Νηλ Σάιμον: Καινούργια σελίδα σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου

Κριτική: Δημήτρης Τσατσούλης

Ο Νιλ Σάιμον (Νέα Υόρκη, 1927) είναι από τους πλέον επιτυχημένους και εμπορικούς σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, έχοντας συγγράψει πολλά γνωστά θεατρικά έργα αλλά και κινηματογραφικά σενάρια, συχνά διασκευές θεατρικών του όπως τα, μεταξύ πολλών άλλων,  Ξυπόλυτοι στο πάρκο και Καινούργια σελίδα (1977 στη σκηνή, 1979 στον κινηματογράφο).

Κατεξοχήν κωμωδιογράφος, έχει ασχοληθεί με όλες τις μορφές κωμικής γραφής, από τις ρομαντικές κομεντί ως τις δραματικές ή μαύρες κωμωδίες ενώ τα φαρσικά  δρώμενα, τα quiproquo και οι αστείες ατάκες διανθίζουν συχνά τα έργα του. Υπερεκτιμημένος ή υποτιμημένος, ο αμερικανός συγγραφέας είναι βέβαιο ότι χειρίζεται επιτυχημένα τους τρόπους του κλασικού μπουλβάρ αγγίζοντας το αστικό κοινό του στο οποίο και απευθύνεται αλλά και δημιουργώντας ελκυστικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ελληνική σκηνή, γνωστές πρωταγωνίστριες επέλεξαν έργα του όπως, συγκεκριμένα,  την Καινούργια σελίδα, στα ανεβάσματα της οποίας συναντάμε γνωστά ονόματα όπως της Νόνικας Γαληνέα, της Ζωής Λάσκαρη ή της Κάτιας Δανδουλάκη (σύμφωνα με την επιμελημένη από τον θεατρολόγο-σκηνοθέτη πλήρη παραστασιογραφία ενταγμένη στο μικρό αλλά περιεκτικό σε πληροφορίες πρόγραμμα της παράστασης).

Η Καινούργια σελίδα -όπως άλλωστε και άλλα έργα του συγγραφέα- διαθέτει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία αφού η υπόθεσή της πηγάζει άμεσα από τη βιογραφία του: την περιπετειώδη  γνωριμία και γάμο του Σάιμον με τη δεύτερη γυναίκα του, ηθοποιό Μάρσα Μέισον – η οποία θα πρωταγωνιστήσει στην παράσταση ερμηνεύοντας ουσιαστικά τον εαυτό της- μετά τον θάνατο της πρώτης, επί είκοσι χρόνια, γυναίκας του Τζόαν και τη συνακόλουθη κατάθλιψή του.

Ο Γιάννης Μόσχος, διδάκτωρ Θεατρολογίας, ως σκηνοθέτης δοκιμάζεται σε ποικίλες δραματικές μορφές ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι μόνο σκηνοθετεί αλλά και μεταφράζει και διασκευάζει το έργο του Σάιμον, καθιστώντας το, με λεπτές αλλά κρίσιμες πινελιές, επίκαιρο.

Μια από αυτές είναι η μετατροπή του Λέο Σνάιντερ, αδελφού και μάνατζερ του πρωταγωνιστικού προσώπου, του συγγραφέα Τζωρτζ,  σε ομοφυλόφιλο και μάλιστα παντρεμένο με παιδί που επίσης περνά κρίση στον γάμο του. Διατηρώντας όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του χαρακτήρα του Λέο ανέπαφα, ο Μόσχος δεν θα στερήσει στο δραματικό αυτό πρόσωπο τόσο την παρελθοντική ετεροφυλόφιλη σχέση του με τη Φέι όσο και την απόπειρα ερωτικής τους συνεύρεσης στο παρόντα χρόνο σκηνικής δράσης, η αποτυχία ολοκλήρωσης της οποίας αποδίδεται (λόγω διασκευής) εν μέρει και στη δική του αλλαγή ερωτικών προτιμήσεων.

Η απόπειρα ετεροφυλόφιλης απιστίας του Λέο εμφανίζεται, ωστόσο,  ως φυσιολογική και σίγουρα δημιουργεί αμηχανία στο ως επί το πλείστον «αστικό» (και όχι μόνο) κοινό της παράστασης που ίσως έχει προκατασκευασμένες αντιλήψεις  ως προς την ερωτική συμπεριφορά των έμφυλων ταυτοτήτων, αντιπροτείνοντάς του εδώ τον εν διαχύσει, εκτός στερεότυπων προσδιορισμών, σεξουαλικό προσανατολισμό των ατόμων. Εμμέσως πλην σαφώς η διασκευή του Μόσχου σε αυτό το σημείο φαίνεται να υποβάλλει στο ανυποψίαστο κοινό ενός μπουλβάρ την άρνηση κάθε ιεραρχικού διχοτομικού σχήματος μεταξύ ετεροφυλοφιλίας και ομοφυλοφιλίας.

Είναι άξιος επαίνου ο τρόπος που η Τίνα Τζόκα χειρίστηκε σκηνογραφικά τον περιορισμένο σκηνικό χώρο του θεάτρου με τα καθίσματα των θεατών σε σχήμα Γ, με τη δίοδο της εισόδου ανάμεσά τους. Δημιούργησε μια διαγώνια νοητή τομή κατασκευάζοντας δύο ομοιόμορφους εφαπτόμενους χώρους οι οποίοι, μέσω χρωματικής διαφοροποίησης, δήλωναν τα δύο διαμερίσματα, του Τζώρτζ Σνάιντερ και της Τζένι Μαλόουν. Πανομοιότυπα έπιπλα ή σκηνικά αντικείμενα σε γκρι τόνους για τον Τζωρτζ, σε ροζ για την Τζένι ενώ η διάταξη επέτρεπε και στις δύο πλευρές των  θεατών να έχουν απρόσκοπτη ορατότητα και στους δύο χώρους. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου έπαιξαν εδώ σημαντικό ρόλο τόσο στις εναλλαγές δράσης από τον ένα στον άλλο χώρο απρόσκοπτα όσο και στην ανάδειξη των συναισθηματικών καταστάσεων των προσώπων μέσω κατάλληλων φωτιστικών εντάσεων.

Της Τζόκα ήταν και τα εξαιρετικά κοστούμια, κομψά όσο και θεατρικά μέχρι το τελευταίο αξεσουάρ  που, παρά τις συχνές τους αλλαγές, κινήθηκαν στους γκρίζους-καφέ-λαδί τόνους όσον αφορά στον Τζωρτζ ενώ σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ-φούξια σε φορέματα, μπλούζες-φούστες, παντελόνια ή και εσώρουχα όσον αφορά στην Τζένι αλλά και την φίλη της Φέι. Μικρές κλίσεις προς το ροζ από το αντίπαλο στρατόπεδο σημειώθηκαν σε ενδυματολογικά στοιχεία του Λέο που κινείται και στον χώρο των γυναικών. Μόνον προς το τέλος, όταν τα δύο πρόσωπα φαίνεται επιτέλους να συγκλίνουν, στην γκαρνταρόμπα της Τζένι υπεισέρχονται λαδί τονισμοί ενώ ανοιχτόχρωμοι τόνοι φωτίζουν τον Τζωρτζ.

Το μπουλβάρ έχει τους δικούς του κανόνες υποκριτικής που δύσκολα παραβιάζονται. Ωστόσο, ο Ταξιάρχης Χάνος, στον ρόλο του Τζωρτζ, έδωσε εσωτερικότητα στο πρόσωπο και ταυτόχρονα έπαιξε με ποικίλες διακυμάνσεις τόσο εκφραστικές όσο και κινησιολογικές, ακόμη και στις διαβαθμίσεις  των στάσεων του σώματος αλλά και στο τρόπο εκφοράς του λόγου, δίνοντας κωμικότητα μέσω ευαισθησίας.

Η Μαρία Καλλιμάνη, ως Τζένι, λαμπερή μέσα στη νευρικότητα του προσώπου της χειραφετημένης γυναίκας που νιώθει να ερωτεύεται και διακριτικά κομψή στην κινησιολογία της, τήρησε απόλυτο έλεγχο του χειρονομιακού της κώδικα όπως και των όποιων φωνητικών της εξάρσεων, δημιουργώντας δραματικότητα την οποία  υπέσκαπτε το υπόγειο χιούμορ.

Οι πλέον κωμικές καταστάσεις οφείλονται εκ του κειμένου στους Λέο και Φέι που ερμήνευσαν απολαυστικά οι δύο ηθοποιοί που τους ανέλαβαν: ο μπαινοβγαίνοντας στον, εκ σκηνοθεσίας,  ομοφυλόφιλο ρόλο του  Άγγελος Μπούρας κρατώντας ισορροπία ακριβείας και μη περιπίπτοντας διόλου σε εύκολες λύσεις όσο και η σε διαρκή κινητικότητα Άνδρη Θεοδότου, ευέλικτη, μπριόζα, αυθεντικά κωμική ηθοποιός.

Οι έγκυρες μουσικές παρεμβάσεις -που βασίζονταν σε κουιντέτο του Μποκερίνι-  ήταν των Νίκου Βίττη και Νάσσου Σωπύλη.

Ο Γιάννης Μόσχος έστησε ένα κλασικό μπουλβάρ στηριζόμενος σε καλούς ηθοποιούς και λοιπούς συντελεστές με σεβασμό  στο είδος και τη μορφή του χωρίς εύκολες λύσεις, αναδεικνύοντας με εσωτερική ποιότητα το γλυκόπικρο χιούμορ που αρμόζει στις ανθρώπινες καταστάσεις.

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Γιάννη Πρίφτη.

Τσατσούλης

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο