Η Τριλογία του Ηθοποιού: 2. Cast στο ΒΙΟS

Μεταξύ performance και documentary theatre ή αλλιώς docu-drama κινήθηκαν στη δεύτερη αυτή παράσταση της Τριλογίας του Ηθοποιού οι δύο συνδημιουργοί της ομάδας ΚΟLΟΦΩΝ, προχωρώντας, μετά το περσινό «Studio», σχετικό με την εκπαίδευση του ηθοποιού, στη διαδικασία του casting, δηλαδή των τρόπων επιλογής των ηθοποιών για να συμμετάσχουν σε μια παράσταση.

Αν η αυθεντική  μορφή  του «Θεάτρου ντοκουμέντου», όπως το εισήγαγε ο Πισκάτορ, απαιτεί την απλή παράθεση τεκμηρίων γύρω από ένα ζήτημα με θεατρική μορφή, οι μετεξελίξεις του είδους, ήδη από τον Μπρεχτ, έχουν διευρύνει τις τεχνικές του εμπλέκοντας έντονα στα τεκμήρια και τη μυθοπλασία. Βέβαια, σύγχρονο πρότυπο των νέων δημιουργών για το είδος αυτό θεάτρου αποτελούν οι Rimini Protokoll: είναι αυτοί που εισάγουν στις παραστάσεις τους αυθεντικές μαρτυρίες ειδικών πάνω στο θέμα που απασχολεί την παράστασή τους, φέρνοντας επί σκηνής ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχέση με το θέατρο.

Με αυτή τη λογική, η ομάδα των Ξανθοπούλου-Μπαμπίλη υπο-τιτλοφορεί την συγκεκριμένη τους παράσταση με τη φράση «/εστιάζοντας στους ηθοποιούς ως ειδικούς (experts) του θεάτρου/».  Αλλά ακριβώς εδώ δημιουργείται ένα παράδοξο ως προς το ίδιο το θέμα: οι ηθοποιοί δεν είναι «εκτός θεάτρου ειδικοί», επομένως, αναγκαστικά «παίζουν» ρόλους περισσότερο από το να τεκμηριώνουν. Εδώ, επί σκηνής υπάρχουν τρεις ηθοποιοί που, αν και αυτοσυστήνονται με τα ονόματά τους (όπως σε κάθε περφόρμανς όπου ο ηθοποιός «προσποιείται» ότι δεν είναι ρόλος, κινούμενος στη μεταιχμιακότητα φυσικού και δραματικού προσώπου), αναλαμβάνουν ρόλους άλλων, έστω διαβάζοντας συνεντεύξεις ή προσποιούμενοι ότι περνούν από «οντισιόν».

Έτσι, η Δήμητρα Λούπη θα διαβάσει, χρωματίζοντάς την φωνητικά (άρα απο-τεκμηριώνοντας), συνέντευξη που έδωσε στους συντελεστές ο Θεόδωρος Τερζόπουλος σχετική με τον τρόπο που σχημάτισε την πρώτη του ομάδα στους Δελφούς για να ανεβάσει τις Βάκχες. Ή, ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, βιντεοσκοπημένος,  θα μιλήσει για τις διαδικασίες «κάστινγκ» στη Αμερική και στη συνέχεια θα προσποιηθεί ότι περνά από οντισιόν τους επί σκηνής ηθοποιούς σε έναν ευτυχή και επιτυχή συγχρονισμό ζωντανού-βιντεοσκοπημένου υποδυόμενος τη χειρότερη (και αστεία) εκδοχή απορριπτικού των υποψηφίων σκηνοθέτη. Αλλά κι εδώ, τόσο ο Αρβανιτάκης προσποιείται και δεν καταθέτει μαρτυρία όσο και οι ηθοποιοί προσποιούνται ότι περνούν από τη συγκεκριμένη διαδικασία. Τελικά, σε όλες τις περιπτώσεις, η θεατρικότητα  έχει εισέλθει με καταλυτικό τρόπο σε βάρος της «τεκμηρίωσης».

Η παράσταση εμπλουτίζεται και από βιντεοπροβολές, σε διαφορετικές αυτοσχέδιες οθόνες είτε του τηλεοπτικού σήριαλ «Οι δύο ξένοι» είτε από απόσπασμα της ταινίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα» με σκηνές που αναφέρονται στο κάστινγκ. Και οι δύο -άκρως αντίθετες οπτικές- είναι επιτυχείς παρόλο που κρατούν περισσότερο από τον πρέποντα -και τις ανάγκες που εξυπηρετούν- χρόνο. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι θεατές, καθώς εισέρχονται στον χώρο, υποχρεώνονται, πριν κατευθυνθούν στις θέσεις τους, να περάσουν από «στενή» δίοδο και να πουν μπροστά στον ηθοποιό την ατάκα «εγώ είμαι». Αυτή η παράδοξη «οντισιόν» θα βρει, όμως, την αντιστοιχία της στην οντισιόν που αναπαρίσταται στην  ταινία του Αγγελόπουλου, με την ίδια ατάκα, από πλήθος ηλικιωμένων, έως ότου ο σκηνοθέτης της φιλμικής ιστορίας συναντήσει στο πρόσωπο του Κατράκη τον ιδανικό για το ρόλο άνθρωπο.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη (διαμεσολαβημένη) μαρτυρία του Τερζόπουλου: ένα κείμενο που θα ακουστεί πολύ αργότερα θέτει το ζήτημα της διαθεσιμότητας του ηθοποιού να αφεθεί τυφλά στα χέρια του σκηνοθέτη του. Φυσικά, η ενδιαφέρουσα αυτή κυκλική ανασημασιοδότηση θεωρώ ότι ξεφεύγει από την έννοια του «Cast» και την πρακτική της οντισιόν καθώς η επιλογή των βασικών του ηθοποιών από τον Τερζόπουλο υπερβαίνει-όντας ιδιάζουσα περίπτωση στο θεατρικό κύκλωμα- την έννοια της οντισιόν και  τις συνθήκες και διαδικασίες που αυτή γίνεται στην Ελλάδα. Και ίσως αυτή ήταν η μεγάλη αστοχία μιας παράστασης-τεκμηρίωσης βασισμένης σε «ειδικούς»: δεν ανέδειξε το πώς πραγματικά λαμβάνει χώρα μια οντισιόν στο πραγματικό θέατρο. Όχι στη χιουμοριστική τηλεοπτική εκδοχή, όχι στη μυθοπλαστική μιας ταινίας, όχι στην Αμερική, όχι στην ιδιάζουσα περίπτωση ενός σκηνοθέτη που αναζητά κατάλληλα προετοιμασμένα πρόσωπα για να ακολουθήσουν μια ιδιαίτερη μέθοδο σωματικού θεάτρου.

Καταλήγω επομένως να πω ότι η  παράσταση της ομάδας ΚΟLΟΦΩΝ ήταν μια ενδιαφέρουσα περφόρμανς, με όλα τα συστατικά του είδους, αλλά δεν έπειθε ως θέατρο τεκμηρίωσης καθότι δεν ανταποκρινόταν στις βασικές του προδιαγραφές. Ακόμη και στην πλέον χαλαρή μορφή του, το τελευταίο δραματοποιεί μια «αληθινή» ιστορία. Και αυτή απουσίαζε από την παράσταση αυτή.

Ενδιαφέροντα, με δεδομένο τα πενιχρά μέσα, τα σκηνικά των Δάφνης Αηδόνη και Ελένης  Αραποστάθη αλλά βρήκα τη μουσική (λΑΜΠΕΡΟύκ) στο πρώτο μέρος ασύμβατη με τα δρώμενα, σε βαθμό ενοχλητικό: δεν σχολίαζε, δεν έκανε διάλογο, δεν ανέτρεπε, απλώς θορυβούσε. Στη συνέχεια ωστόσο συντάχθηκε με τη δράση.

Ο Adrian Frieling είναι έμπειρος ηθοποιός του αυτοσχεδιαστικού θεάτρου που απαιτεί η τεχνική της περφόρμανς. Διαθέτει πηγαίο τρόπο να χειρίζεται καταστάσεις, να βγάζει γέλιο. Η γνωστή χορογράφος-χορεύτρια Βάλια Παπαχρήστου, πέρα από την εξαιρετική της κίνηση, διαθέτει μια υπέροχη θεατρική εκφορά λόγου και αυτό υπήρξε στα θετικά της παράστασης, ειδικά σε μονολογικά μέρη. Η Δήμητρα Λούπη, τέλος, δεν έχει ακόμα αποκτήσει την εμπειρία που απαιτείται για ένα τέτοιο είδος θεάτρου ούτε κινησιακά αλλά ούτε φωνητικά.

Τσατσούλης

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο