«Νύχτα στην Εθνική» της Λείας Βιτάλη στο Θέατρο Μεταξουργείο

του Δημήτρη Τσατσούλη

 

Μια ταβέρνα στην Εθνική Οδό, η «Πριγκιπέσα». Μια κυνηγημένη μετανάστρια αγνώστου προέλευσης που προσπαθεί να συνεννοηθεί στα ιταλικά αφού στην Ιταλία βρισκόταν πριν προσπαθήσουν να την επαναπατρίσουν ανεπιτυχώς και καταλήξει στην Ελλάδα. Θα εισβάλει πεινασμένη, ματωμένη, μέσα στη βαθειά νύχτα στην ταβέρνα της Αντρίκας. Πρώην μετανάστριας στη Γερμανία που ζει με τον τριαντάχρονο πλέον γιο της, τον Ζάχο, άτομο διαταραγμένο που ποτέ της δεν αγάπησε ως παιδί της. «Μπρατσαράδες» νεοναζί της προσφέρουν εξαναγκαστικά προστασία αλλά και έχουν στρατολογήσει τον Ζάχο, πείθοντάς τον εύκολα ότι τον αγαπούν και τον εκτιμούν ενώ συγχρόνως τον γυμνάζουν για να είναι δυνατός και συμβουλεύοντάς τον να μην παίρνει τα χάπια που του εξασφαλίζουν νηφαλιότητα. Για να εξυπηρετεί καλύτερα τους στόχους τους: να ξεκαθαρίζουν τον τόπο από παράσιτα.

Αυτό είναι το δραματικό πλαίσιο που δημιουργεί με το πρόσφατο έργο της η Λεία Βιτάλη: τρία διαφορετικά πρόσωπα επί σκηνής ετεροκαθοριζόμενα εν μέρει από απόντα σκηνικά δραματικά πρόσωπα που τα περιβάλλουν: νεοναζί, νταλικέρηδες θαμώνες, αστυνομικοί, θύματα-μετανάστες. Με σύντομες σκηνές η συγγραφέας δημιουργεί ανατροπές στις σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών προσώπων και ενώ στην ουσία διαγράφει ρεαλιστικούς χαρακτήρες πάντα αφήνει να πλανώνται ερωτηματικά ως προς τις συμπεριφορές τους – γεγονός που εκλαμβάνεται θετικά καθώς σπάζει το ηθογραφικό κέλυφος.

Αντίστοιχη λειτουργία επιτελεί η φυγή προς εξω-λογικά στοιχεία όπως ο γάμος με το μπουφάν του νεκρού ή η τελευταία σκηνή συνομιλίας μάνας-νεκρού γιου.

Η Βιτάλη αναλαμβάνει και τη σκηνοθεσία του έργου της. Σε έναν ρεαλιστικό σκηνικό χώρο που σχεδίασε ο Νικόλας-Αύγουστος Γκέσκερ και απλώθηκε κάπως αυθαίρετα στην παραλληλόγραμμη σκηνή του θεάτρου με στόχο να συμπεριλάβει πολλούς επιμέρους σκηνικούς τόπους – χωρίς αυτό να μοιάζει τελικά αναγκαίο αλλά και δημιουργώντας σχετική σύγχυση χαρακτηρισμού τους-, οι ηθοποιοί κινήθηκαν μετωπικά, ακολουθώντας παραδοσιακή γραμμή. Επιτυχημένα αισθητικά τα κοστούμια (Λ. Βιτάλη) που ευνοούσαν τους ηθοποιούς και θερμοί οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα παρόλο που θα έπρεπε να απομονώνουν αποτελεσματικότερα τους σκηνικούς τόπους της εκάστοτε δράσης όπως και να αποφεύγονται οι άλλων εποχών και κατάλληλοι για άλλου είδους σκηνές προβολείς πάνω στα μονολογούντα μετωπικά πρόσωπα καθώς εδώ δεν έχουμε ιταλική σκηνή ενώ οι ηθοποιοί παίζουν σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές.

Αυτό που διέκρινε κυρίως τη σκηνοθεσία της Λείας Βιτάλη ήταν αφενός να ακουστεί σωστά το κείμενο και να αναδειχτούν οι ηθοποιοί της. Και αυτό το πέτυχε. Η Ντομένικα Ρέγκου, στον ρόλο της μετανάστριας Ρούντη, με τα σπασμένα ελληνικά αλλά και την ξενική προφορά υπήρξε αξιοθαύμαστα πειστική. Επιπλέον, καθώς το έργο διανθίζεται από τραγούδια ενταγμένα οργανικά στο δραματικό του πλαίσιο, η Ρέγκου τραγουδάει με ωραία φωνή αλλά μην λησμονώντας ούτε στιγμή την πειραγμένη εκφορά των λέξεων. Συνεπής ως την τελευταία συλλαβή του λόγου της. Εκφραστικά, πετυχαίνει να διατηρεί το μυστήριο ως το τέλος γύρω από τις πραγματικές προθέσεις του προσώπου που υποδύεται.

Ο Βασίλης Μπατσακούτσας, με τον μπρουτάλ σωματότυπο και την καλοκάγαθη έκφραση, αποδεικνύεται ιδανικός ερμηνευτής του Ζάχου, του διαταραγμένου, διψασμένου αλλά στερημένου από μητρική αγάπη άντρα, με ερωτικές παρορμήσεις ελεγχόμενες από τη μητέρα και την αφέλεια παιδιού – εύκολου θύματος εγκληματικών ομάδων που θα τον οδηγήσουν στη δολοφονία. Οι γλωσσικοί τονισμοί του κινήθηκαν σε αυτό το αμφίσημο τοπίο της ανάγκης αντρικής επιβεβαίωσης και των εμμονών ενός παιδιού.

Τέλος, η Μαίρη Νάνου, στο ρόλο της στιβαρής Αντρίκας, έπλασε με παλαιά, δοκιμασμένα υποκριτικά υλικά τον ρόλο της μάνας-αφέντη κρατώντας ωστόσο στο ημίφως τις βαθύτερες νοητικές της διεργασίες.

Σημαντική η συμβολή της ζωντανής μουσικής που συνόδευε τα τραγούδια από τους Χάρη Σταυρακάκη στο ακορντεόν και Καίτη Αναστασιάδου στο τουμπερλέκι. Παρ’ όλα αυτά, η σκηνοθεσία φάνηκε να αφήνει πολλούς νεκρούς χρόνους στη δράση, μεγάλες παύσεις που έντυναν επαναλαμβανόμενες ενέργειες ή κινήσεις χωρίς σημασιολογική βαρύτητα ή ώθηση της εξέλιξης. Πιστεύω ότι οι συντομότεροι ρυθμοί θα συντελούσαν στην καλύτερη ανάδειξη του έργου, δίνοντάς του στιβαρότητα και ενέργεια.

Η Λεία Βιτάλη, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου αλλά και συνεντεύξεις της τονίζει το επίκαιρο του τελευταίου αυτού έργου της, θίγοντας τα προβλήματα μετανάστευσης, ξενοφοβίας και ναζιστικού κινδύνου. Στην πραγματικότητα, το έργο της κινείται σε περισσότερο διαχρονικά πλαίσια καθώς χρησιμοποιεί τα μοτίβα του εισβολέα-ανατροπέα με άδηλη προθετικότητα, του γονέα-αφέντη που αδυνατεί να διατηρήσει εσαεί τον έλεγχο και του πρόσφορου προς εκμετάλλευση από επιτήδειους διαταραγμένου ατόμου. Και υπό αυτή την οπτική πράγματι μοιράζονται ισομερώς οι σχέσεις-θέσεις θύτη και θύματος και οι αναγκαίες όσο και ενδιαφέρουσες δραματουργικές ανατροπές.

Τσατσούλης

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο