H Ανδρομάχη ή Τοπίο Γυναίκας στο ύψος της νύχτας…. Άκης Δήμου,

  •  Ειρήνη Μουντράκη, Θεατρολόγος – Κριτικός Θεάτρου, Διδάκτωρ Τμήματος Θεατρικών Σπουδών

Ο Άκης Δήμου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Ήδη από την πρώτη του εμφάνιση στην ελληνική σκηνή το 1995 με το έργο του ... και Ιουλιέττα, έναν ποιητικό μονόλογο για την ανάγκη του ανθρώπου να υπάρχει μέσα από τον έρωτα, έδωσε το στίγμα του προσωπικού του στυλ και ύφους. Σε αυτά τα εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια είναι από τους λίγους συγγραφείς που κατάφερε μέσα στο δύσκολο τοπίο της ελληνικής σκηνικής πραγματικότητας να διαμορφώσει το προσωπικό του ιδίωμα, να παράγει σταθερά νέα έργα και να συνεργάζεται ταυτόχρονα τόσο με τις μεγαλύτερες σκηνές και τους μεγάλους καθιερωμένους πρωταγωνιστές όσο και με τις νέες δυνάμεις του ελληνικού θεάτρου. Τα έργα του φυσικά συχνά έχουν βρει το δρόμο και για τις σκηνές του εξωτερικού.

Η δραματουργία του καλύπτει ένα ευρύ φάσμα: ιδιαίτεροι μονόλογοι, δράματα εξαιρετικής ευαισθησίας, προκλητικές κωμωδίες με σαφείς πολιτικές αναφορές που μιλούν για αυτό τον σουρεαλιστικό κόσμο που μας περιβάλλει και μέρος του οποίου αποτελούμε. Πρόθεσή του δεν είναι να αναπαραστήσει την πραγματικότητα επί σκηνής αλλά κάνοντας χρήση νέων δραματικών φορμών να την ανασυνθέσει μέσα από την τολμηρή ποιητική του ματιά, ενώ την ίδια στιγμή φροντίζει με επιμέλεια τη γλώσσα του ώστε να παρέχει στον θεατή μια αισθητική εμπειρία.

Γλώσσα ζωντανή, πολύ καλή γνώση και χρήση της ελληνικής με ποιητική διάθεση και ατμοσφαιρικές εικόνες σε ισορροπία με το υποδόριο, σαρκαστικό του χιούμορ., Με έντονη κριτική διάθεση και πολιτική σκέψη, διηθεί στις πιο μύχιες διαδρομές της ανθρώπινης, και ιδιαίτερα της γυναικείας, ψυχολογίας κυρίως όμως εξερευνά και χαρτογραφεί τα τοπία του έρωτα.

Ο ζωτικός χώρος του συγγραφέα Άκη Δήμου είναι ο Έρωτας. Η δραματουργία του στο σύνολό της είναι μια προσπάθεια εξερεύνησης του έρωτα. Έναν έρωτα τόσο αβίαστο και αναπόφευκτο που, όπως αποτυπώνεται από τον συγγραφέα, μοιάζει με φυσικό φαινόμενο. Είναι όπως η βροχή που περιμένουν γη, άνθρωποι και ζώα για να ξεδιψάσουν. Μια ζωογόνος δύναμη που η απουσία της γερνά, μαραίνει τη γη και τους ανθρώπους. Ο συγγραφέας αντλεί μνήμες, συναισθήματα, ήχους, σημάδια και πληγές από το ανεξάντλητο βιβλίο της ζωής και κεντάει μαντήλια μνήμης που μένουν εκκρεμή προσδοκώντας ένα νέο φύσημα του αγέρα.

Ωστόσο, η δραματουργία του δεν είναι ένα κοιμητήρι ερώτων. Οι ήρωες δεν θρηνούν για την απώλεια τους. Τα έργα του είναι μια απόπειρα να διατηρηθεί η ενέργεια αυτών των ερώτων ζωντανή. Στους έρωτες που εξερευνά ο ένας μένει πίσω για να θυμάται. Για να κρατάει στη ζωή και την ιδανική αποτύπωση του άλλου. Η ζωή του γίνεται μια μισάνοιχτη χαραμάδα για να μπορέσει να τρυπώσει το φως και να φωτίσει τις γεμάτες λεπτομέρειες μνήμες, να τις κάνει αληθινές, υπαρκτές. Για να τονίσει την αξιοπρέπεια των αισθημάτων μέσα από τη σκιερή μνήμη του παρελθόντος. Για να μείνει άγρυπνη η συλλογική μνήμη του έρωτα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της δραματουργίας του είναι η αδιάκοπη συνδιαλλαγή του με άλλα μεγάλα κείμενα και συγγραφείς σε έναν συνεχώς τροφοδοτούμενο διάλογο. Μελετητής του θεάτρου και των μεγάλων λογοτεχνικών κειμένων πιάνει το νήμα της παράδοσης από την οποία προέρχεται και βρίσκεται σταθερά σε έναν γόνιμο μαζί της. Η διακειμενικότητα μέσα στη δραματουργία του είναι καθαρή, γίνεται με όρους ξεκάθαρους και η διαδικασία προϋποθέτει μια δημιουργική μετάπλαση που τελικά οδηγεί σε ένα εντελώς καινούργιο αποτέλεσμα που διατηρεί τη γοητεία του πρωτοτύπου αλλά φέρει τη σφραγίδα της εποχής του.

Οι ήρωες αυτής της διαδικασίας προσπαθούν να βρουν τη θέση τους αλλά κυρίως τον νέο τους εαυτό σε ένα σύγχρονο κόσμο χωρίς να προδίδουν το παρελθόν του. Τις περισσότερες φορές έχουν να αντιμετωπίσουν ένα σκληρό παρόν κυρίως γιατί διαθέτουν μνήμη. Στην πινακοθήκη αυτή θα συναντήσουμε μεταξύ άλλων την Ιουλιέττα του Σαίξπηρ, τον ίδιο τον Άντον Τσέχωφ, τους έλληνες ποιητές Κωνσταντίνο Καρυωτάκη και Μαρία Πολυδούρη, την Μαργαρίτα Γκωτιέ και τον Αρμάνδο Ντυβάλ του Δουμά, την Αγάπη Αντρέεβνα του Τσέχωφ, τον Σεμπάστιαν του Ουίλιαμς, την Βιργινία του πεζογράφου Χρηστομάνου, την Ανδρομάχη του Ευριπίδη.

Εξαιρετικά δείγματα αυτής της φόρμας συναντάμε στους μονολόγους της Ιουλιέτας και της Ανδρομάχης.

Στην Ανδρομάχη ή Τοπίο γυναίκας στο ύψος της Νύχτας, έργο γραμμένο το 1999, βλέπουμε μια εμπνευσμένη αναδιαπραγμάτευση του αρχαίου ελληνικού μύθου. Η  πριγκίπισσα της Τροίας, η σύζυγος του μυθικού Έκτορα φτάνει ξεριζωμένη στην Ελλάδα, αιχμάλωτη των Ελλήνων. Ο πόλεμος της έχει πάρει τα πάντα: πατρίδα και αγαπημένους.

Την συναντάμε στην Ήπειρο όπου έχει καταφύγει. Καθώς η ηρωίδα προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις σε μια γλώσσα που την φοβάται για να εξιστορήσει την περιπέτειά της, ζωγραφίζει και ξαναζωγραφίζει εικόνες από την μνήμη της «σκορπίζοντας τις εποχές, διαλύοντας τα χρόνια σ’ άλλα χρόνια». Ρυμοτομεί η λύπη της για να υπάρξει. Βυθίζεται στα μύχια της ψυχής της, παλεύει με το παρελθόν και το παρόν της για να μπορέσει να αντέξει το μέλλον. Η μοναξιά γίνεται η νέα της πατρίδα. Εκεί μπορεί να ελπίσει, να υπάρξει και να συνεχίσει. Στον τόπο της μοναξιάς οι διαστάσεις απλουστεύονται, χρόνος, χώρος και θάνατος ελαχιστοποιούνται, μικραίνουν, μετατρέπονται σε μια αδάκρυτη αποδοχή της θνητότητας συρρικνώνοντας την οδύνη.

Το έργο του Δήμου θα τολμήσω να πω πως λειτουργεί όπως η ποίηση του Καβάφη. Χρησιμοποιεί έναν μύθο του χθες για να μιλήσει για το παρόν και για την αλήθεια του καιρού του. Η Ανδρομάχη γίνεται το αρχετυπικό σύμβολο του κατ’ ανάγκην πρόσφυγα, της μοίρας του και της αγωνίας του για την ανεύρεση μιας νέας ταυτότητας. Ένα έργο βαθιά αντιπολεμικό, βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό. Καταφεύγοντας στον μύθο ο δραματουργός έχει τη δυνατότητα να μιλήσει για το καθολικό σε έναν κώδικα ήδη αποδεκτό. Τα έργα του Δήμου έχουν τις ρίζες τους στην ανθρώπινη ψυχή. Και για αυτό τον λόγο θέτουν τον θεατή σε άμεση λειτουργία


Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο New York University στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης στις  6 Μαΐου 2018 στα πλαίσια του Greek Play Project New York, όπου το έργο παρουσιάστηκε σε μορφή σκηνικού αναλογίου στα αγγλικά σε μετάφραση του Δημήτρη Μπονάρου και σκηνοθεσία Ιωάννας Κατσαρού.