Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

  •  Αστέριος Τσιάρας, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Ναυπλίου

Η Στέλλα Μιχαηλίδου ανήκει στη γενιά των σύγχρονων συγγραφέων έργων παιδικού θεάτρου και αυτό που διέπει τα έργα της είναι η αισθητική αρτιότητα, η ελκυστική δραματουργική δομή, η παιδαγωγική εστίαση και η θεατρικότητα του κειμένου. Γενικά, η δραματουργία της χαρακτηρίζεται από λογοπαίγνια, ρίμες, αυθεντικότητα, φαντασία και ευρηματικότητα. Συνολικά, τα έργα της προβάλλουν, με χιούμορ και ευαισθησία, αξίες όπως η ειρήνη, η ελευθερία της έκφρασης, η φιλία, η αλληλεγγύη, η αγάπη, η αλληλοβοήθεια, ο αλληλοσεβασμός, αλλά και το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, την ομορφιά και την τέχνη. Προκειμένου να επιχειρηθεί μια νοηματική και αισθητική αποτίμηση της δραματουργίας της επιλέγονται τέσσερα αντιπροσωπευτικά της έργα. Το Όνειρο του Ρο, η Τζιτζιμιτζιχοτζιριά, το Περπατώ εις το δάσος και Ο γάιδαρος ο Μένιος, ο παραχαϊδεμένος.

Νοηματική ανάλυση των έργων

Το Όνειρο του Ρο αποτελείται από οχτώ σκηνές, στις οποίες εμφανίζονται, ως πρόσωπα: Τα γράμματα της αλφαβήτας, τα δυο κακά πνεύματα (η Ψιλή και η Δασεία), το Βλο-συ-ρό, ο Ταχυδρόμος, η σκιά του Ρο, ο λαγός, η χελώνα, ο γραμματοφάγος, τα γράμματα του παρελθόντος και η γιαγιά.

Το νοηματικό περιεχόμενο του έργου εστιάζεται στον εγωκεντρισμό ενός γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου, του «Ρο». Εν αγνοία του, αυτό ποτίζεται με το μαγικό φίλτρο του εγωισμού και εμφανίζει αρχηγικές τάσεις, διασπώντας την ενότητα του αλφαβήτου και επηρεάζοντας άλλα γράμματα με τη συμπεριφορά του. Στην υπόθεση εμπλέκεται το κακότροπο Bλοσυρό, το οποίο επιθυμεί την καταστροφή του αλφάβητου και την απάλειψη της γνώσης από τους ανθρώπους. Προσπαθεί να πάρει τη θέση του Ρο στο αλφάβητο, παραπλανώντας τον λαγό και τη χελώνα, να το οδηγήσουν στη συντροφιά των άλλων γραμμάτων της αλφαβήτου. Ευτυχώς, το κακόβουλο σχέδιο των άσπονδων εχθρών του Ρο (της Ψιλής, της Δασείας, του Βλοσυρού και του γραμματοφάγου) πέφτει στο κενό και μέσα από διάφορες αστοχίες τους διασώζεται η ενότητα των γραμμάτων του αλφάβητου. Στο τέλος, επικρατεί η αγάπη και η συνεργασία, εξοβελίζοντας το κακό και επαναφέροντας το καλό. Το κεντρικό νόημα του έργου εστιάζεται στο σημείο όπου η φιλοδοξία, ο εγωκεντρισμός, η αλαζονεία και ο φόβος καθοδηγεί πολλές φορές τις συμπεριφορές των ανθρώπων, επηρεάζοντας αρνητικά την ψυχολογία των άλλων και στερώντας τα αγαθά που προκύπτουν μέσω της συνεργασίας, της αλληλοκατανόησης και της αγάπης.

 

Το νοηματικό περιεχόμενο της Τζιτζιμιτζιχοτζιριάς, που αποτελείται από επτά σκηνές, εστιάζεται στην κοινωνία των μυρμηγκιών, αντλώντας στοιχεία από τον γνωστό μύθο του Αισώπου «Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας». Ειδικότερα, τα μυρμήγκια του σχολείου της Μυρμηγκοπολιτείας παρακαλούν τον σοφό δάσκαλό τους, τον Τζίτζικα, να τους αφηγηθεί την ιστορία ενός ξεχωριστού μέρμηγκα, του Σταύρου. Αυτός, αν και κάθε μέρα αποθηκεύει τα απαραίτητα τρόφιμα για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα, δεν μοιάζει καθόλου με τα άλλα σοβαρά μυρμήγκια, που μαζεύουν μόνο σπόρους. Κάθε τόσο αποσπάται η προσοχή του από κάποιο χρωματιστό γυαλί, από κάποιο κοχύλι και από τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Η διαφορετικότητα του Σταύρου, αντιμετωπίζεται με εχθρότητα από τα άλλα μέλη της Μυρμηγκούπολης. Μόνο ο μικρός του φίλος ο Ραμ Πιμ, ο Τζίτζικας και η πεταλούδα τον κατανοούν και του συμπαραστέκονται. Οι ενήλικες μέρμηγκες τον επιπλήττουν, ζητούν τη συμμόρφωσή του και στο τέλος τον φυλακίζουν, ξορκίζοντας έτσι τον κακό δαίμονα. Μια ξαφνική θεομηνία, κατακλυσμός, καταστρέφει τη Μυρμηγκοπολιτεία και γίνεται αφορμή για την απελευθέρωση του Σταύρου από τον Ραμ Πιμ, τον Τζίτζικα και την πεταλούδα. Στο τέλος όλοι αντιλαμβάνονται την αξία αυτών των όμορφων πραγμάτων, για τα οποία τόσο συχνά τους μιλούσε ο Σταύρος. Το συγκεκριμένο έργο αναδεικνύει τη συλλογικότητα, την αλληλοβοήθεια, τη φιλία, την αγάπη, τη σημασία της ομορφιάς των απλών πραγμάτων και το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στη διαφορετικότητα.

Το Περπατώ εις το δάσος αποτελείται από επτά σκηνές, στις οποίες εμφανίζονται συνολικά δεκαεπτά πρόσωπα. Το νοηματικό του περιεχόμενο αντλεί στοιχεία από διάφορα κλασικά παραμύθια (Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα, Χιονάτη, Κοντορεβιθούλης κ.ά.) και μέσα από διασταυρώσεις, συνδυασμούς, μίξεις νοημάτων και ρόλων δημιουργείται η περιπετειώδης διαδρομή της κεντρικής ηρωίδας, της Κοκκινοσκουφίτσας. Αυτή ξεκινάει την Οδύσσειά της στη θέση της «Σταχτοπούτας», η οποία υποφέρει από τις τρεις κακές αδελφές. Για να γλυτώσει από την κακομεταχείριση φεύγει και σημαδεύει με ψίχουλα τον δρόμο της. Τα ψίχουλα ελκύουν τον Κοντορεβυθούλη να τα φάει. Η Κοκινοσκουφίτσα κουρασμένη αποκοιμιέται, δίχως να γνωρίζει ότι μια κακιά Βασίλισσα, που έμαθε από τον μαγικό της καθρέφτη ότι έρχεται δεύτερη στην ομορφιά, επεξεργάζεται ένα κακόβουλο σχέδιο εξόντωσής της. Παρά τις προσπάθειες της κακιάς Βασίλισσας να πείσει την Κοκινοσκουφίτσα να φάει το δηλητηριασμένο μήλο, αυτή ξεφεύγει από την παγίδα. Στη συνέχεια, στον δρόμο της συναντάει τον βάτραχο, ο οποίος για να κερδίσει το φιλί της Κοκινοσκουφίτσας, την εξαπατάει, λέγοντάς της πως είναι ένας πρίγκιπας μεταμορφωμένος σε βάτραχο και θα τη βοηθήσει να βρει το χαμένο της σκουφί. Μόνη και ταλαιπωρημένη η Κοκινοσκουφίτσα αποφασίζει ν’ ανάψει φωτιά να ζεσταθεί, αλλά συλλαμβάνεται από τρεις Δασοφύλακες, οι οποίοι την φυλακίζουν. Για καλή της τύχη περνάει μπροστά από τη φυλακή η γιαγιά της και την απελευθερώνει, ξεκλειδώνοντας την πόρτα της φυλακής με μαγικά λόγια. Αλλά, αντί, επιτέλους, να αισθανθεί ασφάλεια η Κοκκινοσκουφίτσα, από αυτή την αναπάντεχη συνάντηση, δεν αναγνωρίζεται από τη γιαγιά της, επειδή δεν φοράει τη σκούφια της. Στο τέλος του έργου η Κοκκινοσκουφίτσα συναντάει τον Λύκο και του αποκαλύπτει τον τόπο κατοικίας της γιαγιά της, με τη γνωστή κατάληξη του κλασικού παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Στο συγκεκριμένο έργο αναδεικνύονται οι ιδέες της αγάπης, της αυτοπεποίθησης και της προσωπικής ενδυνάμωσης. Τα εμπόδια, τα βάσανα και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η Κοκκινοσκουφίτσα, καθώς προσπαθεί να βρει τον δρόμο της μέσα στο δάσος, αντιστοιχούν στους φόβους, στις αναστολές και στις προκαταλήψεις κάθε παιδιού στη ζωή ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του και τους άλλους και να πετύχει την κοινωνική του προσαρμογή στον κόσμο των ενηλίκων.

Ο Γάιδαρος ο Μένιος, ο παραχαϊδεμένος είναι ένα έμμετρο χιουμοριστικό παραμύθι με κεντρικά πρόσωπα τον γάιδαρο, τον Μένιο, και τη μητέρα του, τη Φιλιώ. Ειδικότερα, ο Μένιος, ένα παραχαϊδεμένο γαϊδούρι, ανατρέφεται με λάθος τρόπο από τη μητέρα του, η οποία του δείχνει αμέριστη αγάπη και του συγχωρεί κάθε παράπτωμα. Συνεχώς του προσφέρει όλες τις ανέσεις της ζωής και φροντίζει για τη σχολική και τη μουσική του μόρφωση. Έτσι, προοδευτικά ο Μένιος απομονώνεται, γίνεται φυγόπονος, με εμφανή τα χαρακτηριστικά του εγωκεντρισμού και της αυταρέσκειας. Ο ερχομός της εφηβείας επιδεινώνει τη συμπεριφορά του και η μητέρα του υποφέρει από τα βίαια ξεσπάσματά του. Στην επιθυμία του Μένιου να γνωρίσει ολόκληρο τον κόσμο, η μητέρα του αφήνει τη δουλειά της, πουλάει τα υπάρχοντά της και τον ακολουθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στην Αμερική. Με το πέρασμα του χρόνου τελειώνουν τα χρήματα της μητέρας κι επιστρέφουν στην πατρίδα φτωχοί, με τον Μένιο σε ηλικία γάμου και τη μητέρα του ηλικιωμένη και αποκαμωμένη. Παρά τις παραινέσεις της Φιλιώς να απογαλακτιστεί το παλικάρι της και να παντρευτεί, ο Μένιος στενοχωριέται κι αρχίζει να κατανοεί τα λάθη τα δικά του και της μητέρας του. Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή θα τον βοηθήσει η καλή του νεράιδα, η οποία τον εμψυχώνει στον ύπνο του και τον παρακινεί να δοκιμάσει την τύχη του στο Λονδίνο. Εκεί συνειδητοποιεί την απελπιστική του θέση και με τη συμβουλή της καλής του νεράιδας ταξιδεύει για κηπουρός στη Σιγκαπούρη. Η μητέρα του χαίρεται, επιτέλους, για την ενηλικίωση του γιου της και εκμεταλλεύεται τον ελεύθερο χρόνο, για να ζήσει δημιουργικά τη ζωή που της απομένει. Το κεντρικό νόημα του παραμυθιού εστιάζεται στην άλλη όψη της μητρικής αγάπης, στην προσωπική απομόνωση και στον αγώνα κάθε παιδιού για κοινωνική αναγνώριση και υλοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών.

Στα έργα της Στέλλας Μιχαηλίδου αποφεύγεται ο άμεσος ηθικός διδακτισμός, εντούτοις, όμως, αναδύονται σημαντικές ιδέες και νοήματα από τους θεατρικούς διαλόγους, στοχεύοντας στον αναστοχασμό των μικρών θεατών. Τα βασικά τεχνικά στοιχεία στη δομή ενός έργου γραμμένου για παιδιά τηρούνται απόλυτα από την συγγραφέα. Η ιστορία και η πλοκή τους είναι διαρρυθμισμένη μ’ έναν κατανοητό τρόπο, απεικονίζοντας τον αγώνα του πρωταγωνιστή να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό και τις προσπάθειες των ανταγωνιστών του να τον εμποδίσουν. Οι σκηνές του έργου εναλλάσσονται σε αντιθετικά δίπολα έντασης και χαλάρωσης, ενθουσιασμού και ηρεμίας, σωματικής δράσης και ομιλίας. Δεν υπάρχει παρείσφρηση ξένου υλικού, ως προς το νοηματικό περιεχόμενο του έργου, στη διασύνδεση των σκηνών ούτε επιστρατεύεται μια εξωτερική δύναμη, ώστε ν’ απαλλάξει τον πρωταγωνιστή από το δίλημμά του. Με το πέρας κάθε σκηνής του έργου μένει αναπάντητο ένα ερώτημα για τους μικρούς θεατές και η αυλαία πέφτει στο σημείο, όπου η κατάληξη της ιστορίας είναι αμφίβολη. Η εισαγωγή επιμέρους πλοκής στις διάφορες σκηνές διατηρεί μία άμεση σχέση με την κύρια ιστορική γραμμή (αριστοτελική δραματική δομή) και συνεισφέρει πραγματικά στην παρώθηση της εξέλιξης του θεατρικού έργου προς την κορύφωσή του και την επίλυση της εσωτερικής σύγκρουσης που βιώνει ο πρωταγωνιστής.

Τέλος, να σημειωθεί ότι η χρήση έμμετρου ποιητικού λόγου, σε πολλά σημεία του θεατρικών έργων, προσδίδει έναν ιδιαίτερο ρυθμό, απαραίτητο στοιχείο για την πετυχημένη ενοποίηση των δραματικών διαλόγων, της σωματικής δράσης, της αλληλεπίδρασης των δραματικών χαρακτήρων και της συσχέτισης των σκηνών στα έργα.