Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου στο θέατρο Χώρα

 

Κατά την τρέχουσα θεατρική σεζόν, το αθηναϊκό κοινό έχει ευτυχήσει να δει δύο πολύ καλές –και εντελώς διαφορετικές ως προς το καλλιτεχνικό και αισθητικό τους διακύβευμα- παραστάσεις του γνωστού έργου του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Στέλλα Βιολάντη»: τη διασκευή του Βαγγέλη Μουρίκη «Στέλλα κοιμήσου» σε σκηνοθεσία Γιάννη Οικονομίδη στο Εθνικό Θέατρο και το «Στέλλα Βιολάντη (Έρως Εσταυρωμένος)» σε σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα στο θέατρο Χώρα. Στην παράσταση του Οικονομίδη έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο κριτικό σημείωμα (δες εδώ/lhttp://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/pointviewview/988).

 

Στην παράσταση του Γιώργου Λύρα πραγματικά απολαμβάνει κανείς το αριστοτεχνικά γραμμένο κείμενο του επτανήσιου συγγραφέα με όλη τη μελωδικότητα της ζακυνθινής διαλέκτου μέσα στην οποία φωλιάζει και εκθρέφεται η άτεγκτη πατρική κυριαρχία και ισχυρογνωμοσύνη της αστικής Ελλάδας του 1909 –εκείνη τη χρονιά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος διασκευάζει για το θέατρο τη νουβέλα του «Έρως Εσταυρωμένος», μετά από παραγγελία της Μαρίκας Κοτοπούλη, η οποία ερμήνευσε τη Στέλλα Βιολάντη. Ακολούθησαν πολλές άλλες σπουδαίες πρωταγωνίστριες της αθηναϊκής σκηνής: Κυβέλη, Ελένη Παπαδάκη, Μαίρη Αρώνη, Ελένη Χατζηαργύρη, Νίκη Τριανταφυλλίδη.

 

Η Στέλλα Βιολάντη, η ρομαντική ηρωίδα του μεγάλου Ζακυνθινού ψυχογράφου, είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στο πάθος της για τον Χρηστάκη Ζαμάνο, έναν ευειδή ξεπεσμένο ευγενή, και την αδιαπέραστη αυστηρότητα του εύπορου πατέρα της, Παναγή Βιολάντη. Η νεαρή κοπέλα, οπλισμένη με το θάρρος και τη δύναμη που της δίνει ο έρωτας, ορθώνει αγέρωχα το ανάστημά της απέναντι σε ένα κοινωνικό/πατριαρχικό καθεστώς το οποίο αναπότρεπτα θα τη συνθλίψει.

 

«Μα, ορίζεις εσύ τον εαυτό σου;», ρωτά τη Στέλλα κάποια στιγμή η μητέρα της. «Ναι, εγώ ορίζω τον εαυτό μου», απαντά θαρραλέα η νεαρή κοπέλα. «Όχι! Ο πατέρας σου σε ορίζει! Και σένα, και μένα, και τον Νταντή, και τον Χρηστάκη! […] Καημένη, ο άντρας είναι ο δυνατότερος». Η μητέρα της Στέλλας έχει προ πολλού αποδεχθεί τη μοίρα της ως γυναίκα σε μια ακραιφνώς πατριαρχική κοινωνία, έχει εκχωρήσει τα ατομικά της δικαιώματα στον τυραννικό σύζυγό της. Τη σφραγίδα του απολυταρχικού καθεστώτος που επικρατεί στην ελληνική οικογένεια στις αρχές του 20ου αιώνα (αλλά και αρκετές δεκαετίες μετά, μέχρι τη δεκαετία του ’80 και τα ψηφίσματα της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή περί της ισότητας των δύο φύλων) τη βάζει ο ίδιος ο πατέρας-σύζυγος-δυνάστης, ο Παναγής Βιολάντης: «Αντιπολίτευση στο σπίτι μου δεν θέλω! Όλοι κάνουν ό,τι θέλω εγώ!». Τα λόγια του ιδίου σφραγίζουν σαν ταφόπλακα το τέλος του έργου, αλλά και τη μοίρα της αδικοχαμένης κόρης του: «Φτάνουν πια τα κλάματα. Τώρα πια είμαστε μονάχοι μας». Καμία μετάνοια. Καμία μεταμέλεια. Κανένα φως. Το σπίτι των Βιολάντηδων θα είναι πια ένας ανοιχτός τάφος. Αυτή η τελευταία ρήση του πατέρα μοιάζει να απηχεί τα τελευταία λόγια του Άμλετ: «Τα υπόλοιπα είναι σιωπή».

 

Σε αυτό το εμβληματικό κείμενο της θεατρικής εργογραφίας του 20ου αιώνα αποφασίζει να δώσει πνοή και υπόσταση θεατρική ο Γιώργος Λύρας σαράντα χρόνια μετά την τελευταία φορά που παίχτηκε, το 1977. Χωρίς παρεμβάσεις «εκσυγχρονιστικές», χωρίς το σύνηθες σκηνοθετικό άγχος της επικαιροποίησης, χωρίς τον ξιπασμό της σκηνοθετικής επιβολής πάνω στη γραφίδα του συγγραφέα, ο Γιώργος Λύρας έπραξε το αυτονόητο –αλλά πλέον δυσεύρετο στη θεατρική μας σκηνή: άφησε το κείμενο να μιλήσει κατευθείαν στον θεατή. Καθοδήγησε τους ηθοποιούς του ώστε να γίνουν καλοί αγωγοί για τον μαστόρικο λόγο του Ξενόπουλου και ανταμείφθηκαν με μια πολύ καλή παράσταση συνόλου, αλλά και με επιμέρους αξιοπρόσεκτες ερμηνείες.

 

Η Ηλιάνα Γαϊτάνη, σε ρόλο κόντρα προς την ηλικία της, πλάθει με μπρίο και στοργή τη θεία Νιόνια. Η Νεκταρία Γιαννουδάκη, με κύρος ντάμας, ερμηνεύει στιβαρά τη μητέρα Μαρία Βιολάντη. Ο Ηλίας Λατσής (Νταντής) και ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης (Χρηστάκης Ζαμάνος) υπηρετούν άριστα τη διανομή. Η Ευγενία Δημητροπούλου ερμηνεύει αποτελεσματικά την παράφορη αλλά και δυναμική Στέλλα Βιολάντη. Ο Δημήτρης Παπανικολάου προσθέτει την απαραίτητη επτανησιακή ευγένεια και φινέτσα στον σκληροτράχηλο Παναγή Βιολάντη. Ευγενική σκηνική παρουσία και η Αθηνά Σακαλή (υπηρέτρια Ασημίνα).

 

Η καλοδουλεμένη παράσταση του Γιώργου Λύρα θα ήταν ακόμα πιο ευθύβολη αν είχε αποφευχθεί η επαναλαμβανόμενη –ευτυχώς όχι τόσο συχνή- χρήση του τραπεζιού, πάνω (!) στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί (πρώτη σκηνή των δύο νεαρών ερωτευμένων, όταν χτυπάει ο πατέρας την κόρη για να του δώσει το γράμμα του αγαπημένου της, όταν αρρωσταίνει η Στέλλα και στη συνέχεια όταν ξεψυχά). Επίσης, απάδει με τη γενική αισθητική της παράστασης η χρήση καπνών, όταν η Στέλλα βρίσκεται περιορισμένη στην κάμαρά της. Τέλος, το κοστούμι της Στέλλας (Απόλλων Παπαθεοχάρης) ήταν μάλλον προβληματικό –αυτή η ουρά του φορέματος ήταν τόσο δυσλειτουργική στην κίνηση και τόσο ακαλαίσθητη εντέλει. Τα παπούτσια της –δαντελένια χοντροκομμένα μποτίνια, επίσης ατυχή. Τέλος, γιατί οι κύριοι, ενώ έρχονταν από έξω μέσα στο σπίτι και ενώ είναι ευγενείς δεν φορούν σακάκια με τα κομψά, κατά τα άλλα, κοστούμια τους; Η θερινή περίοδος, κατά την οποία διαδραματίζεται το έργο, δεν αποτελεί δικαιολογία για μια τέτοια εμφανή αβλεψία.

Μπλάτσου

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο