Το καπλάνι, – ένα αιλουροειδές ζώο, συγγενικό της τίγρης, που εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Αιγαίου – εκατόν πενήντα περίπου χρόνια πριν, πέρασε από τη Μικρά Ασία στη Σάμο και κατασπάραζε τα ζώα της περιοχής. Οι κάτοικοι κατάφεραν να το σκοτώσουν και να το ταριχεύσουν. Η Άλκη Ζέη, που πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, εμπνεύστηκε από το καπλάνι για να γράψει ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία της ζωντανεύοντας μνήμες από την παιδική της ηλικία.
Το καπλάνι της βιτρίνας, το πρώτο της ουσιαστικά μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 1963 και θεωρείται σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία για παιδιά. Βραβεύτηκε στις Η.Π.Α. με το βραβείο Mildred L. Batchelder ως το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο μεταφρασμένο στα αγγλικά (1968) και έχει επιπλέον λάβει πλήθος διεθνών διακρίσεων, έχοντας μεταφραστεί σε 23 γλώσσες.
Βρισκόμαστε στα 1936 και παρακολουθούμε την ζωή της Μέλιας και της Μυρτώς – δύο αδερφών 8 και 10 ετών στο νησί της Σάμου. Περνούν τους χειμώνες τους στο σπίτι στην πόλη όπου διδάσκονται κατ’ οίκον από τον παππού τους και μυούνται στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων και τα καλοκαίρια στο εξοχικό τους σπίτι στο Λαμαγάρι, ανταμώνοντας με τα ντόπια παιδιά και εξερευνώντας τη φύση. Ο ξάδερφος τους Νίκος, φοιτητής στην Αθήνα, σε κάθε επίσκεψή του στο νησί, τις μαγεύει με τις ιστορίες για το φοβερό και τρομερό καπλάνι που βρίσκεται σε μία βιτρίνα στη σάλα του σπιτιού τους και έχει ένα μάτι μαύρο και ένα γαλανό. Όταν κοιτά τον κόσμο με το μαύρο μάτι φέρνει την καταστροφή. Όταν τον κοιτά με το ολογάλανο μάτι φέρνει συμφιλίωση και ευημερία.
Όλα κυλούν ομαλά ώσπου η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά αλλάζει τη ζωή τους. Οι μεγάλοι χωρίζονται σε αντίπαλες παρατάξεις, οι αξίες που προβάλλονται στο σχολείο που για πρώτη φορά πηγαίνουν τα κορίτσια είναι διαφορετικές από τις αξίες με τις οποίες τις γαλούχησε ο παππούς τους και εκείνες προσπαθούν με το αθώο παιδικό τους μυαλό να κατανοήσουν όσα συμβαίνουν γύρω τους. Ο Νίκος, παρέα με το καπλάνι της βιτρίνας, θα τις εμπλέξει σε μία περιπέτεια που θα τις κάνει να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος και τη σημασία των γεγονότων καθώς και τον αντίκτυπο της πολιτικής κατάστασης στη ζωή τους. Η αξία της δημοκρατίας, της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και της αλληλεγγύης αναδύονται μέσα από το τρυφερό βλέμμα της Ζέη που παραδίδει σε παιδιά και μεγάλους ένα σπουδαίο μάθημα ιστορίας μέσα από τα καθημερινά γεγονότα της ζωής των ηρώων της.
Πιστή δραματοποίηση ενός σπάνιου σε δύναμη και αξία λογοτεχνικού κειμένου, η παράσταση που σκηνοθέτησε η Ανδρομάχη Χρυσομάλλη προσπαθεί να μείνει κοντά στο πνεύμα του βιβλίου. Εκμεταλλεύεται τις πολλαπλές δυνατότητες της τεχνολογίας ώστε να αναπαραστήσει τα επιλεγμένα επεισόδια για να αποδοθεί η πλοκή του βιβλίου και επιχειρεί να δημιουργήσει χαρακτηριστικές οπτικές εικόνες. Η εναλλαγή των εικόνων αυτών δημιουργεί έναν γρήγορο ρυθμό και συμπυκνώνει την πλοκή όμως, εν τέλει, γίνεται φλύαρη και «φασαριόζικη». Το κείμενο της Άλκης Ζέη με το δυναμισμό και την υπέροχη γραφή του είναι αναντίρρητα ένας ισχυρός δημιουργικός πόλος όμως η παράσταση παραμένει σε μεγάλο βαθμό προσηλωμένη σε εξωτερικά σχήματα δράσης χωρίς να αναδεικνύει τις εσωτερικές συνδέσεις του πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου, χωρίς να εστιάζει στο βάθος των χαρακτήρων και χωρίς να φωτίζει τις σχέσεις ανάμεσά τους.
Οι χαρακτήρες στο πλαίσιο αυτό μένουν σχηματικοί και οι ερμηνείες επικεντρώνονται περισσότερο στα εξωτερικά γνωρίσματα των ηρώων. Ο χαρακτήρας της Μέλιας είναι ο πιο ολοκληρωμένος από όλους, έχει κάτι από την ευαισθησία και τη τρυφερότητα της ηρωίδας του βιβλίου και η ερμηνεία της Αγγελικής Πασπαλιάρη έχει σημεία που συγκινούν. Περισσότερο παιδιάστικη η Μυρτώ της Αρετής Τίλη ενώ ο παππούς του Γιάννη Καρατζογιάννη αποδόθηκε μεν με τρυφερότητα υστερούσε δε σε κύρος. Ο πατέρας του Δημήτρη Μαύρου αποτυπώνει την αμφιταλάντευση του ήρωα ανάμεσα στα πιστεύω και στις πιεστικές απαιτήσεις που υφίσταται ένας οικογενειάρχης. Η Χριστίνα Θεοδωροπούλου και η Βίκυ Μαραγκάκη κατόρθωσαν να αποδώσουν τη μητρική τρυφερότητα και έγνοια ενώ η μεταμόρφωση της Χριστίνας Πάγκαλη από το ρόλο της Σταματίνας στην κακομαθημένη Πιπίτσα είναι πειστική. Τα αγόρια της παράστασης είναι πιο αδύναμα ενώ από τον Νίκο του Αλέξανδρου Βάρθη λείπει ο δυναμισμός που θα περιμέναμε.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια (Γιάννης Μετζικώφ), σε σωστό ύφος και χρώματα μας ταξιδεύουν όμορφα πίσω στην εποχή. Ωστόσο, οι προβολές (Σπύρος Ρασιδάκης), ενώ ως επιλογή και ως υλοποίηση είναι εύστοχες, όταν η σκηνή φωτίζεται εξασθενούν με αποτέλεσμα η τελική εικόνα, όντας μουντή και άτονη, να αδικείται. Η προσεγμένη κίνηση της Κικής Μπάκα, οι μουσικές του Μιχάλη Αβραμίδη και οι στίχοι του Γιώργου Κορδέλλα κινούνται μέσα στο πνεύμα της συνολικής προσπάθειας. Το κείμενο της Ζέη είναι σαφώς το ισχυρό ατού της παράστασης…
*Το Καπλάνι στη Σάμο
[Το Καπλάνι] αναγκάστηκε είτε από πλημμύρα του ποταμού Μαίανδρου, είτε από πυρκαγιά, να περάσει κολυμπώντας στη Σάμο. Εγκαταστάθηκε στα υψώματα γύρω από τους Μαυρατζαίους και κατάντησε λυμεώνας των οικόσιτων και ποιμενικών ζώων της περιοχής.
Αγρότες και ποιμένες το καταδίωξαν και το ανάγκασαν να καταφύγει σε μια σπηλιά, που ονομάστηκε από τότε καπλανότρυπα. Οι διώκτες μη τολμώντας να μπούνε μέσα χτίσανε στην πόρτα τοίχο με μεγάλες πέτρες. Το άφησαν κλεισμένο περίπου τρεις μήνες προσδοκώντας να ψοφήσει από πείνα και δίψα. Αυτό όμως διατηρήθηκε ακμαίο τρώγοντας υπόλοιπα παλιών του θηραμάτων που είχε αποθηκεύσει και πίνοντας το νερό σταλαγματιά – σταλαγματιά που μαζεύονταν σε μια γούβα της σπηλιάς. Μετά από αρκετό διάστημα περίεργοι να διαπιστώσουν αν είχε ψοφήσει και μη τολμώντας να ανοίξουν τη χτισμένη είσοδο, άνοιξαν από πάνω τρύπα (φεγγίτη), κρέμασαν ένα σχοινί δεμένο σε πεύκο και κατέβηκε ντυμένος με καπενέκι αλλά άοπλος, ο Γεράσιμος Γλιαρμής. Στην κλεισμένη σπηλιά αγκαλιάστηκαν άνθρωπος και θηρίο σε πάλη μέχρι θανάτου. Ο άνθρωπος κεφαλοκλείδωσε το καπλάνι προσπαθώντας να το στραγγαλίσει, και αυτό προσπαθούσε να σχίσει το καπενέκι και με τα νύχια να ξεσχίσει το στήθος του ανθρώπου και με τα δόντια να του συντρίψει το βραχίονα. Ο Γλιαρμής καλούσε σε βοήθεια αλλά κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει στο άνοιγμα του φεγγίτη.
Σε λίγο φθάνει ο αδελφός του Γεράσιμου, ο Νικόλαος Γλιαρμής, που για το ψηλό του ανάστημα και το ογκώδες του σώμα αλλά και του ενός ματιού του, είχε το παρατσούκλι Κύκλωπας με δύναμη υπερφυσική. Όταν έμαθε την κατάσταση αρπάζει το σκοινί και κατεβαίνει στη σπηλιά. Το θηρίο αφήνει τον αποκαμωμένο αντίπαλο και ορμά στον καινούριο εχθρό του. Αυτός όμως αρπάζει με το αριστερό του χέρι από το λαιμό το καπλάνι και με το δεξί του προσπαθεί να τραβήξει το μαχαίρι από το ζωνάρι του. Ώσπου όμως να το καταφέρει το καπλάνι είχε ψοφήσει από πνιγμό. Ο Γεράσιμος Γλιαρμής όμως είχε εν τω μεταξύ πληγωθεί στο στήθος από τα νύχια του θηρίου και πέθανε από μόλυνση σε λίγο καιρό.
Το ζώο ταριχεύθηκε με τα μέσα της εποχής και αγοράστηκε από την οικογένεια Νικολαρείση, η οποία το τοποθέτησε στο σαλόνι του σπιτιού της στη Σάμο, στη βιτρίνα που είναι και σήμερα. Μετά το θάνατο της Μελπομένης Νικολαρείση το ταριχευμένο ζώο περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δήμου Σαμίων, ο οποίος και το δώρησε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου.
[Πηγές: http://www.nhma.gr/ & http://samosbook.blogspot.gr/]
Καρανάνου
Απόψεις