Πόρτες της Χρύσας Σπηλιώτη στο Αγγέλων Βήμα

Παιδικά τραύματα, ενήλικες αστείες καταστάσεις. Η Χρύσα Σπηλιώτη, με το έργο της Πόρτες, θέτει στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή ένα φαινομενικά υποχόνδριο πρόβλημα νεαρής γυναίκας για να ξεδιπλώσει μέσα από ποικίλες, ως επί το πλείστον κωμικές καταστάσεις, ένα βαθύ παιδικό τραύμα.

Η Νίκη, διατηρώντας όλες τις επιφυλάξεις της απέναντι στην αποτελεσματικότητα, ειλικρίνεια και οικονομική εκμετάλλευση ασθενών των ψυχαναλυτών, καταφεύγει σε έναν από αυτούς για να την βοηθήσει να ξεπεράσει ένα «γελοίο» της πρόβλημα που ενοχλεί την καθόλα επιτυχημένη ζωή της ως επιχειρηματία συστημάτων ασφαλείας: καταλαμβάνεται από πανικό κάθε φορά που πρέπει να περάσει από πόρτες.

Παρά τις αντιστάσεις της, θα επιχειρήσει μαζί του μια αναδρομή σε πρόσφατες και παλαιότερες ερωτικές και οικογενειακές της σχέσεις που θα ζωντανέψουν μέσα από ευτράπελα επεισόδια που αφορούν κυρίως τους γονείς και τους παππούδες της. Εξέχουσα θέση, καταφύγιο στην παιδική της ηλικία, ο αγαπημένος της παππούς που, ήδη σε πρώτα στάδια άνοιας, αντιμετωπίζει την μικρή του εγγονή ως τη μοναδική κληρονόμο της κατασπαταλημένης περιουσίας του, φυλάσσοντας γι’ αυτήν πολύτιμο θησαυρό. Πίσω από μια πόρτα.

Πολυπρόσωπο έργο για τρεις ηθοποιούς.

Ήδη, οι σκηνικές οδηγίες   προβλέπουν ότι και τα  10 πρόσωπα του έργου παίζονται μόνο από τρεις ηθοποιούς. Το γεγονός, παρά την τεράστια δυσκολία, δημιουργεί ασυνήθη όσο και ενδιαφέρουσα θεατρική συνθήκη καθώς το έργο μετατρέπεται σε ένα δραματοθεραπευτικό θέατρο με την έννοια ότι οι μνήμες της Νίκης παίρνουν σάρκα και οστά στο εδώ και τώρα της σκηνής συμβάλλοντος του ψυχαναλυτή ενώ ταυτόχρονα οι τάχιστες εναλλαγές ρόλων των ηθοποιών, με ελάχιστα μέσα, προκαλούν απρόσκοπτη θυμηδία του θεατή.

Το έργο ευτυχεί στη σκηνοθεσία του Αυγουστίνου Ρεμούνδου ο οποίος αναλαμβάνει και κάποιους από τους ρόλους. Στο λιτό σκηνικό του Τόλη Τατόλα και με τα επιτυχέστατα κοστούμια της Θάλειας Τσίγκου, κατά τις πρώτες συνεδρίες τα απόντα σκηνικά πρόσωπα (γονείς, παππούδες), με τη λεκτική αναφορά σε αυτά,  δηλώνονται οπτικά με την εμφάνιση χαρακτηριστικών κοστουμιών τους, κρεμασμένων στα περιστρεφόμενα φύλλα τοίχου πίσω από τον γιατρό. Ήδη, τα κοστούμια αυτά – δείκτες των απόντων δραματικών προσώπων, με τις φροντισμένες τους λεπτομέρειες, αποδεικνύονται σε εύγλωττα σημεία των ιδιαιτεροτήτων τους, καθιστώντας τα σχεδόν παρόντα με τη βοήθεια και των διακριτικών φωτισμών της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη.

Απολαυστικά τα γαμπριάτικα κοστούμια του τέλους που αναμένουν, υπομονετικά, τους…φορείς τους τοποθετημένα  διακριτικά στην αίθουσα εξ αρχής.

Παιγνιώδης σκηνοθεσία

Καθώς ο γιατρός εκμαιεύει πληροφορίες οδηγώντας την Νίκη σε αναδρομές στην πρότερη ζωή της, τα πρόσωπα ξεπηδούν πλέον πραγματικά αλλά μέσω των ήδη παρόντων ηθοποιών: στην ατυχή πρόταση γάμου από τον Πέτρο, ο γιατρός δηλώνει ευθέως -και αποστασιοποιούμενος κάθε ψευδαισθητικού θεατρικού μηχανισμού- ότι αναλαμβάνει τον ρόλο του γκαρσονιού ενώ στη συνέχεια, ο ίδιος, με χαλαρωμένο κοστούμι, θα γίνει ο Παππούς. Στους ρόλους, πειστικός λεπτολόγος, ακόμη και στην κάποια κινησιολογική υπερβολή ως παππούς,  ο Σπύρος Βάρελης.

Με την ίδια λογική, η Νίκη θα μετατραπεί στη φευγάτη μητέρα της και, κυρίως, στην απολαυστική γιαγιά που διαθέτει εραστή, με μόνη αλλαγή κάθε φορά στο χτένισμα των μαλλιών της και φυσικά στον τρόπο εκφοράς του λόγου.  Η Ευγενία Αποστόλου πέρασε επιτυχημένα και εν ριπή οφθαλμού από τον έναν ρόλο στον άλλο, με απολαυστικότερη την ερμηνεία της στην αφοπλιστική Γιαγιά.

Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, άλλοτε ερωτευμένος με τη Νίκη, Πέτρος, άλλοτε ως οκτάχρονο αγόρι των παιδικών της αναμνήσεων, άλλοτε  ως πολλά βαρύς χασάπης Θόδωρος-εραστής της Γιαγιάς και άλλοτε ως άβουλος Πατέρας, με ελάχιστες επίσης ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις, με αλλαγές στο περπάτημα ή στις στάσεις του σώματος υπήρξε διαρκής πηγή μειδιάματος. Απολαυστικό εύρημα σε αυτόν όσο και στον Βάρελη η αλλαγή, ως βοηθητικό μετάβασης σε άλλο ρόλο, η αυθόρμητη μετατόπιση των μαλλιών, καθώς και οι δύο είχαν τέτοιο κούρεμα που να αφήνει ένα πλούσιο κομμάτι μαλλιών πρόσφορο σε ανακατατάξεις.

Ταχύτητα εναλλαγών, χιούμορ, συνεχής σκηνική ενέργεια  και των τριών ηθοποιών (με τη βοήθεια της κινησιολογίας από την Κάτια Σαβράμη) δημιούργησαν μια παράσταση που παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον, σκηνοθετημένη με κέφι.  

Η Χρύσα Σπηλιώτη, με το έργο της, θίγει ένα σοβαρό ζήτημα παιδικής κακοποίησης αλλά χωρίς ίχνος από μελοδραματισμούς, δείχνοντας πόσο εύκολα μια τέτοια πράξη επέρχεται από το καθημερινό οικογενειακό περιβάλλον και πόσο περίεργες είναι οι πιθανές μεταθέσεις που μπορεί να κάνει το παιδικό υποσυνείδητο. Οι τραυματικές πόρτες του εσωτερικού κόσμου είναι συχνά αυτές που γίνονται εμπόδιο περάσματος  μέσα από τις απλές πόρτες της καθημερινότητας. 

Τσατσούλης

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο