Η Θ επιστρέφει ύστερα από καιρό στο έρημο και από χρόνια κλειστό οικογενειακό της σπίτι, σε κάποιο μακρινό ορεινό χωριό, αποφασισμένη να εγκατασταθεί εκεί, καθώς έχει πρόσφατα έρθει σε διάσταση με το σύζυγό της. Την περιμένει όμως μια μεγάλη έκπληξη: το σπίτι δεν είναι ακατοίκητο! Έχει καταληφθεί από κάποιους αγνώστους. Μια οικογένεια: ένα νέο ανδρόγυνο με τρία παιδιά. Ξεπερνώντας την πρώτη της ταραχή ζητά επιτακτικά από το ζευγάρι να φύγουν. Εκείνοι αρνούνται. Η ιδιοκτήτρια καταλαβαίνει ότι αυτοί οι ξένοι έχουν ριζώσει για τα καλά σ’ εκείνο το χωριό. Έχουν αναπτύξει δεσμούς, έχουν βρει προστάτες. Όλοι, ακόμα κι ο τοπικός αστυνόμος, θα στέκονταν στο πλευρό τους, πρόθυμοι να τους υπερασπιστούν. Οι καινούριοι ένοικοι έχουν διαβάσει γράμματα, έχουν δει φωτογραφίες, έχουν κουβεντιάσει με τους χωριανούς. Η Θ αντιλαμβάνεται, σχεδόν με τρόμο, ότι οι ξένοι γνωρίζουν σχεδόν τα πάντα, τόσο για την ίδια όσο και για τους συγγενείς της. Τους προτείνει να μείνουν για ένα μικρό διάστημα ακόμα, προσφέροντας την εργασία τους ως αντάλλαγμα για τη στέγη. Πριν περάσει πολύς καιρός οι ρόλοι αντιστρέφονται. Η παρουσία των αγνώστων όχι μόνο της επιβάλλεται, τής γίνεται απαραίτητη. Τώρα θα έκανε οτιδήποτε για να μη φύγουν ποτέ.
Τα παιδιά παραμένουν όλη την ώρα αθέατα, κλεισμένα στο δωμάτιό τους. Το ίδιο και οι χωριανοί που έχουν συμμαχήσει με τους καταληψίες και παρακολουθούν τα πάντα κρυμμένοι απέξω, στους φράχτες. Είναι αόρατοι, αλλά όπως η Θ έτσι και εμείς, ακούμε διαρκώς τους ψιθύρους τους, νιώθουμε το βλέμμα τους.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό. Πολιτική απορρήτουΕντάξει