της Μαρίας Καρανάνου
Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο Γιωργής, φεύγει από το σπίτι του, αναζητώντας τον πατέρα του. Δώρο από τη μητέρα του τρεις μαγικές πέτρες που κρύβουν μέσα τους τρία παράξενα πλάσματα: τον Πέτρο, τον Πετρούκιο και την Πετρίτσια. Ο Γιωργής με τους νέους φίλους τους θα ζήσει μια σειρά από περιπέτειες στα τρία σημεία του ορίζοντα, ψάχνοντας παράλληλα την ίδια πέτρα που έκανε τον πατέρα του να φύγει από το σπίτι. Θα γνωρίσει παράξενα πλάσματα και με όπλα του το θάρρος, την εξυπνάδα και περισσότερο από όλα τη δύναμη της θέλησης, θα αναμετρηθεί με τον εαυτό του και θα ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται μέσα του.
Μια ιστορία τοποθετημένη περίπου 800 χρόνια πριν σε μία μεσαιωνική πόλη που τα έχει όλα: μάγια και ξόρκια, έναν καλό κι ένα κακό μάγο, μαγικές πέτρες, παράξενα πλάσματα, ζώα που μιλούν και πολύ μουσική, χιούμορ και φαντασία. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος βασίζεται σε γνωστά μοτίβα των λαϊκών παραμυθιών: δεν υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένο τόπο και συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η αφήγηση είναι γραμμική, οι χαρακτήρες επίπεδοι, σχεδόν μονολιθικοί, υπάρχουν στοιχεία ανιμισμού και ανθρωπομορφισμού ενώ τα εξωλογικά στοιχεία είναι παντού (μάγοι, ξωτικά, όντα με υπερφυσικές δυνάμεις). Κι επιπλέον, κυριαρχεί η δυιστική αντίληψη της πραγματικότητας, το δίπολο κακός – καλός το οποίο οδηγεί και στη συμβατική κατάληξη της υπερίσχυσης του καλού έναντι του κακού.
Στο έργο του Παπασπηλιόπουλου θα βρει κανείς εμφανείς τις λειτουργίες που δομούν ένα παραμύθι όπως τις ανέπτυξε ο Propp[1]. Ενδεικτικά αναφέρω, την αναχώρηση του ήρωα, τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται, την προμήθεια του μαγικού μέσου, τον αγώνα ανάμεσα στον ήρωα και τον αντίπαλό του, την επιστροφή του ήρωα στο σπίτι αλλαγμένου. Το έργο χρησιμοποιεί ως στέρεη βάση αυτές τις λειτουργίες που αποτελούν αιώνες τώρα δομικά στοιχεία των παραμυθιών και αναπτύσσει με ασφάλεια την πλοκή της ιστορίας.
Τα δομικά αυτά στοιχεία συνυπάρχουν και αναμιγνύονται με έθνικ και αστείες πινελιές σε ένα δυναμικό κείμενο που διακρίνεται από χιούμορ και σπιρτάδα, χάνεται όμως κάποιες φορές στις καλές προθέσεις του δημιουργού του. Κι ενώ θέματα όπως η αξία της φιλίας και της οικογένειας, η σημασία της πίστης και της ελπίδας αναδεικνύονται και προβάλλονται, υπαρκτά είναι τα δραματουργικά κενά που καλείται να καλύψει ο αφηγητής της ιστορίας. Χωρίς αυτόν θα έλειπε ο νοηματικός κρίκος που συνδέει τα διαφορετικά επεισόδια. Η ιδέα του του αφηγητή είναι καλή στη σύλληψή της, ωστόσο ο τρόπος χρήσης της στην πορεία οδηγεί σε αμφίβολα αποτελέσματα καθώς νιώθουμε ότι τα πάντα υπερεξηγούνται. Λίγα μένουν να σκεφτεί, να νιώσει ή να διαισθανθεί το κοινό. Αν η ιστορία γινόταν πιο απλή – αν εστίαζε μόνο στην αναζήτηση της πέτρας – χωρίς την εμπλοκή του χαμένου πατέρα, θα ήταν σίγουρα πιο ευνόητη για τα παιδιά και θα τους έδινε την δυνατότητα να κατανοήσουν και να αισθανθούν τον τρόπο με τον οποίο ο Γιωργής καταφέρνει να πετύχει τους στόχους του. Σε κάθε περίπτωση όμως δραματουργικά είναι μία φιλότιμη και εν τέλει έντιμη προσπάθεια η οποία δίνει υποσχέσεις για το μέλλον.
Η σκηνοθεσία υπογράφεται από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και την Κατερίνα Παπαδάκη και χαρακτηρίζεται από γοργό ρυθμό, εναλλαγές εντυπωσιακών εικόνων, σωστή αίσθηση του χιούμορ και ωραία παρουσίαση των εξωλογικών στοιχείων. Η μουσική επιμέλεια του Αλέξιου Πρίφτη φέρνει τα παιδιά σε επαφή με σπουδαία κομμάτια κλασικής μουσικής ενώ τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή είναι τις περισσότερες φορές ευρηματικά: δίνουν έξυπνες λύσεις, δεν καταφέρνουν όμως πάντα να γεμίσουν τη σκηνή.
Ο Γιάννης Σαρακατσάνης είναι απολαυστικός στον ρόλο του αφηγητή. Κρατάει ουσιαστικά την παράσταση επάνω του. Παιχνιδιάρης, αστείος κλείνει το μάτι στο κοινό (παιδιά και ενήλικες), επικοινωνεί μαζί του, συνδέει το παζλ της ιστορίας και το χθες με το σήμερα. Ο Γιωργής του Ντένη Μακρή είναι μια ωραία παρουσία, αναδύει τρυφερότητα και ευαισθησία, με λίγη εξωστρέφεια παραπάνω θα κατακτούσε το κοινό των παιδιών. Ο Πέτρος και ο Πετρούκιος (Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης και Τζεφ Μαράουι), αστείο δίδυμο, κινούνται με άνεση στη σκηνή, χαρίζουν γέλιο και κερδίζουν την συμπάθεια των μικρών θεατών με μεγάλη ευκολία ενώ η Πετρίτσια (Φανή Αποστολίδου) είναι εντυπωσιακή κινητικά. Ο Γιάννης Πολιτάκης ξεχωρίζει ως βασιλιάς σκύλος σε μία από τις πιο πρωτότυπες σκηνές της παράστασης και η Κατερίνα Παπαδάκη, που έχει συνσκηνοθετήσει την παράσταση, έχει ωραία ενέργεια στο ρόλος της κακιάς ξαδέρφης με κάποιες ωστόσο υπερβολές. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμβάλλουν όμορφα το τελικό αποτέλεσμα και μαζί με την προσεγμένη κίνηση (Μανώλης Θεοδωράκης) και τους καλούς φωτισμούς (Νίκος Βλασόπουλος) δημιουργούν σε μια παράσταση που αξίζει υποστήριξης.
[1] Vladimir Propp, Μορφολογία του παραμυθιού, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
Απόψεις