Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

  •  Καίτη Διαμαντάκου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών

Από το 2005 που ο Αντώνης Γεωργίου καταθέτει την πρώτη του θεατρική πρόταση (Αγαπημένο μου πλυντήριο) μέχρι τις αρχές του 2017 ο συγγραφέας έχει προσφέρει  επτά θεατρικά έργα: μια συστηματική και λελογισμένη συγγραφική παραγωγή, που συμβαδίζει με μια αντίστοιχη μεθοδική σύνεση στη δραματική σύνθεση και επιμέλεια των τελικών κειμένων. Η προτεραιότητα που δίνει ο συγγραφέας στη σκηνική δυναμική των έργων του αντανακλάται στο γεγονός ότι τα δραματικά κείμενά του, παρότι έχουν πολύ μικρή διάρκεια συγγραφικής ζωής και παρότι δεν έχουν εκδοθεί προς το παρόν στην Κύπρο ή την Ελλάδα, έχουν όλα (εκτός από το πλέον πρόσφατο) παρουσιαστεί από σκηνής, τα πέντε στο πλαίσιο επαγγελματικών παραστάσεων και ένα με τη μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου. 

Τα περισσότερα από αυτά έχουν  επιπρόσθετα διακριθεί με βάση κατεξοχήν τη θεατρική τους αποτελεσματικότητα σε συγκεκριμένα παραστασιακά πλαίσια: Το Αγαπημένο μου πλυντήριο πήρε το Βραβείο Θεάτρου ΘΟΚ 2008 στην κατηγορία Θεατρική Συγγραφή και στη κατηγορία Υποκριτική-Ερμηνεία Καλύτερου Γυναικείου Ρόλου (Λένια Σορόκου, στην παράσταση που σκηνοθέτησε η Μόνικα Βασιλείου)‧ η Νόσος ήταν υποψήφια για το Βραβείο Θεάτρου ΘΟΚ 2012 στην κατηγορία Θεατρική Συγγραφή και πήρε το Βραβείο στην κατηγορία Σχεδιασμού Φωτισμού/Πολυμέσων (Νικολέττα Καλαθά, στην παράσταση που σκηνοθέτησε η Άντρη Κωνσταντίνου)‧ το La belote επιλέχτηκε και παρουσιάστηκε με τη μορφή αναλογίου σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Δίκαιου, στην τελική φάση του προγράμματος ανάπτυξης και προώθησης της κυπριακής θεατρικής γραφής PLAY 2013 και ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Θεάτρου ΘΟΚ 2014, για την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Ευριπίδης Δίκαιος και πάλι)‧ το μονόπρακτο Στο φυλάκιο επιλέχτηκε και παρουσιάστηκε στην τουρκική γλώσσα, με τη μορφή αναλογίου και σε σκηνοθεσία Aliye Ummanel τον Ιούνιο του 2014 στη Λευκωσία, κατά την τελική φάση της Διεθνούς Θεατρικής Συνάντησης «Walls Separate Worlds» του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνές Ινστιτούτου Θεάτρου. 
Την ίδια στιγμή, πεζογραφικά λογοτεχνικά κείμενα του Αντώνη Γεωργίου διασκευάζονται για τη σκηνή, προσφέροντας τις λανθάνουσες θεατρικές και πάλι δυνατότητές τους: Με πηγή έμπνευσης τη συλλογή διηγημάτων του Γεωργίου Γλυκιά Bloody Life (Κρατικό βραβείο διηγήματος Κύπρου, για τις εκδόσεις 2006)  η Ομάδα  One/Off ανέβασε το 2010 τη σκηνική σύνθεση Forget-me-not (παράσταση που επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Κύπρο στο Φεστιβάλ off στην Αβινιόν το 2011), ενώ η πολυφωνική ιστορικό-βιογραφική σύνθεση Ένα αλπούμ ιστορίες (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου, Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης 2016) διασκευάστηκε και ανέβηκε στην σκηνή το 2016 από τη θεατρική ομάδα του Μάριου Κακουλλή.
Το Αγαπημένο μου πλυντήριο –με το οποίο δρομολογείται αυτή η πολύ δυναμική και μεστή από θεατρικές γραφές, παραστάσεις και αναγνωρίσεις πορεία του Αντώνη Γεωργίου μέχρι σήμερα– συνίσταται σε τρεις εκτενείς μονολόγους τριών διαφορετικών και άσχετων, φαινομενικά, δραματικών προσώπων, στο μεταίχμιο της μέσης και της γεροντικής ηλικίας, σε αναζήτηση συνομιλητή και απαντήσεων στα διαρκή ερωτήματα που τους έθεσε και τους θέτει η ζωή και που οι ίδιοι έθεσαν και θέτουν στον εαυτό τους. Η Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου, από την οποία εγκατασπείρονται αυτούσια παραθέματα και στους τρεις μονολόγους, διασταυρώνεται ρητά με τον αρχετυπικό οιδιπόδειο λογοτεχνικό μύθο, σε μια ριζική αναζύμωση των υπο-κείμενων υλικών, ανάμεσα στα οποία δεν μπορεί κανείς να μη συμπεριλάβει (οδηγημένος ήδη από τον τίτλο) την κινηματογραφική ταινία του Steven Frears   Ωραίο μου πλυντήριο  (My beautiful Laundrette, 1985), που συνδέει (εν γνώσει ή και εν αγνοία του συγγραφέα) αυτό το κυπριακό θεατρικό έργο των αρχών της 3ης χιλιετίας με την ταινία-έμβλημα του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού στη θατσερική Αγγλία της δεκαετίας του ’80.  Από το «εκεί και τότε» του παλατιού της αρχαίας μυθικής Θήβας, όπου μονολογεί η  εξηντάχρονη Ιοκάστη ανακαλώντας την πρώτη συνάντησή της με τον Οιδίποδα, μεταφερόμαστε σε ένα σύγχρονο συνηθισμένο σαλόνι στην Κύπρο, όπου μια μεσήλικη νοικοκυρά, βάζοντας το πλυντήριό της, αναπολεί τον έρωτά της με τον νεαρό γιο μιας φίλης της.  Στον τρίτο επεισόδιο, ο μονολογών ήρωας αλλάζει φύλο και σεξουαλικές προτιμήσεις, ωστόσο παραμένει ένα μεσήλικο μοναχικό άτομο, απομονωμένο, απογοητευμένο αλλά και πεισματικά γαντζωμένο στη ζωή και στον έρωτα, που αναπολεί περασμένες ερωτικές στιγμές και περιμένει —μάταια;—  νέες. Η αυτό-αναφορικότητα γίνεται ιδιαίτερα έντονη εδώ, με συνεχείς ενδοκειμενικές αναφορές στους δύο προηγούμενους μονολόγους: Με επιδέξια μεταθεατρική αυτό-ειρωνεία, ο συγγραφέας συνοψίζει την όλη δραματουργική του στόχευση να συγκεράσει το μυθικό με το πραγματικό, το παλαιό με το νέο, υψηλό με το ταπεινό, το ανοίκειο με το οικείο, το κανονικό με το ετεροκανονικό.
Στη Νόσο (2008) –με τις ευδιάκριτες Ωραίες ημέρες του Μπέκετ να διασταυρώνονται με την Τέταρτη Διάσταση του Ρίτσου και με τον καταιγιστικό δημοσιογραφικό λόγο των παγκόσμιων ειδήσεων— ο συγγραφέας παρέχει μια συμπυκνωμένη επιτομή της σύγχρονης «νοσηρότητας», μέσα από την αγωνιώδη ταλάντωση της ηλικιωμένης Γυναίκας-πρωταγωνίστριας ανάμεσα στη βιολογική δυνατότητα και την ηθική επιλογή της μνήμης ή της λήθης, μέσα σε έναν προσωπικό και καθολικό κόσμο που «νοσεί» και φθίνει ακατάπαυστα, λησμονώντας αυτά που θα έπρεπε να θυμάται και θυμούμενος αυτά που θα έπρεπε να λησμονεί. To βιολογικό «ξεχνώ» της νόσου Αλτσχάιμερ διαλέγεται και αντιμάχεται ευδιάκριτα με το κοινωνικο-πολιτικό «δεν ξεχνώ», και το λεκτικό και οπτικό σύμβολο του νεώτερου δημόσιου κυπριακού Λόγου μετατρέπεται (μέσα από τις αταύτιστες εθνικά και φυλετικά μορφές του έργου) σε μια οικουμενική κραυγή αγωνίας για όλες τις προσωπικές, κοινωνικές και πολιτικές εισβολές, παραβιάσεις και βιαιοπραγίες που μαστίζουν τον κόσμο, καιροφυλακτούν στο σπίτι του καθενός και κατοικούν στους χειρότερους εφιάλτες του, χωρίς εξακριβωμένη αρχή και χωρίς προβλεπόμενο τέλος.
Στα μονόπρακτα Ο Κήπος μας (2011) και Στο φυλάκιο (2007-2014) όπως και στο εκτενές και πολυπρόσωπο La Belote (2012) –γραμμένα τα δύο πρώτα στην κοινή νεοελληνική, στη σύγχρονη καθομιλουμένη κυπριακή το τρίτο—  ο συγγραφέας μετατοπίζεται ανάμεσα σε μια οιονεί ρεαλιστική σημειωτική επιφάνεια και σε ένα αλληγορικό, συμβολικό σημασιολογικό υπόστρωμα, συντήκοντας και μαζί αναδιατέμνοντας διαφορετικές επιρροές από τη νεώτερη κυπριακή δραματουργία και, ταυτόχρονα, από το ευρωπαϊκό μοντερνιστικό θέατρο.  Τα τρία έργα ανάγουν μεν τη θεματική βάση τους στην κυπριακή σύγχρονη πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων ή/και τη βεβαρημένη νεώτερη ιστορία της Νήσου, αλλά συνολικά προβάλλουν την «πλοκή» και την «προβληματική» τους σε έναν ευρύτερο, υπερχρονικό και υπερτοπικό ορίζοντα, τον οποίο ενοποιεί η απειλή του κάθε λογής πολέμου –στρατιωτικού ή οικονομικού, διακρατικού ή εμφύλιου, τοπικού ή παγκόσμιου,  εσωτερικού ή διαπροσωπικού, οικογενειακού ή κοινωνικού. 
Ιδιαίτερη δραματουργικά και ευεπίφορη σκηνικά πρόταση αποτελεί και το έργο Ήμουν η Λυσιστράτη, όπου το αριστοφανικό υπο-κείμενο συνομιλεί (παραδόξως;) με ένα άλλο κλασσικό πλέον έργο, τη Μηχανή-Άμλετ του Χάινερ Μύλλερ (1977), από το οποίο μεταφυτεύεται μια αντίστοιχη (μετα)μοντέρνα δομή και ποιητικότητα ύφους αλλά και  μια αντίστοιχη οικουμενικής εμβέλειας ιστορική προοπτική. Εν είδει μιας αρχαίας κωμικής Παράβασης, η Λυσιστράτη (συμπύκνωση των απανταχού άμαχων πληθυσμών) απευθύνεται στο εσαεί εξολοθρευόμενο και εσαεί εξολοθρεύον παγκόσμιο κοινό, σε μια ύστατη προσπάθεια αφύπνισής του από τα αίτια που το οδήγησαν και το οδηγούν στον αφανισμό. Μέσα από ένα λεκτικό επώδυνο ταξίδι στη μνήμη, το χρόνο, το μύθο,  την ιστορία, την ιδεολογία, την επανάσταση, οι σκέψεις της Λυσιστράτης ανασύρονται από το βάθος της μελαγχολίας και του πένθους, της απελπισίας και της οργής, καταδικασμένες να μείνουν ανήκουστες και να σαπίσουν, πριν η γνώση γίνει η απαρχή αλλαγής και ρήξης. Ένα κειμενικό πεδίο από σπασμένες ενότητες, ερείπια λόγου, «με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια της Ευρώπης» (όπως γράφεται στην αρχή της Μηχανής Άμλετ), το Ήμουν η Λυσιστράτη είναι ένας λαβύρινθος από ιδέες, φαντασίες, εφιάλτες, αναμνήσεις ενός ανθρώπου που βιώνει όχι πλέον την πτώση της σοσιαλιστικής ουτοπίας, αλλά την έξαρση και τα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης δυστοπίας.
Η μέχρι στιγμής εργογραφία του Αντώνη Γεωργίου μαρτυρεί μια συνεχή διερεύνηση των δραματουργικών μέσων και των ειδολογικών δυνατοτήτων της θεατρικής παρακαταθήκης του νεότερου δυτικοευρωπαϊκού θεάτρου όσο και μια συνεχή ταλάντωση ανάμεσα στην τρυφερή, βιωματική παρακολούθηση της βιοτικής καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου έως τη βαθιά επώδυνη και κριτική διαπίστωση των αδιεξόδων του πολιτισμού που περιβάλλει και καθορίζει μοιραία αυτή την καθημερινότητα. Έργα μονόπρακτα ή εκτενή, ολιγοπρόσωπα ή πολυπρόσωπα, διαλογικά ή δομημένα σε (εναλλασσόμενη) μονολογική βάση, έργα με κατεξοχήν λεκτική, αφηγηματική δράση ή έργα με εξελισσόμενη και κορυφούμενη πλοκή, έργα με ρεαλιστικές «δραματικές» προδιαγραφές ή κάθετες «μεταδραματικές» ρήξεις, έργα γραμμένα κατά πρώτο και κύριο λόγο στη κοινή νεοελληνική αλλά και με αντιπροσωπευτικό δείγμα στην καθομιλουμένη κυπριακή, έργα με συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική και ιστορική αναφορικότητα αλλά και έργα με ευρύτατη θεματική και ιδεολογική προοπτική στο υπερεθνικό σήμερα, τα έργα του Αντώνη Γεωργίου εισάγουν με δυναμικό τρόπο και διαλεκτική διάθεση την κυπριακή θεατρική πραγματικότητα του 21ου αιώνα στον παγκόσμιο σύγχρονο θεατρικό και πολιτιστικό χάρτη. Ο Αντώνης Γεωργίου ανήκει σε μία ολοένα αυξανόμενη νέα γενιά Κυπρίων συγγραφέων, που έχουν πλέον απομακρυνθεί από τον στρατευμένο διδακτισμό, τη νατουραλιστική ηθογραφία, την ευθεία κοινωνικοπολιτική κριτική, την εστιασμένη στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου θεματική, στοιχεία που ήταν το ζωτικό οξυγόνο και το αναγκαίο εφαλτήριο για να αναπτυχθεί το κυπριακό θέατρο στις αντίξοες απαρχές του και μάλιστα στις αντίξοες συνθήκες μετά το 1974. Ο «εχθρός» έχει γίνει πλέον πολυπρόσωπος και υπερπολιτισμικός, και η γλώσσα για να τον αντιμετωπίσεις αναγκαιοί διαφορετικά θεατρικά επιχειρήματα. Και ο Αντώνης Γεωργίου –το βράδυ συγγραφέας και το πρωί δικηγόρος– φαίνεται ότι τα διαθέτει απολύτως.