Η αγάπη άργησε μια μέρα στο θέατρο Αργώ

της Ειρήνης Μουντράκη

Το μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου Η αγάπη άργησε μια μέρα εκδόθηκε το 1994 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια και γρήγορα αγαπήθηκε ιδιαίτερα. To 1997 μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη για την ΕΡΤ σε σκηνοθεσία του Κώστα Κουτσομύτη με τη συνδρομή στο σενάριο του Μάριου Ποντίκα και του Νίκου Απειρανθίτη. Είκοσι χρόνια μετά βρίσκει το δρόμο του και για τη σκηνή στη θεατρική του μεταφορά από τον Ένκε Φεζολλάρι, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία στο  θέατρο Αργώ της ακούραστης Αιμιλίας Υψηλάντη.

Σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, το Νιοχώρι, η οικογένεια Φτενούδου ζει τον δικό της – ανυπόστατο – μύθο. Ο υποδηματοποιός δεσποτικός πατέρας και η δασκάλα μητέρα σε έναν γάμο που επιβλήθηκε. Οι πέντε κόρες και οι τρεις γιοι.

Όταν ξεσπάει ο πόλεμος, η Πηνελόπη, η κόρη που αποκαλούν τέρας και που η οικογένεια την κρύβει λόγω της εμφάνισής της, κρύβει έναν Ιταλό στο Υπόγειο. Θα τον ανακαλύψει η μικρή κόρη της οικογένειας η όμορφη Ερατώ και μαζί του θα ανακαλύψει και τον έρωτα. Οι στερημένες από αγάπη αδελφές της δεν θα της το συγχωρήσουν ποτέ, θα της πάρουν το παιδί της, θα εμποδίσουν κάθε επικοινωνία των δύο ερωτευμένων και θα την καταδικάσουν αιώνια.

Η σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι κέρδισε το δύσκολο στοίχημα της δραματοποίησης καθώς καταφέρνει να αφηγηθεί την ιστορία με καθαρότητα και αμεσότητα και με σεβασμό στο έργο της Ζωγράφου. Σε αυτή την ανάγκη προσαρμόστηκε η διασκευή της Ναταλί Μηνιώτη, μια προσπάθεια να μην χαθούν τα στοιχεία του μυθιστορήματος και να λειτουργήσει η αφήγηση. Ωστόσο, υπάρχουν σημεία που το εγχείρημα δεν λειτουργεί, όπως για παράδειγμα στην αυτοκτονία της Ερατούς η οποία στην ουσία μένει αδικαιολόγητη σε μια προσπάθεια να «κλείσουν» όλα τα θέματα. Θα παρέλειπα επίσης το διαλλειμα που διακόπτει τη ροή της παράστασης προσθέτοντας ένα πρώιμο φινάλε που δεν είναι απαραίτητο ενώ εξαιρετικά δυνατή ήταν η πρωτότυπη μουσική της Γιώτας Κοτσέτα καταφέρνοντας να υπογραμμίσει καταστάσεις. Είναι εμφανής η επιρροή του σκηνοθέτη και από την πρόσφατη ενασχόλησή του με Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, υπογραμμίζοντας τον εγκλεισμό, τα ζητήματα τιμής και ιεραρχίας, την παραπομπή σε αρχετυπικές μητριαρχικές κοινωνικές δομές.

Επί σκηνής μόνο γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα με φούστες που το εσωτερικό τους είναι κατακόκκινο σαν το αίμα, ως σύμβολο του πάθους τους για ζωή, πάθος που καταπιέστηκε και ζωές που χάθηκαν ανώφελα. Ο σκηνοθέτης επέλεξε σωστά να μην ανεβάσει επί σκηνής τα αρσενικά της ιστορίας. Οι άνδρες και η έλλειψή τους, η πραγματική αλλά και η συμβολική, είναι αυτό που καθορίζει σχεδόν ολοκληρωτικά τη ζωή των ηρωίδων. Η ύπαρξη των γυναικών αυτών μένει μισή είτε από την επιβολή κάποιου ανεπιθύμητου αρσενικού είτε από την απουσία του. Για να αντιμετωπιστούν οι σκηνικές ανάγκες οι ίδιες οι γυναίκες, όπου είναι απολύτως απαραίτητο, ερμηνεύουν και τους ανδρικούς ρόλους.

Η Αθηνά Τσιλύρα άτεγκτη και με νεκρωμένα συναισθήματα ως πρωτότοκη Ασπασία. Αφοσιωμένη στον μύθο της οικογένειας, τον υπηρετεί τυφλά και παρασύρει στην οδύνη όλη την οικογένεια. Η Κατερίνα Μισιχρόνη ως Ερατώ εντυπωσιάζει με την εξέλιξή της, με τη διαδρομή που κάνει ως χαρακτήρας επί σκηνής. Η Μυρτώ Γκόνη ως Αμαλία είναι επίσης ενδιαφέρουσα καθώς ξεκινάει σχεδόν παγερή και αδιάφορη, μια κενή κουκλίτσα φουσκωμένη φιλοδοξία για να φτάσει σε συγκινητικές στιγμές κορύφωσης. Στο ρόλο της Πηνελόπης η Δάφνη Λιανάκη α που ερμήνευσε το δύστυχο αυτό πλάσμα με καλοσύνη και χωρίς κανένα εξωτερικό τερτίπι στην όψη. Η Βασιλική Διαλυνά ερμήνευσε τον ρόλο της αδελφής Ερμίνας με την  ησυχία και την μετριοπάθεια που ο χαρακτήρας επιβάλει. Αυτή η «αφάνεια» απαιτεί εξαιρετική τεχνική και η Διαλυνά την έχει. Στον ρόλο της Αικατερίνης η Μαρία Καρακίτσου.

Κρατώ την Αιμιλία Υψηλάντη για το τέλος. Μια σπουδαία κυρία του θεάτρου μας που τολμά να κάνει μεγάλες παραγωγές σε δύσκολους καιρούς, που εμπιστεύεται ― ορθώς όπως αποδεικνύεται― νέους δοκιμασμένους σκηνοθέτες και καλλιτέχνες (φέτος μάλιστα εγκαινίασε και το A Small Argo). Η ίδια στον ρόλο της Εριφύλης, της μάνας, έδωσε τον τόνο της παράστασης και μας κέρδισε με την επιβλητική της παρουσία.

Για το σκηνικό που υπογράφει ο Γιώργος Λυτζέρης επιλέχθηκε η εύστοχη και συμβολική λύση των οστεοφυλακίων ― ένα νεκροταφείο ζωών ― και πανιά (μη απαραίτητα κατά τη γνώμη μου) που ανεβοκατέβαιναν προκειμένου, σε συνδυασμό με την μετακίνηση των οστεοφυλακίων, να ορίζεται κάθε φορά ο χώρος. 


Πληροφορίες για την παράσταση: http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/performanceview/1549

Μουντράκη

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο