη εκσπερμάτιση συγγραφέα Μπίλλυ (Βασίλης Λιάκος) ο οποίος, με τη σειρά του, θα ενθουσιαστεί με το ενδιαφέρον που του δείχνει ο βραβευμένος σταρ (Περικλής Ασημακόπουλος), οικογενειάρχης ο οποίος φοβάται μήπως αποκαλυφθεί η ομοφυλοφιλία του αλλά δεν θα διστάσει να συνευρεθεί και με τον δημοσιογράφο (Γιώργος Κυριακόπουλος) που του παίρνει συνέντευξη ενώ ο τελευταίος, πενθώντας σιωπηλά για τον σύντροφό του και κλείνοντας τον κύκλο, θα βρεθεί ερωτικά με τον εκδιδόμενο, φτωχό νέο της αρχής στον οποίο θα κάνει ένα μεγάλο χρηματικό δώρο.
Ζητήματα όπως το AIDS αλλά και οι οροθετικοί που συνεχίζουν τη ζωή τους, ο φόβος του «outing» και η ανάγκη της κρυφής ερωτικής ζωής διασήμων, η απιστία στα παντρεμένα ζευγάρια ως αναγκαία συνθήκη της μακρόχρονης συμβίωσης, η ερωτική διέγερση από κάποιον διάσημο (οσκαρικό ή πορνοστάρ, αδιάφορο), η άνευ ορίων σεξουαλικότητα ανεξάρτητα από τον παρτενέρ αλλά και η εγκράτεια, αυτά και πολλά άλλα θίγονται κατά τη σκιαγράφηση των συναντήσεων με κυρίαρχο όπλο το χιούμορ ακόμη και στις πλέον συγκινητικές αντικειμενικά σκηνές.
Πράγματι, ο Αντώνης Γαλέος που ανέλαβε τη μετάφραση – διασκευή, προσαρμόζοντας κάποια στοιχεία στην ελληνική πραγματικότητα, σκηνοθέτησε με χιουμοριστική ματιά την παράσταση, προσθέτοντας στις εύστοχες λεκτικές αποδόσεις του ανάλογες σκηνικές σωματοποιήσεις. Η σκηνή περιορίστηκε σε ένα τετράγωνο που περιέβαλλαν από τις τέσσερις μεριές οι θεατές θυμίζοντας ένα (ερωτικό) ρινγκ. Στις τέσσερις γωνίες άλλωστε κάθονταν πάντα ηθοποιοί που παρακολουθούσαν το επί σκηνής εκάστοτε ζευγάρι, επιτελώντας συχνά ρόλο «βοηθητικών» προσώπων που φρόντιζαν να φέρουν (ορατοί-αόρατοι) κάποια σκηνικά αντικείμενα ή να παρέμβουν με κάποιον διακριτικό τρόπο, ακόμη και με ήχους.
Η μάχη που δινόταν στο ρινγκ-σκηνικό των Έμιλυς Ονησιφόρου και Βασίλη Βλασταρά, ωστόσο, είχε να κάνει πρώτιστα με μαξιλάρια, υφάσματα, ημίγυμνα ή και γυμνά σώματα ενώ οι ερωτικές πράξεις έπαιρναν χορευτική αν όχι γυμναστική μορφή από πράγματι ικανούς νεαρότατους ηθοποιούς (χορογραφίες των Άλεξ Γκόντοβου και Νίκου Σαμουρίδη) με αποκορύφωμα εκείνη των Ανδρέα και πορνοστάρ ντυμένων με ολόσωμες χρωματιστές φόρμες που έκρυβαν ακόμα και τα κεφάλια τους, δίνοντας το πλήρως απρόσωπο της ερωτικής τους συνεύρεσης. Τα σύγχρονα κοστούμια της Κωνσταντίνας Ελευθεράκου έδιναν το χαρακτηριστικό κοινωνικό στίγμα του κάθε προσώπου, τονίζοντας κάποιες φορές την υπερβολή του, όπως εκείνο του φοιτητή, συμβάλλοντας στη χιουμοριστική προσέγγιση της σκηνοθεσίας. Ωστόσο, ακόμη και τα κάποια γυμνά σώματα εμφανίζονταν σε τέτοιες στιγμές ή καταστάσεις που δημιουργούσαν εικαστικότητα παρά σαρκικό ερωτισμό. Καθώς, δανειζόμενος τον όρο του σκηνοθέτη, αυτό που προβάλλεται περισσότερο στο έργο είναι η «συναισθηματική πορνογραφία» των προσώπων τα οποία φέρουν ταυτόχρονα επάνω τους την ντροπαλοσύνη απέναντι σε έναν ερωτισμό που εξακολουθεί να φέρει το στίγμα του ντροπιαστικού.
Η μουσική των Μιχάλη και Παντελή Καλογεράκη ήταν καθοριστικής σημασίας για την ατμόσφαιρα της παράστασης. Μια παράσταση η οποία, παρά το «τολμηρό» της θέμα και τα κρίσιμα ζητήματα που θίγει, προσέλαβε, χάρη στη σκηνοθεσία της, μια πικάντικη αθωότητα, αυτήν ακριβώς που εκπέμπουν τα δέκα αγόρια ριγμένα ανάκατα στις μαξιλάρες στην αρχή όσο και στο φινάλε της παράστασης. Η παράσταση παίζεται στον πάντα φιλόξενο για εναλλακτικές προτάσεις χώρο του Πολυχώρου Vault.
Οι φωτογραφίες είναι της Χριστίνας Φυλακτοπούλου.
Τσατσούλης
Απόψεις