Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΟΙΝΙΤΣΗ,

  •  Ζωρζίνα Τζουμάκα, Θεατρολόγος – Σκηνοθέτης

Ο Δημήτρης Φοινίτσης έγραψε τα πρώτα του θεατρικά έργα χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα και μάλιστα τα επώνυμα των προγιαγιάδων του. Η πλάνη της πατρότητας διαλύθηκε το 2010 όταν αυτά κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Αιγόκερως με τον γενικό τίτλο Dominatrix.

Το 2005, ως Φ. Λ. Ποδάρα έγραψε το μικρό μονόπρακτο Μειωμένα αντανακλαστικά.  Οι σκηνικές οδηγίες ορίζουν μια πολύ ενδιαφέρουσα, προκλητική και αντιφατική συνθήκη : «Α και Β. Δύο πρόσωπα άφυλα. Δύο άνθρωποι ανάμεσά μας (…) φαινομενικά- παρουσιάζουν την εικόνα ενός απολύτως μονιασμένου και ερωτευμένου ζευγαριού παρά τα όσα ανταλλάσσουν αναμεταξύ τους. Υπάρχει ανακολουθία λόγου και έργων. Δεν φοράνε ρούχα. Η σκηνή ένα τεράστιο κρεβάτι. Οι θεατές τριγύρω τους, στις άκρες του κρεβατιού. Τα πρόσωπα κοιτάζονται διαρκώς στα μάτια, χαμογελώντας μονίμως. Αγγίζονται σαν να είναι η πρώτη φορά. Η πρώτη νύχτα μιας τυχαίας γνωριμίας. (…) Η παράσταση μπορεί να δίνεται παράλληλα σε τρία διαφορετικά κρεβάτια με τρία διαφορετικά ζευγάρια : άνδρας-γυναίκα, άνδρας-άνδρας, γυναίκα-γυναίκα. Ο θεατής έχει το δικαίωμα να επιλέξει μόνος του τη θέση του».

Αν η εικόνα παραπέμπει στην απαρχή του έρωτα, ο λόγος των προσώπων την υπονομεύει με κάθε τρόπο προεικονίζοντας το τέλος του: καυγάδες της καθημερινότητας, ποίηση και χυδαιότητα, σεξουαλικά υπονοούμενα, μικρές ανατροπές σιωπής και γέλιου και κάτι άρρητο που αιωρείται : ο/η Β κόλλησε τον/την Α μια θανατηφόρα ασθένεια, κυριολεκτική (ΑΙDS) ή μεταφορική (ο έρωτας ως αρρώστια); Τα πρόσωπα ασαφή, δεν συνθέτουν χαρακτήρες, και μάλιστα στην περίπτωση του ετεροφυλόφιλου ζευγαριού, δεν είναι καν δυνατό να ξεχωρίσεις ποιο πρόσωπο είναι ο άνδρας και ποιο η γυναίκα. Κάποιες διάσπαρτες πληροφορίες δημιουργούν ένα κοινωνικό πλαίσιο αρκετά οικείο αλλά σαφώς απροσδιόριστο ενώ ο τρόπος που δομείται ο διάλογος και επιχειρείται η επικοινωνία χρησιμοποιεί τα τεχνάσματα του θεάτρου του παραλόγου. Μπεκετικά δίδυμα σε μια ηδονοβλεπτική συνθήκη. Μια clownerie που στήνεται πάνω σε δύο μύθους: την άφυλη, σχεδόν αγγελική, αρμονία του Παραδείσου και τον μύθο του Ανδρόγυνου με τις τρεις εκφάνσεις του : άνδρας-γυναίκα, άνδρας-άνδρας, γυναίκα-γυναίκα λατρεύονται, μισούνται, σπαράζονται, απειλούν να χωριστούν, παραμένουν κολλημένοι παρά τις απειλές και στο τέλος από-χωρίζονται. Και τότε πεθαίνουν γιατί «μισοί» δεν μπορούν να επιζήσουν χωριστά. Πέρα από τη σκηνή-κρεβάτι δεν υπάρχει τίποτα. Μόλις την εγκαταλείψουν καταστρέφονται.

Το 2006 ο Φοινίτσης γράφει το μονόλογο Στη δίψα σου με το ψευδώνυμο Δ. Σ. Πόρτογλου. Δύο πρόσωπα, ο Ασθενής και ο Υγιής, σε κατάλευκο δωμάτιο νοσοκομείου με εικόνα Παναγίας στον τοίχο. Ο Ασθενής που όπως μαθαίνουμε αργότερα νοσηλεύεται μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, βουβός στο κρεβάτι ακούει. Ο Υγιής φλυαρεί για τα τετριμμένα, διηγείται το παρόν, αναπολεί το παρελθόν, εξομολογείται, παραληρεί συνθέτοντας τα θραύσματα της ερωτικής ιστορίας δύο αγοριών, από τις ηδονές ενός ξέγνοιαστου καλοκαιριού στον πόνο της εγκατάλειψης. Το άρρητο ξεχύνεται από το στόμα του, οχετός τρυφερότητας, ασίγαστου πάθους και οργής για την προδοσία του άλλου. Στο τέλος, ο Ασθενής του εκσφενδονίζει τον ορό, χωρίς να του χαρίσει ούτε μια λέξη – τα μόνα λόγια του είναι για τον καιρό. Ο Υγιής αυτοκτονεί και ο Ασθενής λυτρώνεται από το κρεβάτι για να επιζητήσει, εκτός σκηνής, ακόμη μια φορά τον θάνατο.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται Η σιωπή στο στόμα, γραμμένο το 2007 με το ψευδώνυμο Κ.Φ. Ντάγκινη. Η Ηρώ, μια πόρνη που δεν είναι πια στην πρώτη νιότη της, μονολογεί μέσα σε μια αίθουσα νεκροτομείου, μπροστά σ’ ένα μαρμάρινο πάγκο πάνω στον οποίο βρίσκεται ένα ανδρικό πτώμα σε στύση, σκεπασμένο με λευκό σεντόνι, ο πρώτος και μεγάλος της έρωτας. Ο συγγραφέας διερευνά ακόμη μια φορά την εκφορά του ανείπωτου: φλυαρία, αναπόληση, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, απολογίες, ομολογίες, εξομολογήσεις, αποκαλύψεις μυστικών… τα πάντα για να σπάσει η σιωπή. Εδώ η γλώσσα του συγγραφέα διαφέρει, ο ανακόλουθος ειρμός του προφορικού λόγου συναντά ένα πιο μυθιστορηματικό ύφος και το πρόσωπο είναι περισσότερο αποσαφηνισμένο από ψυχολογικής άποψης, ενώ το χιούμορ δημιουργεί αντίστιξη στην απειλή του θανάτου, καθώς δίπλα στο πτώμα η Ηρώ βήχει σε ματωμένο μαντήλι.

Το Dominatrix που γράφτηκε το 2009 με το ψευδώνυμο Μ. Ρ. Αναστασάκη διαφοροποιείται δομικά από τα προηγούμενα έργα. Χωρίς σκηνικές οδηγίες, αλλά με τέσσερα πρόσωπα στα οποία προσδιορίζεται το όνομα και η ηλικία, και με έναν εύλογο τίτλο, συνθέτει αυτά που ο συγγραφέας ανέλυσε στα προηγούμενα έργα του και τα ανατρέπει αντιστρέφοντας την οπτική του, κλείνοντας έτσι μια τετραλογία στην οποία πραγματεύεται τον έρωτα και το θάνατο μέσα από τους αριθμητικούς συνδυασμούς και τις αναδιπλώσεις του Ανδρόγυνου.

Ένα παντρεμένο μεσήλικο ζευγάρι – αφεντικά και «αφέντες» – για να περισώσει τη σεξουαλική του ζωή χρησιμοποιεί ως ερωτικό βοήθημα ένα νεαρό ζευγάρι που μπορεί να είναι και αδέρφια-υπηρέτες (σωματοφύλακας, μαγείρισσα) και «σκλάβοι». Ερωτικά ντουέτα, τρίγωνα και τετράγωνα, σαδομαζοχισμός: η έλλειψη κατευθύνσεων από την πλευρά του συγγραφέα αφήνει στον σκηνοθέτη την ελευθερία να πραγματοποιήσει μια λιγότερο ή περισσότερο βίαιη, πορνογραφική ή υπαινικτική παράσταση.

Το ερωτικό γαϊτανάκι φαίνεται να διευθύνεται από τη σύζυγο dominatrix. Όμως κανένα από τα πρόσωπα δεν έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν, τα πρόσωπα ψεύδονται και ακυρώνονται την επόμενη στιγμή, τα ονόματα είναι ψευδώνυμα, οι ταυτότητες πλαστές, οι σχέσεις διαπραγματεύσιμες. Σε κάθε σκηνή η τράπουλα ξαναμοιράζεται, το παιχνίδι συνεχίζεται με άλλους όρους, άλλες συμμαχίες, αναδεικνύοντας άλλους νικητές. Και την απελπισία των ηττημένων. Οι μεσήλικες αλληλοσπαράσσονται σε μια σχέση λατρείας, μίσους και απέχθειας ενώ ασκούν σωματική και ψυχολογική βία στους νεότερους, χρησιμοποιώντας τα χρήματα και την κοινωνική τους θέση. Οι νέοι εξουσιάζουν με την ομορφιά και τη νεότητά τους. Νομίζουν ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν την περίεργη κατάσταση κερδίζοντας χρήματα, να ενσωματωθούν κοινωνικά εξαλείφοντας την προφορά του μετανάστη που κουβαλούν, να γίνουν ίδιοι με τα αφεντικά-αφέντες. Νομίζουν ότι μπορούν να εγκαταλείψουν κάθε στιγμή το παιχνίδι, όμως αποτυγχάνουν και έτσι θυσιάζονται στις ορέξεις των αφεντικών. Όταν οι καταστάσεις οδηγηθούν στα άκρα ο συγγραφέας μας προσγειώνει σε μια πιο οικεία πραγματικότητα. Η τελευταία σκηνή του έργου εντάσσει τα πρόσωπα στο καθησυχαστικό πλαίσιο της οικογένειας την ώρα του δείπνου μπροστά στην τηλεόραση. Όλα φαίνονται να έχουν συμβεί στο διαταραγμένο μυαλό μιας νοικοκυράς. Αρρωστημένη φαντασίωση; Ή μήπως πρόκειται για στιγμιότυπα ενός νοσηρού οικογενειακού μυστικού;

Στο Dominatrix ο Φοινίτσης δείχνει την ικανότητά του να χτίσει έναν στιβαρό θεατρικό διάλογο, ενώ τα πρόσωπα παραμένουν αρκετά ασαφή. Επειδή ο ίδιος σκηνοθετεί τα έργα του, αφήνει μεγάλο περιθώριο στον επαναπροσδιορισμό των προσώπων μέσα από την σκηνική πράξη.

Το 2011, το ενδιαφέρον του Φοινίτση για το θέμα του έρωτα και του θανάτου αλλάζει εντελώς ύφος και είδος καθώς ο συγγραφέας καταπιάνεται με το docudrama. Το έργο ΕΓΚΑΤΑλελειμμένοι εμπνέεται από μια πραγματική ιστορία του ελληνικού αστυνομικού δελτίου, η οποία μετουσιώνεται σε «θεατρικό έργο για 2 πρόσωπα σε 6 εικόνες με αντίστοιχες μαρτυρίες και μια ζωντανή σύνδεση». Όλα τα στοιχεία συνθέτουν το παζλ μιας ιδιότυπης περίπτωσης ευθανασίας: ένας φύλακας κτιρίου σκοτώνει μια πλαστική χειρούργο που πάσχει από κατάθλιψη, κατόπιν δικής της επιθυμίας. Χρησιμοποιώντας ως ψευδώνυμα τα συμβολικά ονόματα Λύκος και Ελάφι, τα οποία παραπέμπουν στη μυθολογία του Αισώπου και των παραμυθιών, τα δύο πρόσωπα του έργου είναι τα μόνα που εμφανίζονται πάνω στη σκηνή. Ο συγγραφέας χτίζει σιγά-σιγά την φανταστική σχέση αυτών των δύο προσώπων από την πρώτη ως την τελευταία τους επεισοδιακή συνάντηση, από την συστηματική παγίδευση του Λύκου από το Ελάφι ως την ανάπτυξη μιας απελπισμένης φιλίας μεταξύ τους, κι από την ερωτική επιθυμία του Λύκου ως την εμμονή θανάτου του Ελαφιού. Με ιδιαίτερα τρυφερό και συγχρόνως διεισδυτικό τρόπο και με μια σπάνια οικονομία που προσδίδει ξεχωριστό πλούτο στη λιτότητα του λόγου, ο συγγραφέας καταφέρνει να συνθέσει επιτυχώς τη λεπτή ψυχολογική κατάσταση των ηρώων και το αμφιλεγόμενο της σχέσης τους, χωρίς να ενδίδει εις βάρος της τόσο γνώριμης αινιγματικότητας του συγγραφικού του ύφους.

Η υπόθεση συμπληρώνεται από τις βιντεοσκοπημένες μαρτυρίες των υπόλοιπων προσώπων: ο Προϊστάμενος, η Γραμματέας, ο Σύζυγος, η Αδελφή, ο Ψυχίατρος, ο Εισαγγελέας και ο Ρεπόρτερ με την ξεχωριστή τους ιδιόλεκτο, η οποία αρκεί για να τους αναδείξει σε πρόσωπα, φωτίζουν ετεροχρονισμένα άλλες πτυχές του χαρακτήρα των ηρώων και νέες παραμέτρους της ιστορίας, αφού αυτή έχει συντελεστεί. Ωστόσο, ενώ ο λόγος τους παραπέμπει σε δικαστήριο (μαρτυρικές καταθέσεις, εισαγγελική αγόρευση – για την οποία μάλιστα χρησιμοποιήθηκε υλικό από την πραγματική δίκη και ρεπορτάζ) η εικόνα τους προβάλλεται «με φόντο εναλλασσόμενες εικόνες άγριας φύσης». Ο συμβολισμός είναι κι εδώ σαφής. Το παράλληλο και αντιφατικό σύμπαν που δημιουργείται έρχεται να κλονίσει την οικουμενικότητα της μυθικής ζωολογίας (π.χ. το στερεότυπο του λύκου) και τα δίπολα ανθρώπινο-ζωώδες, λογική- ένστικτο, κοινωνία/αγέλη - μοναχικότητα, θηρευτής - θήραμα, θύτης - θύμα.

Το 2014, στο έργο Βόρειο αίνιγμα ή άνθρωπος στη θάλασσα ο Δημήτρης Φοινίτσης επιχειρεί «μια σκηνική ‘‘αναψηλάφηση’’ της δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Ουάσιγκτον Πόλκ στη Θεσσαλονίκη του εμφύλιου σπαραγμού», δοκιμάζοντας για δεύτερη φορά τη δυνατότητα που του προσφέρει το docudrama να χρησιμοποιήσει υλικό από τα πραγματικά γεγονότα μιας πολύκροτης υπόθεσης και παράλληλα να επινοήσει μια φανταστική ιστορία των πρωταγωνιστών της. Τα τέσσερα πρόσωπα του έργου εμφανίζονται με τα πραγματικά μικρά τους ονόματα: ο Τζορτζ (Πολκ), η Ελληνίδα γυναίκα του Ρέα (Κοκκώνη), ο φίλος του δημοσιογράφος Κώστας (Χατζηαργύρης), ο Χάρβευ (Σμιθ), στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των Η.Π.Α. Όπως και στο ΕΓΚΑΤΑλελειμμένοι, ο συγγραφέας επιλέγει ένα εναλασσόμενο μοντάζ ανάμεσα σε πέντε σκηνές που ερμηνεύονται ζωντανά και σε έξι βιντεοσκοπημένες εικόνες δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι με το χρόνο.

Στις «σκηνές» παρακολουθούμε στιγμιότυπα της ζωής του Πόλκ με χρονολογική σειρά: τον ερχομό του στην Αθήνα για να καλύψει τον Εμφύλιο ως ειδικός απεσταλμένος του ειδησεογραφικού οργανισμού CBS, τη γνωριμία του με τη Ρέα, τον γάμο τους, τη σχέση του με τον δημοσιογράφο φίλο του, τη δυσφορία που άρχισαν να προκαλούν τα άρθρα του για την κατάσταση στην Ελλάδα, την επιθυμία του να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη – αιτία που τον οδήγησε στην Θεσσαλονίκη τον μοιραίο Μάιο του 1948, και τέλος την συνάντησή του με τον αμερικανό συνταγματάρχη. Παρά τα αναμενόμενα κενά στη μυθοπλασία, ο συγγραφέας επιτυγχάνει στη σύνθεση των χαρακτήρων, χάρη στον μεστό και καλοδουλεμένο διάλογο που συνδυάζει τη ζωντάνια και αποσπασματικότητα του προφορικού λόγου με μια – σχεδόν ποιητική – ατμόσφαιρα μυστηρίου μιας άλλης εποχής. 

Η γραμμικότητα της αφήγησης των «σκηνών» διασπάται κάθε φορά από την παρεμβολή των 6 «εικόνων» στις οποίες το έγκλημα έχει ήδη διαπραχθεί και επιχειρείται η «αναψηλάφησή» του. Η πρώτη εικόνα ξεκινά με το βίντεο την ανεύρεσης του πτώματος στα νερά του Θερμαϊκού. Στις πέντε επόμενες επαναλαμβάνεται εφιαλτικά ένα βίντεο με τον Τζορτζ μπροστά σε ένα πιάτο αστακό με μπιζέλια, το τελευταίο σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση γεύμα του, σαν ένα φάντασμα της Ιστορίας που επιστρέφει γιατί δεν έχει βρει δικαίωση. Έπειτα ακούγεται πυροβολισμός και ήχος σώματος που πέφτει στη θάλασσα. Στη συνέχεια, με τον ήχο παλιάς γραφομηχανής, ο θεατής, διαβάζει γράμμα-γράμμα στοιχεία για τις πέντε επικρατούσες εκδοχές αυτού του ανεξιχνίαστου πολιτικού εγκλήματος, μία σε κάθε εικόνα, με τελευταία σε σειρά την «επίσημη» εκδοχή.

Ποιος δολοφόνησε τον Τζορτζ Πολκ; Βρετανοί πράκτορες και Intelligence Service; Αμερικανοί πράκτορες και C.A.S (μετέπειτα C.I.A); Έλληνες, Βρετανοί και Αμερικανοί πράκτορες; Παρακρατικοί; Κομμουνιστές; Κάποιοι άλλοι; Στο τέλος, με ειρωνική διάθεση, ο συγγραφέας προτείνει να μοιράζεται ερωτηματολόγιο στο κοινό για να ψηφίσει. Η Ιστορία στα χέρια του Λαού!