Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου

της Ειρήνης Μουντράκη

Θυμάμαι πάντα με ιδιαίτερη αγάπη την πρώτη σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου. Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στο Θέατρο Χώρα για το Εθνικό Θέατρο, το 2006. Καθαρή ματιά, μια ποίηση ανέβλυζε μέσα από τη σκληρότητα, το όνειρο και η πραγματικότητα ισορροπούσαν ενώ η τολμηρή του σκηνοθεσία ξεκινούσε από το ίδιο το έργο και στεκόταν με σεβασμό απέναντι του. Μια δοκιμή χωρίς τον φόβο της αποτυχίας.

Δέκα χρόνια αργότερα πήγα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για τους Όρνιθες του Αριστοφάνη με την ίδια λαχτάρα: όμως το στοίχημα αυτή τη φορά δεν κερδήθηκε. Ο σκηνοθέτης που στο διάστημα αυτό μας έδωσε μεγάλες συγκινήσεις, όπως με την Γκόλφω στο Εθνικό (2012), εδώ νικήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό καθώς δεν κατάφερε να ελέγξει τις ιδέες του, να τις φιλτράρει και να τις «δέσει» με αποτέλεσμα να έχει,- παρά την ενδιαφέρουσα σύλληψη, τα καλά υλικά και τη σπουδαία ομάδα συνεργατών και ηθοποιών – ίσως την λιγότερο ενδιαφέρουσα δουλειά του.

Η προσπάθειά του στόχευσε κυρίως στο πνεύμα του ποιητή, σε αντίθεση με τις δηλώσεις του πως «δοκιμάζει να ακουστεί και να αγαπηθεί από την αρχή ο λόγος του κορυφαίου Αττικού κωμωδού». Από το έργο των Ορνίθων κρατάει τη βασική ιδέα: την αγωνία του ανθρώπου να ξεφύγει από την αδυσώπητη πραγματικότητα και να βρει καταφύγιο σε μια ουτοπική κοινωνία. Στην πράξη μαζί με τον μεταφραστή Γιάννη Αστέρη προχωρούν σε μια διασκευή του έργου όπου ολόκληρες σκηνές παραλείπονται και το τέλος διαφοροποιείται αισθητά αφαιρώντας σε έναν βαθμό και την πολιτική θέση του ποιητή.

Το όμορφο σκηνικό της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου παραπέμπει από την πρώτη στιγμή σε κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα τροπικό νησί, από εκείνα που οι νεοέλληνες ονειρεύονται ότι τους περιμένουν μόλις πιάσουν την καλή. Ψηλά, όμορφα δέντρα, βροχές που ξεπλένουν τα πάντα, ολόλευκα σύννεφα. Τι πιο ιδανικό για τα πουλιά! Πάνω σε ένα δέντρο ο Μιχάλης Σαράντης εντυπωσιάζει κινησιολογικά ως Τρυποκάρυδος (εξαιρετική στο σύνολό της η διδασκαλία της κίνησης από την Αμάλια Μπένετ) που υποδέχεται τους ανήσυχους Ευελπίδη (Σερβετάλη) και Πεισθέτερο (Καραθάνο). Ένα δίδυμο επί σκηνής που μοιάζει να έχει βγει από ταινία του ελληνικού κινηματογράφου ενώ διαθέτει και έναν μπεκετικό απόηχο. Ο Άρης Σερβετάλης, ωραία σκηνική παρουσία, απέδειξε για ακόμη μια φορά πόσο εντυπωσιακά ξέρει να ελέγχει το κορμί και τις σκηνικές του ποιότητες ενώ και το δέσιμό του με τον Καραθάνο δεν ήταν δίχως ενδιαφέρον.

Όμως η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη. Οι ενδυματολογικές επιλογές (επίσης της Παπαγεωργακοπούλου) – οι οποίες προφανώς και προσπάθησαν να ενισχύσουν την ιδέα της ανοχής της «διαφορετικότητας»- αντικατοπτρίζουν τη σύγχυση που ακολούθησε. Φλοράλ φορέματα, κλαρωτά πουκαμισάκια, σορτσάκια, πολύχρωμα σλιπάκια και άσπρα σώβρακα για τα πουλιά που ουδεμία σχέση έχουν με την ωραιότατη καμπάνια που προηγήθηκε της παράστασης και που τόσο μας (ή τουλάχιστον με) είχαν εντυπωσιάσει, ανοιχτόχρωμα κοστούμια για το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Αδυνατώ να αφήσω ασχολίαστη την εμφάνιση του αποδεδειγμένα καλού σε όλες τις συνθήκες Χρήστου Λούλη-Έποπα ως μαυροφορεμένη καμπούρα γρια με την ανατομική σαγιονάρα στα πόδια που δεν εξυπηρετεί σε απολύτως τίποτα δραματουργικά ενώ στη συνέχεια υποχρεώνεται να κυκλοφορεί με το σώβρακο (το ίδιο που στην πρώτη σκηνή το είχε κατεβάσει στους αστραγάλους του για να καπνίσει το τσιγάρο του), τον στηθόδεσμο και την πρόσθετη καμπούρα. Άστοχη και η εμφάνιση του Άγγελου Παπαδημητρίου Κούκου ντυμένου αρχικά ως Τσαβέλα Βάργκα και ως κακόγουστη Σωτηρία Μπέλλου στη συνέχεια να χορεύει ζεϊμπέκικο. Ως ινφάντα από πίνακα του Βελάσκες εμφανίζεται η Αηδόνα της Βασιλικής Δρίβα για να τονίσει ότι όλοι έχουμε δικαίωμα στη διαφορετικότητα – μια τρυφερή και συγκινητική παρουσία που όμως αποδυναμώνεται στο γενικό χαμό, ως βασίλισσα Ελισάβετ περιφέρεται αδικαιολόγητα η Αλίκη Αλεξανδράκη, ως τροφαντή κοτούλα η Φωτεινή Μπαξεβάνη (μόνη αυτή πουλί), ενώ στα ροζ έρχεται ο Προμηθέας του Γιάννη Κότσιφα. Δίχως σκοπό επίσης και τα γυμνόστηθα (εκτός της Κολιανδρή) κορίτσια ενώ η παρουσία της Νατάσσας Μποφίλιου δεν προσθέτει κάτι ιδιαίτερο.

Πως να δικαιολογήσω δραματουργικά την τούρτα που ρίχνουν τα πουλιά στη μούρη της Ίριδας που ερμηνεύει η ικανότατη, αν και υπερβάλλουσα, Γαλήνη Χατζηπασχάλη και η οποία αγωνιούσε να κουμαντάρει την υπερπαραγωγή αλά καρναβάλι του Ρίο που φορούσε στο κεφάλι της; Πως τις χαριτωμένες μούντζες που ρίχνει ο Παπαδημητρίου στους θεατές όσο τα πουλιά (Διακοπαναγιώτου, Κολιανδρή, Αϊδίνη) κάνουν στους θεατές μάθημα οικολογίας και απειλούν με τα όπλα πως θα σκοτώσουν τους ανθρώπους ως αντίποινα για όσα υφίστανται ενώ μας μαλώνουν να μαζέψουμε τα «κωλόπαιδά μας από το γρασίδι»;

Κι όμως, όλοι οι ηθοποιοί είχαν ωραία ενέργεια, μπήκαν σε αυτό το παιχνίδι με χαρά και το υπηρέτησαν όμορφα. Οφείλω να αναφέρω και τους υπόλοιπους ηθοποιούς του θιάσου: Έκτορας Λιάτσος, Γρηγορία Μεθενίτη, Κωνσταντίνος Μπιμπής και ο μελωδικός Φοίβος Ριμένας.

Στα θετικά και η δουλειά του Άγγελου Τριανταφύλλου στη μουσική που κατάφερε να μας ταξιδέψει έστω και αποσπασματικά. Ήταν ωραία και η αρχική αίσθηση των μουσικών επί σκηνής, νέων και άνετων. Εξαιρετική η εικόνα/ιδέα του μπαλονιού – φεγγαριού – πολιτείας – φούσκα που αιωρήθηκε πάνω από τους ηθοποιούς και τις πρώτες σειρές των θεατών στο φινάλε υπογραμμίζοντας ποιητικά το φευγαλέο της ουτοπίας.

Η αίσθηση που σου δημιουργείται είναι πως ο σκηνοθέτης μέσα σε έναν καταιγισμό ωραίων ιδεών, προθέσεων και ανάγκης να καταθέσει το προσωπικό του σύμπαν και τις ευαισθησίες του μέσα από την παράσταση αυτή, δημιούργησε πολλές εικόνες, άφησε το καλό δυναμικό του να αυτοσχεδιάσει και μετά δυστυχώς κράτησε πολλά από όσα προέκυψαν χωρίς να βρει τον κεντρικό του άξονα και να ελέγξει το τελικό του αποτέλεσμα.

Εάν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα θετικό πρόσημο στην προσπάθεια-πρόταση του σκηνοθέτη είναι το να δούμε επιτέλους τον Αριστοφάνη με λιγότερη «βαβούρα», να δοθεί χώρος στην ποιητική διάσταση του έργου του, να τον αφήσουμε να «ανασάνει». Να αναδειχθεί η λυρική ατμόσφαιρά του, να προωθηθεί το συναισθηματικό παιχνίδισμα – αν και δεν απέφυγε τα κλισέ, τα εύκολα και δοκιμασμένα συναισθηματικά και συγκινησιακά μοτίβα. Αυτή η προσπάθεια, αυτή η ματιά, είναι πιστεύω σε συνδυασμό με την Λυσιστράτη του Μαρμαρινού από το Εθνικό Θέατρο το κέρδος της φετινής μας συγκομιδής στον Αριστοφάνη και η αφετηρία ίσως για μια νέα ουσιαστική πρόταση στο μέλλον.

 

Μουντράκη

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο