Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΣΗ,

  •  Μαρία-Ευθυμία Γιαννάτου, Θεατρολόγος - Δημοσιογράφος

Ειδική μελέτη πάνω στα έργα:  Λόλα και  Εξωγήινος.

Το έργο του Γιάννη Πάτση δεν απέχει πολύ από τον κανόνα της ιδιαίτερης ηθογραφικής πολιτικής της χώρας μας, όπου η διαφορετικότητα ακόμα και η μοναξιά κατακρίνονται, όπου όλα πωλούνται εν μέσω διαδικτύου, έστω για να μην είμαστε «μόνοι». Στο όνομα μιας κυβερνοαισθητικής του ρομαντισμού όπου όλα οδηγούν σ' ένα μέλλον αβέβαιο και η αναζήτηση της ανθρώπινης επαφής γίνεται σκοπός, αίτημα πανανθρώπινο.

Ο Γιάννης Πάτσης ξεκινάει το συγγραφικό του έργο την περίοδο του 69' -ενώ στο μεταξύ τα έργα του μένουν για πολλά χρόνια στο συρτάρι (αδημοσίευτα)- και το πρώτο του έργο που παρουσιάζεται είναι ο «Σκύλος», το 1986, στο Εθνικό Ραδιόφωνο, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση. Είναι δύσκολο να τον κατατάξουμε επομένως στη συγγραφική γενιά του ’70. Από το υλικό, που έχουμε στα χέρια μας -και φυσικά από τα έργα που αφορούν περισσότερο την συγκεκριμένη μελέτη:  Λόλα, Εξωγήινος - το μόνο σίγουρο είναι ότι και χρονολογικά και συγγραφικά βρίσκουμε στοιχεία που τον κατατάσσουν στους μοντέρνους ή και μεταμοντέρνους θεατρικούς συγγραφείς αν και πολλά στοιχεία που εντοπίζονται στα έργα του είναι σαφώς επηρεασμένα από την κοινωνία και την πνευματική ζωή της συγγραφικής τους χρονολογίας (χρόνος που γράφτηκαν).

Σα δυο αυτά έργα του Πάτση: Λόλα και Εξωγήινος προβάλλονται η μηχανή και γενικότερα τα νέα τεχνολογικά μέσα. Η Λόλα είναι ρομπότ, ο Β είναι εξωγήινος. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι οι νεολογισμοί στην γλώσσα. Κυρίως, εντοπίζεται στον Εξωγήινο μια γλώσσα ανατρεπτική. Πολύ περισσότερο, τα ονόματα ΒΕΝΟΡ, ΚΕΝΟΡ, ΜΕΝΟΡ παρουσιάζουν ένα απλό, γλωσσικό και ακουστικό εύηχο αποτέλεσμα. Χωρίς να σημαίνουν ιδιαίτερα κάτι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, απλά πολύ πιθανόν να στοχεύουν στο κωμικό πνεύμα του έργου. Ωστόσο, φέρνοντας μας στο νου το ποίημα του Λαπαθιώτη Βαο, γαο, Δαο και το κίνημα του Λετρισμού.[1]

Η γλώσσα στα έργα του Πάτση γενικά  παρουσιάζεται, ωμή, σοκαριστική, βίαιη, σαρκαστική και τολμηρή. Ο Πάτσης προβάλλει σ΄ αυτή τη  δραματουργία του μ' ένα ανατρεπτικό χιούμορ τη «βασιλεία» της τεχνολογίας, έναν ιδιαίτερα σύγχρονο τρόπο ζωής. Στοιχεία τα οποία μπορεί μεν να συμβάλλουν στην εξέλιξη της πλατειάς επικοινωνίας και της εποχής, αλλά  γυρνάνε μπούμερανγκ και καταβροχθίζουν τον άνθρωπο, το μυαλό  και την απουσία  πραγματικής απτής επικοινωνίας που χρειάζονται οι διαπροσωπικές μας σχέσεις  αφήνοντας πίσω τους ένα σώμα άδειο από ερώτα, επαφή, χάδι αλλά φουλ από πληροφορίες και προγραμματισμένες εντολές! Ένα ερωτεύσιμο ρομπότ, όπως η Λόλα, μια προκατ, ερωτική μηχανή, ικάνη να γεμίσει τις κενές, μοναχικές μας ζωές. Στοιχεία, που εύλογα μας παραπέμπουν στον σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο, στις ταινίες ex machina του Alex Garland και το Her του Spike Jonze, λειτουργώντας, έτσι, ο Πάτσης σαν ένας προάγγελος στην θεατρική γραφή.    

Η βία επιπλέον που περιέχεται μέσα στα έργα του Πάτση  μας θυμίζει το είδος του θεάτρου In your face theatre (θέατρο στα μούτρα).[2] Όπως το συγκεκριμένο είδος θέλει να σπάσει κάθε ταμπού και προκαταλήψεις, έτσι και η δραματουργία του Πάτση θέλει να σπάσει κάθε προκατάληψη, κάθε κοινωνικό ταμπού, κυρίως ο Πάτσης με τη χρήση αυτή θέλει να τονίσει τη μοναξιά του ανθρώπου απέναντι στην εποχή του, εν μέρει απόρροια από τα νέα τεχνολογικά μέσα ή και απόρροια των κοινωνικών προκαταλήψεων απέναντι  σε κάθε μορφή διαφορετικότητας,

φέρνοντας με τον τρόπο αυτό μια αναρχία στο κωμικό είδος του κειμένου σε συνδυασμό με τα κυβερνοπάνκ στοιχεία. Γενικότερα, σε αρκετά έργα του Γιάννη Πάτση εντοπίζεται μια κυβερνοπάνκ αισθητική. Αναφέρει ο Γιώργος Λαμπράκος: «Η λέξη Κυβερνοπάνκ που επινοήθηκε από τον συγγραφέα Bruce Bathke το 1983, συντίθεται από την ''κυβερνητική'', δηλαδή την επιστήμη της επικοινωνίας και του ελέγχου οργανικών και ανόργανων συστημάτων την οποία επινόησε και θεμελίωσε ο κορυφαίος μαθηματικός και στοχαστής Norbert Wiener τη δεκαετία του 1940, και από το ''πάνκ'', τη γνωστή καλλιτεχνική και γενικότερα κοινωνική στάση αμφισβήτησης των καθιερωμένων συμβάσεων, θεσμών, πρακτικών του αστικού-καπιταλιστικού τρόπου ζωής, η οποία άνθισε τις δεκαετίες του 1970 και 1980».[3] Και συνεχίζει: «..στο κυβερνοπάνκ, αυτό το μεταμοντέρνο λογοτεχνικό είδος επιστημονικής φαντασίας (ΕΦ) που πήρε αποστάσεις από το ''απώτατο διάστημα'' (outer space) της κλασσικής ΕΦ και επικεντρώθηκε στο ''εσώτατο διάστημα'' (inner space. [4]

Τα θεατρικά έργα  Λόλα, και  Εξωγήινος  γράφτηκαν το 2014-2015  και δεν έχουν παρουσιαστεί, ακόμη, σε κάποια θεατρική ή ραδιοφωνική σκηνή. Η Λόλα εκτυλίσσεται σ' ένα διαμέρισμα με συχνές εξωσκηνικές αναφορές - ως δείκτες παρελθοντικής μνήμης ή και ως δείκτες μελλοντικής αναφοράς- που εμπλέκουν τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Η Λόλα είναι μια μηχανική κατασκευή «υψηλών προδιαγραφών» φτιαγμένη κατάλληλα για τα γούστα του Γιώργου, ο οποίος είναι φανατικός ετεροφυλόφιλος, βαθιά προδομένος όμως σε θέματα αγάπης,  και παλεύει να αποδείξει την αληθινή ταυτότητά του, όχι μόνο με την…. παραδοσιακή παραγγελία του τύπου γυναίκας που επιθυμεί  να συμβιώσει αλλά ακόμη και σε χρονικές περιόδου μεγάλης βιοτικής στέρησης, δεν θα υποκύψει στον δυνατό πειρασμό μιας πολύ άνετης ζωής δίπλα σ΄ έναν πλούσιο ομοφυλόφιλο άντρα. Βέβαια, στην χαοτική αντρική ύπαρξη από νηπιακής ως και εφηβικής, και μετά ακόμη, ζωής, εντοίζεται, πολύ συχνά, μια ομοερωτική συνεύρεση που μπορεί να ήταν- είναι μια στιγμιαία εκτόνωση από κάποιον καταναγκασμό. Εκτόνωση που μπορεί ακόμη να συντελεστεί με αθώα ή πονηρή διακωμώδηση αυτών των καταστάσεων και αποτελεί πάντα ένα παιχνίδι συνειδητής υπεροχής και εξουσίας του πρωταγωνιστή, περισσότερο ψυχολογικό παρά προϊόν σεξουαλικής επιθυμίας. Όμως μόνο μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη τυποποιημένη-συνειδητή συμπεριφορά, μπορεί να προσδιορίσει οριστικά μια σεξουαλική ταυτότητά., Αυτά θα δειχτούν καθαρά στη σχέση Λόλας- Γιώργου – Παύλου, σ΄ όλες πράξεις  του έργου!                                                      

Η Εταιρεία Human Beings Artificial Co κατασκεύασε το συγκεκριμένο μοντέλο γυναίκας για 7 μόνο χρόνια - πως λέμε 7 χρόνια φαγούρας; σύμπτωση ή καλύτερα ευτυχής και ευφυής χιουμοριστικής χρήση από τον συγγραφέα.  Έπειτα, το τρίτο υπαρκτό πρόσωπο ο Παύλος, ήδη από τα πρώτα λεπτά της αναφοράς του από την Λόλα φέρνει τα πάνω κάτω τόσο στην πλοκή του έργου όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις του ζευγαριού Λόλας-Γιώργου,  με την αμφιφυλόφιλη σεξουαλική συμπεριφορά του.  Έπειτα  στη σχέση του με τον Γιώργο  απαιτεί εμμέσως πλην σαφώς  να είναι αυτός κύριος του παιχνιδιού μεταξύ τους: α) « σε θέλω δεν σε θέλω, φανέρωσε ή όχι τον έρωτα σου για εμένα.» β)  Ή « θα κρύβουμε τον  έρωτά μας πίσω από τους τοίχους ή όχι.» και άλλες πολλές τέτοιου είδους εκφράσεις. Αυτά θα αποτελέσουν εναν διαρκή και σκληρό αγώνα –  πνευματικό ή σωματικό - προς επικράτηση, ενός εκ των δυο παιχτών ενός  «αντικανονικού» ερωτισμού που- σε κάθε περίπτωση - ζητά  νικητή και  ηττημένο, έστω κι αν αυτό το παιχνίδι αποδειχτεί τελικά φιλικό, για τις ανάγκες  λογικής της ανθρώπινης συνύπαρξης και του…  έργου!

Πέρα από  αυτά  όμως,  από τα πρώτα κιόλας λεπτά του έργου - ήδη ακόμη από τις σκηνοθετικές οδηγίες - και έπειτα από την παρουσία σώμα-κατασκευή της Λόλας, έχουμε εδώ φανερά  φουτουριστικά στοιχεία ή και  στοιχεία επιστημονικής φαντασίας όπως θα έλεγε ο κινηματογράφος ή και η λογοτεχνία.

Γενικά το θεατρικό έργο του Γιάννη Πάτση δεν απέχει πολύ από τον κανόνα της κυβερνο-πολιτικής της εποχής, όπου όλα πωλούνται εν μέσω διαδικτύου, μιας κυβερνο-αισθητικής ρομαντισμού όπως οδηγούν σ’ ένα βεβαιωμένα αβέβαιο μέλλον, και η αναζήτηση της ανθρώπινης ευτυχίας γίνεται αίτημα, πανανθρώπινο σκοπός.

Ακόμη στη δραματουργία του Πάτση όμορφα και έξυπνα στήνεται ένα ωραίο παιχνίδι κρυφτού και φανερώματος αισθητικής και αποδοχής κατά βάση από τον ίδιο τον ήρωα και κατά δεύτερο από την ίδια την κοινωνία. Οι ήρωες του άλλοτε πάσχουν να φανερωθούν και άλλοτε πάσχουν γι αυτό που είναι.

Ο Γιάννης Πάτσης αν και γράφει γενικά με μια γλώσσα αιχμηρή και λογοκεντρική  όταν θίγει ζητήματα σύγχρονου προβληματισμού που αφορούν στην αγωνία του για την πορεία του ανθρώπου επί Γης, την καταγωγή και τη θέση του στο άπειρο Σύμπαν, χωρίς να ξεχνά εκείνα που απασχολούν τον περισσότερο κόσμο σήμερα:  της μετανάστευσης, της διαφορετικότητας, της μη αποδεκτής σεξουαλικής ταυτότητας, της καταπίεσης  την απουσία επικοινωνίας, τη μοναξιά του ανθρώπου, τη ματαίωση και την απογοήτευση, που οφείλεται, εν μέρει, και στα τεχνολογικά μέσα.  Οι μονόλογοί του ρέουν τόσο πολύ που το κείμενο, ορισμένες φορές, φλερτάρει με τη λογοτεχνία. Το θέμα του φουτουρισμού, θίγεται τόσο άμεσα όσο και έμμεσα σε πολλά  έργα του. Αλλά κυρίως μέσα από τον Εξωγήινο και τη Λόλα διακρίνεται μια μελλοντική ματιά, αναφορά στο μέλλον άλλοτε ήπια άλλοτε έντονα.

Στον Πάτση ο έρωτας ο απτός, ο εδώ και τώρα απουσιάζει σε αυτά τα δυο έργα. Έρχεται εικονικά μέσα από την τεχνολογία. Σημείο-δείκτης της εποχής όπου η πραγματική επαφή δύο ανθρώπων έχει αντικατασταθεί από την τεχνολογία. Μάλιστα, η εμφάνιση μιας γυναίκας ρομπότ στην Λόλα είναι προάγγελος φουτουριστικός. Ένας έρωτας που έρχεται από το μέλλον. Ένα σώμα που έχει μεταμορφωθεί σε μεταλλικό σώμα χωρίς σάρκα και οστά. ‘Ένα εικονικό σώμα ή ένα μετά-σώμα. Σαφείς αναφορές που μας πάνε και πάλι στην κυβερνοπανκ θεωρία στην λογοτεχνία. Πολύ περισσότερο, όταν μιλάμε για ένα κυβερνο-σώμα,  ένα κυβόργιο (ή σάιμποργκ), «ένα υβριδικό πλάσμα, σύνθεση οργανισμού και μηχανής». Σ.94 Μεταμοντερνο σωμα/…..’’στο κυβερνοπάνκ.  Αυτό το μετα-μοντέρνο λογοτεχνικό είδος επιστημονικής φαντασίας (ΕΦ) που πήρε αποστάσεις από το <<απώτατο διάστημα>> (outer space)της κλασικής ΕΦ και επικεντρώθηκε στο <<εσώτατο διάστημα>> (inner space)’’. Μιλάμε για ένα σώμα, έναν έρωτα με κατακερματισμένη την ταυτότητα του και την ανθρώπινη διάσταση του. Πολύ περισσότερο το cyborg σώμα είναι μια δημιουργία σε έναν κόσμο μετά τα φύλα μας,  λέει η Πέπη Ρηγοπούλα στο εκτενές και υπέροχο βιβλίο της για το σώμα. Άλλωστε στην εισαγωγή του έργου του, Λόλα λέει ο ίδιος: «Ένα τρίπρακτο θεατρικό έργο για την εύθραυστη ανθρώπινη ταυτότητα, την ομορφιά, την αναζήτηση για το εσωτερικό φως, την ανθρώπινη μοναξιά που βρίσκει διέξοδο στη μηχανή. Μια αποκαλυπτική αμφισημία πάνω στην ανθρώπινη φύση, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν φαίνεται να είναι όπως είναι!».

 

[1]                            Ψηφιοποιήμενο αρχείο Google: [(https://el.wikipedia.org/wiki/ΒΑΟ,_ΓΑΟ,_ΔΑΟ  22/4/2016)].

[2]              .Ψηφιοποιήμενο αρχείο Google: [(Το συγκεκριμένο έργο ανήκει στο είδος του In your face theatre (θέατρο στα μούτρα). Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, επιπλέον, ονομάστηκε και new brutalism (νέα βαρβαρότητα), θέλοντας έτσι να τονίσει ότι είναι ένα θέατρο που έχει ως σκοπό να προκαλέσει και να επιτεθεί στο κοινό για να χτυπήσει κόκκινο στις συνειδήσεις του λαού. Ωστόσο, μιλάει με σοκαριστικό και ωμό τρόπο,  καταστρέφοντας έτσι κάθε ταμπού και προκαταλήψεις, δίνει την αίσθηση στο κοινό ότι χάνει το σταθερό έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του. Πολύ περισσότερο, λέει την αλήθεια πέρα από οτιδήποτε ψεύτικο ωθώντας στα άκρα με σκοπό την αναθεώρηση των αξιών της κοινωνίας μας. Βασικό του στοιχείο το άκομψο λεξιλόγιο, οι κυνικοί χαρακτήρες, η βία επί σκηνής και οι συνήθως «ύποπτοι» νεολαίοι. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του in your face theatre είναι η Σάρα Κέιν που εμφανίστηκε γύρω στη δεκαετία του 90’. https://www.mytheatro.gr/in-yer-face-theatre/ (10/2/2016)].

  . [3] ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ ΣΩΜΑ- ΟΙ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟς ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ, Γιαγιάννου Μαρία, Λαμπράκος Γιώργος, Νάκος Δημήτρης, Θωμάς Συμεωνίδης, Αθήνα 2016, εκδ. Γαβριηλίδης. σ .95-96.

[4]              . ο.π. σ.92-96.