Κριτική χορού του Δημήτρη Τσατσούλη*
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος παρουσιάζει την τέταρτη δουλειά του κινούμενος στο οικείο κινησιακό του ύφος, αλλά εκπλήσσοντας ακόμη μια φορά με την ευρηματικότητά του. Ο Χρ. Παπαδόπουλος, με σπουδές χορού (SNDO του Άμστερνταμ), υποκριτικής (Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου), Πολιτικών Επιστημών (Πάντειο Παν/μιο), έχει συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες, ενώ υπήρξε συνεργάτης του Δημήτρη Παπαϊωάννου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας-2004, όπου συμμετείχε και ως ο «Κένταυρος» στις τελετές έναρξης.
Εμφανίζεται με δική του χορογραφική δουλειά για πρώτη φορά στο Θέατρο Πόρτα με το Elvedon (2015), εμπνευσμένο από το διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ “The Waves”. Ακολουθεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Καλαμάτας το Opus (2016), όπου το επί σκηνής κουαρτέτο πνευστών (φλάουτο και μπάσο κλαρινέτο) και εγχόρδων (βιολί και βιολοντσέλο) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ εικονοποιείτο, μέσα από τα σώματα των τεσσάρων χορευτών του, αφενός ως σύνθεση και αφετέρου με την αποδόμησή του, καθώς η σύλληψη του χορογράφου αναδείκνυε τον ρόλο του κάθε μουσικού οργάνου χωριστά, ταυτίζοντάς το με το σώμα ενός εκάστου χορευτή. Η προηγούμενη δουλειά του παρουσιάστηκε στη Στέγη με τίτλο Ιόν (2018), το οποίο παρέπεμπε στη δράση των ιόντων ανάλογα με τη θετική ή αρνητική τους φόρτιση. Εκεί, οι δέκα χορευτές, έγραφα σε κριτική μου, « κινούνται ομοιόμορφα πάνω στα πέλματά τους ή, σωστότερα, κινούν μόνον τα πέλματά τους, ανοίγοντας και κλείνοντάς τα πλαγίως, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της απόλυτης στατικότητας. Ωστόσο, και ενώ η παλλόμενη ομάδα μοιάζει βυθισμένη στην ακινησία της, κυλάει ανεπαίσθητα στον χώρο της σκηνής (όπως οι ηθοποιοί του Ιαπωνικού θεάτρου), έτσι ώστε, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, να έχει αλλάξει και θέση, αλλά και το αρχικό της σχήμα μέσα στον χώρο».
Μια ανάλογη χορογραφική τεχνική αντίληψη εφαρμόζεται και στην τελευταία του παράσταση, εμπνευσμένη από την «παγοκρηπίδα» Larcen C, στην Ανταρκτική, η οποία κινείται τόσο αργά που δεν συλλαμβάνεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Χωρίς, ωστόσο, όπως σε κάθε του δουλειά, να μην επιφυλάσσει νέες εκπλήξεις.
Μέσα στο ημίφως της σκηνής με δυσκολία διακρίνεται ο πρώτος χορευτής που κυριολεκτικά ρέει στον χώρο, καταργώντας τον χρόνο. Σε λίγο, προστίθενται οι υπόλοιποι πέντε χορευτές, οι οποίοι βυθίζονται και αναδύονται μέσα στο ημίφως, έως ότου σχηματίσουν ομάδα που κινείται σχεδόν ομοιόμορφα, με αισθητή την κίνησή τους μόνον από τη μέση και πάνω. Κι ενώ τα πέλματα συνεχίζουν να ρέουν ανεπαίσθητα, τα χέρια, ο κορμός αποκτούν την πλαστικότητα των κυμάτων, όμοια αλλά και με μικρές διαφοροποιήσεις, δείχνοντας έτσι το προσφιλές θέμα του χορογράφου, δηλαδή της διακριτής ατομικότητας μέσα σε ομοιόμορφο, συμπαγές σύνολο.
Σώματα με κινήσεις δονούμενες στον χώρο, ως παλλόμενα κύματα που βυθίζονται ή αναδύονται από το σκοτάδι, τεμαχισμένα ή ολόκληρα, υπό τους ήχους της επιβλητικής, πολυσχιδούς μουσικής που τα εμποτίζει, αλλά και που τους ήχους της αφομοιώνουν ως πλημμυρίδα νέας ενέργειας.
Η έννοια της μετάβασης από τη μια κίνηση στην άλλη, από τη σύλληψη στην πραγμάτωσή της εμπεριέχει ένα παιχνίδι με τον χώρο αλλά και τον χρόνο. Η μετάβαση οδηγεί και σε μια νέα οπτική εικόνα, όπου εδώ πρωταγωνιστούν πλέον οι φωτισμοί και στόχο έχουν τη δύναμη προσληψιμότητας του θεατή. Μέσα από ένα σύννεφο καπνού που τριγωνικά απλώνεται πάνω από τη σκηνή, πάνω ακόμα και από την πλατεία, ριπές φωτός αναδεικνύουν κινούμενες μορφές, απροσδιόριστες, αιωρούμενες, που άλλοτε εμφανίζονται ολόκληρες αλλά σε ρευστή, άμορφη κατάσταση και άλλοτε σαν να λιώνουν, όπως ένα κομμάτι πάγου, άλλοτε πάλι διασταυρωνόμενες μεταξύ τους, ως αλλόκοτες σκιές που συγκολλούνται, βυθισμένες σε συμπαγή σύννεφα, απ’ όπου προβάλλουν αποκομμένα από σώμα χέρια. Ένας κόσμος σε κοσμική τήξη, μαγευτικός και ταυτόχρονα θελκτικά τρομακτικός.
Για ακόμα μια φορά, ο Χρήστος Παπαδόπουλος καταθέτει την βαθιά μελετημένη, απαιτητική χορογραφία του, καταλύοντας την κλασική έννοια της κινησιακής αρμονίας και αντιπροτείνοντας μια άλλη προσέγγιση του ανθρώπινου σώματος σε σχέση με τον χώρο αλλά και τον χρόνο. Μια σχέση συμπαντική.
Βασικοί συνοδοιπόροι στη συγκεκριμένη δουλειά του χορογράφου είναι ο Γιώργος Πούλιος, ο οποίος κατέθεσε μουσική και ηχητική σύνθεση σπάνιας ποιότητας, ερεθιστική, που κυριαρχούσε στην παράσταση, όπως και η Ελίζα Αλεξανδροπούλου, η οποία σχεδίασε τους τόσο λειτουργικούς, καθοριστικούς στην όλη σκηνική εικόνα φωτισμούς. Η σκηνική σύνθεση είναι της Κλειώς Μπομπότη, ενώ τα λαμπυρίζοντα, συμβάλλοντα σε παραισθήσεις, κοστούμια είναι του Άγγελου Μέντη. Στη δραματουργία συνέβαλε ο έμπειρος πλέον στον χώρο αυτό (και βιντεοκαλλιτέχνης) Αλέξανδρος Μυστριώτης.
Συμμετείχαν οι, με αναντίρρητη τεχνική αρτιότητα, χορευτές: Χαρά Κότσαλη, Αντώνης Βαής, Γιώργος Κοτσιφάκης, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Μαρία Μπρέγιαννη, Τάσος Νίκας, Ιωάννα Παρασκευοπούλου.
Οι φωτογραφίες είναι της Πηνελόπης Γερασίμου.
*Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών
Τσατσούλης
Απόψεις