Ρέκβιεμ του Θόδωρου Τερζόπουλου στο θέατρο Άττις

Ρέκβιεμ του Θόδωρου Τερζόπουλου

της Ειρήνης Μουντράκη

Ζούμε σε μία απέραντη θλίψη. Γεγονότα που αρνείται να συλλάβει ο νους και η καρδιά, συνεχής αβεβαιότητα που οδηγεί σε αγωνία – σχεδόν σε απόγνωση, αστάθεια που βάζει σε κίνδυνο το δικαίωμα στο όνειρο, μια πανδημία που οδήγησε σε απώλειες ανθρώπων αλλά και της ανθρωπιάς, αυτοσχέδια διαδικτυακά δικαστήρια έτοιμα να καταστρέψουν και να δηλητηριάσουν με ευκολία τον ήδη διάτρητο κοινωνικό μας ιστό, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που καταρρέει, μια ηθική κατάπτωση που συμπαρασύρει οτιδήποτε υπάρχει στο δρόμο της, τραγωδίες- εγκλήματα ενός κράτους (εξουσίας και πολιτών) σε σήψη. Ένας θρήνος που βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής μας, άναρθρος, βουβός και εκκωφαντικός ταυτόχρονα, σαστισμένοι καθώς βρισκόμαστε στο χείλος μιας εποχής.

Το Ρέκβιεμ (Θραύσματα λέξεων, ήχων, εικόνων) του Θόδωρου Τερζόπουλου δεν μπορεί να ιδωθεί με τους όρους μίας παράστασης: είναι μια τελετουργία διαβατήρια, μια ρωγμή που μας επιτρέπει να δούμε τον πυρήνα της ύπαρξής μας, να εστιάσουμε στο ελάχιστο, στο μέρος, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε το Όλον. Δεν μπορώ παρά να γράψω προσωπικά: βίωσα την εμπειρία της παράστασης, αισθάνθηκα τον χρόνο να διαστέλλεται και να βυθίζομαι στο χάσμα που μου πρόσφερε. Μου έφερε στο νου τον πίνακα του Μποτιτσέλι, τη Μυστική Γένεση (1500). Ο Μποτιτσέλι ζωγράφιζε αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο, συμβολιστικό και γεμάτο αποκρυφιστικά μηνύματα πίνακα, σε μια οριακή στιγμή. Είχε προηγηθεί το 1497 η Πυρά της Ματαιοδοξίας με ζωγράφους, μεταξύ άλλων, να καίνε τα έργα τους και είχε ακολουθήσει η εκτέλεση του Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα κάτω από τις επευφημίες του ίδιου πλήθους που μέχρι πριν λίγο τον ζητωκραύγαζε ως Σωτήρα. Σε αυτόν τον πίνακα που μιλά για το τέλος του χώρου και του χρόνου, όπου όλα μιλούν για το αναπόφευκτο τέλος, ο άνθρωπος παλεύει με τους θεούς και τους δαίμονες του. Οι άγγελοι τον τραβούν προς τον ουράνιο θόλο και οι δαίμονες προς τα έγκατα της γης, σε αυτή την αιώνια, ατέρμονη μάχη του φωτός και του σκότους, στοιχείων που καθορίζουν τη ζωή μας. Έτσι αισθάνθηκα βλέποντας τις δύο ηθοποιούς του επί σκηνής. Η Σοφία Χίλλ είναι ένα πλάσμα έξω από τον κόσμο αυτόν, σχεδόν δύναμη υπερβατική σε ωθεί σε ένα άλλο άγνωστο σύμπαν, σε τραβά να ξεκολλήσεις από τη γη και από τις δεσμεύσεις της. Η Αγλαΐα Παππά είναι πλάσμα χοϊκό, εξαιρετικής δύναμης. Αισθάνεσαι ρίζες της στη γη βαθιά χωμένες, σε παραπέμπει στην πρωτογενή δύναμη του θηλυκού στοιχείου, σαν τη μινωική Θεά των Όφεων.

Στην παράσταση αυτή, που στον θεματικό της πυρήνα έχει τη γυναικοκτονία, βρίσκει, με τον τρόπο που μόνο ο Τερζόπουλος μπορεί, την έκφρασή του κάθε βίαιος θάνατος που βιώνουμε και την πραγμάτωσή του το χάος της ζωής μας. Ένα αυτοτελές, αυτόνομο εικαστικό έργο που στηρίζεται στο φως και στη σκιά (φωτισμοί σχεδιασμένοι από τον σκηνοθέτη σε υλοποίηση Κωνσταντίνου Μπεθάνη), στα σώματα των ηθοποιών και τους ήχους τους, όπου ο λόγος έχει κατακερματιστεί – σχεδόν χαθεί όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Από το Music for a While του Henry Parcell (σύνθεση για τον Οιδίποδα του John Dryden και του Nathaniel Lee) έως το Ne me quitte pas του Jacques Brel (μουσική Παναγιώτης Βελιανίτης). Από τον φωτιστικό βωμό στο κέντρο της σκηνής με τα μαχαίρια καρφωμένα στο πάτωμα, τους φωτεινούς διαδρόμους σύριζα στον τοίχο που καθορίζουν τη διαδρομή των ηθοποιών μέχρι τα γλυπτά του Χαράλαμπου Τερζόπουλου (που έφυγε από κοντά μας πριν λίγες εβδομάδες) στο βάθος της σκηνής, έως τις κόκκινες κορδέλες τυλιγμένες γύρω από το λαιμό τους.