Κριτική Θεάτρου του Δημήτρη Τσατσούλη*
Βγαλμένο, λες, από την πρόσφατη ελληνική (και όχι μόνο) πραγματικότητα μοιάζει το έργο του Jorge Cooner, συγγραφέα τον οποίο αγνοώ, και το όνομα του οποίου, σε μια σύντομη περιήγησή μου στο διαδίκτυο, δεν συνάντησα πουθενά, αδυνατώντας έτσι να δώσω την όποια χρήσιμη πληροφορία.
Το Guilty Choices, ωστόσο, επέλεξε να αποδώσει επί σκηνής ο σχετικά νέος σκηνοθέτης Θοδωρής Βουρνάς. Έργο που θίγει τα ενδότερα του θεάτρου, αλλά και άλλων επαγγελματικών (ανδροκρατούμενων) εξουσιαστικών χώρων ‒όπως αυτοί που απασχόλησαν πρόσφατα την κοινή γνώμη‒ με επίκεντρο ένα ζευγάρι:
Αφενός, τον Τόνυ, έναν φιλόδοξο και άνεργο νεαρό ηθοποιό, ο οποίος θα περάσει από οντισιόν για ρόλο που διακαώς επιθυμεί, δεχόμενος ερωτικές προτάσεις από τον σκηνοθέτη του. Η αρχική του υποχωρητικότητα να σταθεί ολόγυμνος μπροστά στον σκηνοθέτη θα αντικατασταθεί από την αντίδρασή του μπροστά στις ερωτικές προτάσεις του τελευταίου, τη στιγμιαία, στη συνέχεια, αντιστροφή των ρόλων και το βίαιο ξεγύμνωμα του σκηνοθέτη υπό την απειλή σουγιά από τον Τόνυ και, τελικά, την αποδοχή της ερωτικής σχέσης με έπαθλο τον πολυπόθητο ρόλο.
Αφετέρου, είναι η Μπέλλα, η οποία επιλέγει, παρά τις αντιρρήσεις του Τόνυ, τη στρατιωτική καριέρα, θεωρώντας ότι οι τυχόν δυσκολίες σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο δεν αποτελούν (και σωστά) εμπόδιο για μια σύγχρονη γυναίκα. Έτσι, θα εγκαταλείψει την προηγούμενη δουλειά της, με την οποία έως τότε συντηρούσε και τους δύο. Μόνο που όταν θα βρεθεί μπροστά στον μεθυσμένο Λοχαγό της, που βλέπει τη γυναίκα μόνο σεξουαλικά, θα υποστεί μια βίαιη απόπειρα βιασμού.
Οι ταυτόχρονες μηνύσεις θα καταλήξουν να απορριφθούν, καθώς ο Λοχαγός θα αντιπροτείνει ότι η Μπέλλα υπήρξε απέναντί του δοτική, ενώ εκείνη κατά του σκηνοθέτη, που θα καταθέσει η Μπέλλα αγνοώντας τις λεπτομέρειες, θα αποδείξει ότι η πράξη έγινε κατόπιν συμφωνίας του Τόνυ.
Το σύντομο και κάπως συνοπτικό τέλος, περιορισμένο σε μία σκηνή, δεν πείθει δραματουργικά, παρόλα αυτά δείχνει, έστω και επιφανειακά, μια τρέχουσα πραγματικότητα, ενώ στο επίπεδο της υπόθεσης οι καταστάσεις οδηγούν στο τέλος της σχέσης του ζευγαριού. «Ένοχες επιλογές» σίγουρα για τον φιλόδοξο Τόνυ, μάλλον υπερβολική αυτοπεποίθηση από την ανέτοιμη να αντιδράσει αποτελεσματικά σε μη προβλεπόμενες (και βίαιες) καταστάσεις Μπέλλα, τουλάχιστον έτσι όπως παρουσιάζει σχηματικά τα πρόσωπα το δραματικό κείμενο.
Το λιτό σκηνικό (σε επιμέλεια Αλέξανδρου Καλαματιανού) αποτελείται ουσιαστικά από τέσσερις μαύρους κύβους που αλλάζουν θέσεις ανάλογα με τη σκηνή, υποβοηθούμενο από τους φωτισμούς του Γιώργου Αγιαννίτη.
Η επιλογή ενός ρεαλιστικού παιξίματος δεν ευνόησε, παρά τη φιλότιμη προσπάθειά τους, τους νεαρούς ηθοποιούς της παράστασης, από τους οποίους, παρά τη σωστή, ως επί το πλείστον, εκφορά λόγου, απουσίαζε το εσωτερικό πάθος, οι εκφράσεις του προσώπου, η σημαίνουσα κινησιολογία. Και αν στην πρώτη σκηνή του ζευγαριού, όπου δίνεται το στίγμα των ταυτοτήτων των δύο προσώπων, μοιάζει η Ειρήνη Στεριανού (Μπέλλα) να ελέγχει τα υποκριτικά της εργαλεία, σε εκείνη της αποκάλυψης του βιασμού της στον μεθυσμένο-μετανοημένο για τις δικές του πράξεις Τόνυ (Σταύρος Λιλικάκης) ο έλεγχος έχει πλήρως χαθεί, καθιστώντας τη βασική αυτή σκηνή άνευρη και ελάχιστα πειστική και από τους δύο ηθοποιούς.
Θαμπός, ως επί το πλείστον, ο Τάσος Χρυσόπουλος στον ρόλο του Σκηνοθέτη, δεν απέδωσε τον εξουσιαστικό μηχανισμό που εκπροσωπούσε, αλλά ούτε το ύπουλο παιχνίδι του, μη βοηθούμενος ίσως και από τον τρόπο που δομήθηκε δραματουργικά το πρόσωπο που υποδυόταν. Πειστικότερος όλων ο Βασίλης Βουτετάκης στον ρόλο του Λοχαγού, έπεισε για τη μετάβαση από την αυταρχικότητα, την υποτιμητική αντιμετώπιση της γυναίκας, στην απεγνωσμένη προσπάθεια να βιάσει, μεθυσμένος και ασυγκράτητος, τη Μπέλλα, έστω και πάνω από τα ρούχα της, περιφέροντας μετά με μετάνοια την αξιολύπητη δική του κυριολεκτική και μεταφορική γύμνια.
Πιστεύω ότι παρά τις δραματουργικές αδυναμίες του κειμένου, και επειδή τα θέματα που θίγει είναι επίκαιρα, και ταυτόχρονα απαιτητικά για πειστική ρεαλιστική απόδοση, θα ήταν προτιμότερη εκ μέρους του σκηνοθέτη, η επιλογή μιας περισσότερο αφαιρετικής υποκριτικής (σε λόγο και κινησιολογία), όπως αυτή, η πολλά υποσχόμενη, που σήμανε την έναρξη της παράστασης, με τους τέσσερις ηθοποιούς καθισμένους, να διασταυρώνουν λιτά τους λόγους τους.
Μια τέτοια αποστασιοποίηση θα τόνιζε καλύτερα την ίδια την ιστορία, τις αμφίσημες συμπεριφορές των προσώπων, τις λεπτές ισορροπίες στις σχέσεις εξουσίας στους όποιους επαγγελματικούς χώρους, ή και τις συνέπειες της άνευ φραγμών ατομικής φιλοδοξίας για γρήγορη επιτυχία κάποιων ατόμων, θέματα, δηλαδή, που θέτει η παράσταση. Ειδικά, όταν το ανθρώπινο δυναμικό αποτελείται από νέους ηθοποιούς που, αβοήθητοι, συχνά ταυτίζουν τον σκηνικό ρεαλισμό με την υιοθέτηση του καθημερινού τους λόγου. Γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις, η φρεσκάδα που διαθέτουν τα νεαρά πρόσωπα, δεν είναι πάντα αρκετή.
Οι φωτογραφίες είναι του Αλέξανδρου Λογαρά.
*Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών.
Τσατσούλης
Απόψεις