Λούις Σεπούλβεδα, Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν πιστό. Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης. Θέατρο Άλφα‒Ληναίος • Φωτίου.
Κριτική Θεάτρου του Δημήτρη Τσατσούλη
Ο ταλαντούχος Κώστας Γάκης επανέρχεται με αυτό που ξέρει πολύ καλά να κάνει: να παρουσιάζει μια δραματοποιημένη αφήγηση με τη βοήθεια της μουσικής που γράφει ο ίδιος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δραματοποιεί ένα κείμενο του γνωστού Χιλιανού συγγραφέα και ακτιβιστή Λούις Σεπούλβεδα (1949-2020), ο οποίος βάζει, για πρώτη φορά σε έργο του, ως πρωτοπρόσωπο αφηγητή ένα ζώο, τον Αφμάου, ένα γερμανικό ποιμενικό. Το κείμενο, σε απολαυστική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη (εκδόσεις Opera, 2016) θίγει το κρίσιμο οικολογικό ζήτημα ξεριζωμού των ιθαγενών της Νότιας Αμερικής από τη «Μάνα Γη» και ταυτόχρονα της καταστροφής του προγονικού κατάφυτου τόπου τους από εταιρείες υλοτομίας.
Το κουτάβι θα βρεθεί στη φυλή των Μαπούτσε, η οποία θα το υιοθετήσει, θα το μεγαλώσει ως παιδί της – έτσι αισθάνεται ο σκύλος, μια μάνα θα το βυζάξει μαζί με το πραγματικό της παιδί, το οποίο στο εξής θα θεωρεί αδελφό του. Μετά την επίθεση των υλοτόμων και την εκδίωξη της φυλής από τη γη της, ο σκύλος θα βρεθεί αιχμάλωτος. Πριν όμως θανατωθεί, θα θελήσουν να τον χρησιμοποιήσουν να εντοπίσει έναν Ινδιάνο που ξέφυγε και που τελικά δεν είναι άλλος από τον «αδελφό του». Ο σκύλος, που ο αρχηγός της φυλής τού είχε δώσει το όνομα «Πιστός», θα τον αναγνωρίσει και θα οδηγήσει προς άλλη κατεύθυνση τους διώκτες.
Η όλη αφήγηση της κεντρικής αυτής ιστορίας θα αποτελέσει, ωστόσο, την αφορμή για να απαριθμήσει ο Πιστός τις αξίες που έμαθε δίπλα στη φυλή του, τον σεβασμό για το δάσος, τη γη που τους φιλοξενεί, τη γενναιοδωρία τους, τις γνώσεις τους που χάνονται πλέον μαζί τους.
Σε ένα λιτό σκηνικό που στο βάθος υπάρχουν μουσικά όργανα, ο Κώστας Γάκης και οι άλλοι τρεις ηθοποιοί του (Ελευθερία Πάλλα, Ιωάννα Παπακωνσταντίνου, ο -και μουσικός- Νικόλας Πλασκασοβίτης) θα αναλάβουν την αφήγηση όχι μόνο με πλούσια φωνητικά και τραγούδια, αλλά και με έντονη σωματικότητα, καθιστώντας και τα σώματα των ηθοποιών κρουστά όργανα. Ο ίδιος ο Γάκης, από την πρώτη σκηνή, θα αναπτύξει μια συνεχή κινητικότητα, αλωνίζοντας κυριολεκτικά τη σκηνή, δημιουργώντας στη φαντασία του θεατή τις εικόνες που περιγράφει. Θα κατέβει και στην πλατεία, η οποία, κατά διαστήματα, θα φωτίζεται, παραπέμποντας σε μπρεχτική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο ενιαίος φωτισμός σκηνής-πλατείας συμβάλλει στην καλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού πάνω σε κοινωνικο-πολιτικές καταγγελίες.
Πράγματι: η παράσταση του Κώστα Γάκη επωμίζεται και μεταφέρει στην αθηναϊκή σκηνή τις καταγγελίες που συστηματικά έκανε ο Σεπούλβεδα για την αποψίλωση των δασών της Λατινικής Αμερικής όσο και για τον εκριζωμό των ιθαγενών, αλλά και τις αναφορές στους σύγχρονους αγώνες τους για επιβίωση και σεβασμό στην πολιτιστική (υλική και άυλη) αρχαία κληρονομιά τους. Υπενθυμίζοντας τις σύγχρονες πρακτικές κρατών, όπως η Βραζιλία, που συνεχίζουν να καταστρέφουν τα δάση του Αμαζονίου και να μη σέβονται τα δικαιώματα των αυτοχθόνων.
Ταυτόχρονα, ο τρόπος που μεταφέρεται στη σκηνή η ιστορία του σκύλου Πιστού με τη βοήθεια της μουσικής, τα φωνητικά, τη διαρκή κίνηση, καθιστά το μήνυμα του έργου εύκολα προσβάσιμο ακόμη και σε παιδιά: γι’ αυτό και θα έπρεπε να έχει εγκριθεί να την παρακολουθούν σχολεία, ανοίγοντας στη συνέχεια πλούσια θέματα συζήτησης πάνω στην οικολογία ή και στην ανάγκη αποδοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας.
Τη διασκευή του κειμένου έκαναν ο Κώστας Γάκης με τη Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, τους φωτισμούς ο Παναγιώτης Πλασκασοβίτης, τη σύνθεση Body Percussion η Τζωρτζίνα Βαρδουλάκη . Η παράσταση ανέβηκε με την Αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας και της WWF Ελλάς.
Τσατσούλης
Απόψεις