Η πρόσφατη δουλειά της Σοφίας Πάσχου και της Ομάδας Patari Project αποτελεί παραστασιακή εκδοχή εμπνευσμένη από το πολλών και ποικίλων ερμηνειών διήγημα «Η μύτη» (1835-36) του γεννημένου το 1809 σε χωριό της Ουκρανίας Νικολάι Γκόγκολ του οποίου το θεατρικό έργο «Ο Επιθεωρητής» (1836) θα αποτελέσει την μεγάλη του επιτυχία αλλά και ταυτόχρονα, λόγω αντιδράσεων, την αιτία να καταφύγει για ένα διάστημα στην Ιταλία. Ο Γκόγκολ, θα πεθάνει το 1852 από ασιτία έχοντας περιέλθει σε μια παράλογη κατάσταση ενοχών και τύψεων υποβοηθούμενων από θρησκειοληψία, αρνούμενος να λάβει επί δεκαήμερο κάθε είδος τροφής.
Με τη «Μύτη» ο Γκόγκολ δημιουργεί το πρώτο, ίσως, αφήγημα «παραλόγου» καθώς σε αυτό η μύτη κάποιου ανθρώπου ανεξαρτητοποιείται, διεκδικώντας πλέον να διάγει το δικό της βίο όπως αυτή νομίζει. Ο δυστυχής Κοβαλιόφ δεν μπορεί να διανοηθεί τον εαυτό του χωρίς μύτη, στοιχείο άλλωστε που συνιστά μέρος της προσωπικότητάς του. Η αναζήτηση της μύτης, η ανεύρεσή της αλλά και η άρνηση της τελευταίας να επανέλθει στο πρόσωπο του ήρωα αποτελούν τη δράση του διηγήματος αλλά και της παράστασης.
Η τελευταία, ωστόσο, προσαρμόζει τη διήγηση στην ιδιαίτερη τεχνική που ακολουθεί η Ομάδα Patari Project ήδη από την πρώτη της εμφάνιση το 2012, την «τεχνική της πλατφόρμας». Μικροί χώροι-εξέδρες αποτελούν τον σκηνικό χώρο επί του οποίου οι ηθοποιοί αναπτύσσουν τη δράση τους ενώ όταν βρίσκονται σε ένα μόνο «πατάρι» τα σώματα μπλέκονται μεταξύ τους για να αναδυθούν από το σύμπλεγμα οι επιμέρους ρόλοι.
Στη «Μύτη» ακολουθείται διαφοροποιημένη τεχνική: ολόκληρη η πλατεία του Θεάτρου Πόρτα μετατρέπεται σε σκηνικό χώρο δράσης των έξι ηθοποιών ενώ η κανονική σκηνή φιλοξενεί τους θεατές. Δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό, από μόνο του, συνιστά ανατροπή ή ότι ακολουθεί τη λογική «του παράλογου» που διατρέχει το έργο καθώς έχει ήδη συμβεί σε παραστάσεις για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Εκείνο, ωστόσο, που πρωτοτυπεί είναι ότι οι ηθοποιοί κινούνται ασταμάτητα πάνω στα χερούλια των καθισμάτων της πλατείας ή στέκουν σε μικρές εξέδρες ενσωματωμένες ανάμεσα σε κάποιες από τις πολυθρόνες ενώ διάσπαρτα επίσης έχουν τοποθετηθεί μέσα στην αίθουσα μουσικά όργανα που χειρίζονται οι ίδιοι οι ηθοποιοί προκαλώντας ηχητικά εφέ που συνοδεύουν ή σχολιάζουν τη δράση.
Παράδοξες ισορροπίες ανάμεσα στα καθίσματα, μετακινήσεις ανά μόνας ή σε υποσύνολα διατρέχουν όλο το έργο καθώς η μύτη κυλάει, κρυπτόμενη, ανάμεσα στις σειρές ή στους διαδρόμους της πλατείας. Μια εξαιρετικής κινητικότητας, εντυπωσιακής ευκρίνειας λόγου και περιπαικτικού πείσματος Μύτη της Κίττυς Παϊταζόγλου έδωσε το υποκριτικό στίγμα μιας παράστασης δεξιοτεχνίας ενώ η εμπνευσμένη της διογκωμένη κόμμωση με τις δύο τρύπες στα τυλιγμένα μαλλιά που συνδήλωνε τα δυο της ρουθούνια ήταν ιδιαίτερη επιτυχημένη επιλογή.
Τον απεγνωσμένο και σε διαρκή κινητικότητα Κοβαλιόφ, με το χέρι να κρύβει μονίμως το σημείο της απούσας μύτης στο πρόσωπο αλλά παρ’ όλα αυτά να ακούγεται ευκρινώς ερμήνευσε με την πρέπουσα κωμικο-δραματική απελπισία ο καλός Ηλίας Μουλάς.
Με άριστη, σχεδόν ασταμάτητα ακροβατική κίνηση και ταυτόχρονο χειρισμό των μουσικών οργάνων ανελίχθηκαν στον χώρο της πλατείας οι τέσσερις υπόλοιποι ηθοποιοί στους πολλαπλούς τους ρόλους: Θεοδόσης Κώνστας, Θάνος Λέκκας, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος και, πληθωρική, η Εριφύλη Στεφανίδου. Νεοεισερχόμενοι και παλαιότεροι της Ομάδας δημιούργησαν ένα συμπαγές σύνολο και σε αυτό θα πρέπει να τονιστεί η συμβολή της σκηνοθέτιδας Σοφίας Πάσχου.
Μόνη παρατήρηση στις όλο ενέργεια ερμηνείες των άξιων αυτών ηθοποιών η κατά διαστήματα μη ευκρίνεια του λόγου τους – γεγονός που εν μέρει οφειλόταν ίσως στον μεγάλο χώρο της πλατείας αλλά και στη διαρκή τους κίνηση, κυρίως όμως στην προσπάθεια αλλοίωσης της φωνής τους. Είναι σημείο που αν προσεχτεί όπως πρέπει μπορεί να διορθωθεί.
Τη θαυμάσια μουσική σύνθεση με το παιγνιώδες μουσικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο των συλλαβών «μύ-τη» έγραψε ο Ανρί Κεργκομάρ ενώ τους φωτισμούς που δημιουργούσαν τους επιμέρους σκηνικούς τόπους της αίθουσας σχεδίασε η Σοφία Αλεξιάδου.
Τα απόλυτα φανταιζί κοστούμια, παράταιρα μεταξύ τους που παρέπεμπαν σε μια κλοουνερί μπεκετικών συνδηλώσεων ήταν της Κλαιρ Μπρέισγουελ. Στη δραματουργία ο Juan Ayala. Η σκηνική επιμέλεια ήταν του Άγγελου Καρύδη.
Η Σοφία Πάσχου συνεχίζει με την ομάδα της να πειραματίζεται σε ένα ιδιάζον είδος θεάτρου, στηριγμένο στη σωματική επιδεξιότητα και δεξιοτεχνία, και να το εξελίσσει δημιουργικά, διατηρώντας τη δική της σκηνοθετική ταυτότητα στο πολυποίκιλο και όχι πάντα πρωτότυπο ελληνικό θεατρικό τοπίο.
Απόψεις