Το κενό αυτοπροσώπως του Άκη Δήμου στο Θέατρο Πόλη

Η κρίση στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων έχει αλλάξει τον τρόπο που υπάρχουμε και αντιλαμβανόμαστε αυτό που συμβαίνει γύρω μας και έχει ρευστοποιήσει έννοιες όπως λογική, παράλογο, νόμιμο, παράνομο, δίκαιο, άδικο, ανάπτυξη, ύφεση, χρέος, υποχρέωση, προσφορά, θυσία. Όλα αυτά (μαζί με πολλά άλλα) έχουν οδηγήσει την καθημερινότητα του μέσου, «κανονικού» ανθρώπου σε μία ακολουθία τρέλας και παραλογισμού, όπου τα πάντα συνεχώς μεταβάλλονται. Η ικανότητα του να ονειρεύεται κανείς, -μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης-, συρρικνώνεται μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα παραίτησης και απαισιοδοξίας καθώς κάθε προσπάθεια μοιάζει από πριν καταδικασμένη και κάθε όραμα με ουτοπία.  Εδώ πού να ξεδώσεις; Ξενυχτάμε μπροστά στην τηλεόραση για να μάθουμε ποιο πάνελ θα μας κυβερνήσει την άλλη μέρα. Άδειοι και μόνοι. Πιο μόνοι, πιο απελπισμένοι και πιο ξεδοντιασμένοι από ποτέ!, διαπιστώνει ο Μύρων, ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του Κενού αυτοπροσώπως, της μαύρης κωμωδίας του Άκη Δήμου που παρουσιάζεται το θέατρο Πόλη του Δάνη Κατρανίδη σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου.

Μέσα σε αυτό το χάος μιας αλλοπρόσαλλης ζωής που προσπαθεί να διατηρήσει την υποτιθέμενη κανονικότητά της, μέσα σε αυτή την αλλοιωμένη πραγματικότητα, τέσσερις άνθρωποι, – ο Μύρων, η Λουίζα, η Μίλλη και ο Πάμπλο Μαρτύριο -, προσπαθούν να πιάσουν το νήμα από την αρχή, να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς, να πληρώσουν τις οφειλές τους και και να βάλουν τη γεμάτη ανατροπές ζωή τους σε τάξη.

Το έργο του Άκη Δήμου εντάσσεται στις σκληρές μαύρες κωμωδίες του που έχουν έντονη πολιτική και κοινωνική σάτιρα σκεπασμένη προσεκτικά με μια ιστορία φαινομενικά απλή και συνηθισμένη, αστεία και ανάλαφρη, μια ιστορία που εμπεριέχει ταυτόχρονα και μια σειρά απιθανοτήτων τόσο πιθανών να συμβούν, ακριβώς όπως και στη ζωή. Οι ήρωες του είναι σχεδόν σχηματικοί με βαθιά όμως χαραγμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, γεγονός που τους κάνει προσιτούς, συμπαθείς και οικείους, κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού, ακροβατούν στα όρια του τραγικού και του κωμικού και στο τέλος αφήνονται στην τύχη τους –χωρίς να παραιτούνται- ώστε να θριαμβεύσει για ακόμη μια φορά η ζωή. Ο συγγραφέας παίζει με τον λόγο: εάν ξύσουμε κάτω από τους έξυπνους και πνευματώδεις διαλόγους φτάνουμε σε ένα χιούμορ πικρό και δηκτικό που στηλιτεύει αμείλικτα την πραγματικότητα, ξεσκεπάζοντας το κενό κάτω από μια προσεκτικά δομημένη σοβαροφάνεια μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Με το Κενό αυτοπροσώπως ο συγγραφέας ολοκληρώνει μια τριλογία με θέμα την σύγχρονη Ελλάδα, αυτή της φθοράς και της κρίσης και την αναζήτηση της ταυτότητας του νεοέλληνα. Μετά το Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης (2008) όπου ο Δήμου αποτύπωσε με  εκπληκτική διορατικότητα και ωριμότητα την επερχόμενη κρίση και τον Όθωνα και την Ποθούλα (2012) που έφερε επί σκηνής τη φθορά και τη διαφθορά της χρεοκοπημένης σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας μέσα στη διαχρονία της, το Κενό αυτοπροσώπως (2015) έρχεται να δώσει τη «λύση» μέσα από την παραδοχή πως μέσα σε μια διαλυμένη κοινωνία δεν υπάρχουν ελπίδες για ανατροπή, και η μόνη διαθέσιμη επιλογή είναι να αφήσουμε τα πράγματα απλά να «κυλήσουν.

Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου επομένως πολύ σωστά έστησε το έργο σε ένα συμβατικό σκηνικό ενός μεσοαστικού σπιτιού με φόντο προβαλλόμενες σκηνές από την πρόσφατη πολιτική ζωή της χώρας, υπογραμμίζοντας το αλληλένδετο των καταστάσεων και των σχέσεων, το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές δημιουργούνται και εξελίσσονται, αλλά και το παράλογο της εποχής μας. Η σκηνοθεσία του εύρυθμη, με προσεγμένες ισορροπίες και ευφυείς ρωγμές υποκουλτούρας ακολουθεί και υπογραμμίζει τις ατμόσφαιρες του κειμένου.

Ο Δάνης Κατρανίδης, ηθοποιός έμπειρος, με άρτια τεχνική, μαέστρος των συναισθημάτων και των καταστάσεων ερμηνεύει απολαυστικά τον τύπο του ηττημένου νεοέλληνα που μπορεί να χάνει τα πάντα, αλλά όχι το χιούμορ του. Με καλή χημεία και δέσιμο με την Παναγιώτα Βλαντή, σε ρόλο μοιραίας αλλά χειραφετημένης γυναίκας που ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ της, οι σκηνές μεταξύ τους έχουν ρυθμό και  ενέργεια. Η νεαρή Σίσσυ Τουμάση καλείται να ερμηνεύσει διεκπεραιωτικά έναν ρόλο που ηλικιακά δεν της «πάει» –  δυστυχώς η αστοχία αυτή στη διανομή χαλαρώνει και τους δεσμούς του δραματικού κειμένου. Ο Κωνσταντίνος Κουνέλλας, ως ισπανόφωνος γιος, είναι μια ωραία παρουσία επί σκηνής αλλά μένει μόνο σε ένα σκιτσάρισμα του ρόλου.

Τα ρεαλιστικά σκηνικά και τα εύστοχα ποπ αισθητικής κοστούμια υπογράφει η Αλεξία Θεοδωράκη, τους καλούς φωτισμούς η Μελίνα Μάσχα (πιστεύω ότι έχει πολλά να προσφέρει στους φωτισμούς) και τη μουσική επιμέλεια ο Φάνης Ζαχόπουλος.

 

Μουντράκη

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο