Ο όρος «θεατρική κριτική» ενίοτε στέκει διάτρητος, ανεπαρκής και εκτεθειμένος απέναντι σε σαρωτικές καλλιτεχνικές συλλήψεις. Αυτό έχω νιώσει πλειστάκις παρακολουθώντας παραστάσεις του Peter Brook, του Romeo Castellucci, του Jan Fabre, του Robert Lepage, του Michael Thalheimer, του Θόδωρου Τερζόπουλου, του Λευτέρη Βογιατζή. Αυτό σκεφτόμουν καθώς εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μου η παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη Το γήρας – Ένα χορικό στην ανανεωμένη Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη.
Σίγουρα, στην παράσταση είναι εμφανείς κάποιες σκηνοθετικές αμηχανίες ως προς τον χειρισμό του σκηνικού χώρου, αλλά και της ενσωμάτωσης των νεότερων ηθοποιών στο σύμπαν των «ηλικιωμένων», καθηλωτικών αφηγήσεων. Αναμφισβήτητα, οι ερμηνείες των περισσότερων νεότερων ηθοποιών είναι «άγουρες» ή προσχηματικά «εναλλακτικές», παραπέμποντας περισσότερο στην τρυφερή ασάφεια μιας πρόβας, παρά στην κατασταλαγμένη ισορροπία μιας παράστασης. Αλλά, ξέρετε, στο τέλος της ημέρας ή, εν προκειμένω, στο τέλος μιας παράστασης που έχει λειτουργήσει σπλαχνικά μέσα σου, αναταράσσοντας τις συναισθηματικές δεξαμενές σου, μοιάζει ειλικρινώς μίζερο να μένεις σε τεχνικές αδεξιότητες, όταν η ένταση της πρωτογενούς υπαρξιακής δυναμικής του καλλιτεχνικού εγχειρήματος σαρώνει με την απροσποίητη αυθεντικότητά της κάθε επαγγελματικό αυτοματισμό κριτικής, λειτουργώντας καταλυτικά στην ψυχή σου.
Ο εξαμελής «χορός» των «ηλικιωμένων» ή «γεροντοέφηβων», όπως αυτοαποκαλούνται, που παραθέτει -με ειλικρίνεια, χιούμορ και τρυφερότητα- αυτοβιογραφικές μαρτυρίες σχετικά με τη ζωή, τα νιάτα, τη χαρά, τα όνειρα, το γήρας, τον θάνατο βρίσκει εύκολα στην πλατεία του θεάτρου τον ουσιαστικό επικοινωνιακό στόχο της θεατρικής τέχνης. Ηθοποιοί και θεατές συμπάσχουν, μοιράζονται, λυτρώνονται από κοινού: «Έχασα τα νιάτα μου», λέει ο ένας ηθοποιός. «Έχασα τον εαυτό μου», λέει η επόμενη. «Έχασα τον χρόνο μου». «Έχασα τη μαμά». «Έχασα τον μπούσουλα».
Εξαιρετική και η αφήγηση της νεκρικής τελετουργίας των ελεφάντων, πλάι στην αποδοχή της διαπίστωσης ότι «είναι και αυτά τα χρόνια που έρχονται προδοτικά. Δεν έχεις πια εντός σου τη μουσική για να χορέψεις. Και πρέπει να διαλέξεις: ή το τέρμα ή το ψέμα».
Όπως και στην προηγούμενη δουλειά της, Από πρώτο χέρι, που αφορούσε σε ντοκουμέντα από τις ζωές των καπνεργατών στο Αγρίνιο, η σκηνοθέτης και συγγραφέας Γεωργία Μαυραγάνη δουλεύει μεθοδικά εστιάζοντας στην ουσία της δουλειάς της, μακριά από τις αποπροσανατολιστικές μιντιακές σειρήνες, ακολουθώντας ιδιότυπα και φαινομενικά «μη-δημοφιλή» (καπνεργάτες, γήρας) δραματουργικά μονοπάτια τα οποία την οδηγούν κάθε φορά σε καλλιτεχνικές οάσεις.
Για το τέλος, κρατείστε την εξαιρετικής σύλληψης αντιστικτική σκηνή του Σοφόκλειου χορικού από το τρίτο στάσιμο του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» -«το να μην έχεις γεννηθεί είναι το καλύτερο/ το δεύτερο καλύτερο, να επιστρέψεις όσο πιο γρήγορα πίσω από εκεί που ήρθες»- και του τσάμικου «να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές», που σηματοδοτεί την ανθρώπινη αντίφαση της ενήλικης παραδοχής της μοναδικής βεβαιότητας του βίου, που είναι ο θάνατος και το άλγος της ύπαρξης, και του θνησιγενούς αλλά απαραίτητου ενστίκτου της ζωής.
Στη διανομή: Ναζίκ Αϊδινιάν, Φραντζέσκα Αλεξάνδρου, Χρυσή Βιδαλάκη, Ηλίας Κατέβας, Μαντώ Κεραμυδά, Δημήτρης Κερεστεντζής, Μάγδα Λέκκα, Δήμητρα Μητροπούλου, Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Μάριος Παναγιώτου, Ελίνα Ρίζου.
Μπλάτσου
Απόψεις